Λίγοι εν ενεργεία ηθοποιοί του κινηματογράφου διαθέτουν το ταλέντο και το χάρισμά της, και για κάποιους, όπως ο σκηνοθέτης Στιβ Μακ Κουίν, η 53χρονη Αφροαμερικανίδα ανήκει στην ίδια «συνομοταξία» με ηγετικές μορφές του παρελθόντος. Αναφερόμενος στη Βαϊόλα Ντέιβις, που πρόπερσι κέρδισε το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για τα «Εμπόδια» («Fences») του Ντένζελ Oυάσιγκτον – μια ταινία που δεν προβλήθηκε ποτέ εμπορικά στις ελληνικές αίθουσες -, ο Μακ Κουίν δεν διστάζει να τη συγκρίνει με σπουδαίες ντίβες της δεκαετίας του 1940, από την Μπέτι Ντέιβις και την Τζόαν Κρόφορντ έως την Κάθριν Χέπμπορν. Η ίδια η Ντέιβις γελάει όταν ακούει τέτοιες συγκρίσεις. «Οποτε ο Στιβ μιλάει για μένα «ρίχνει» και το όνομα του Μάρλον Μπράντο» λέει με εύθυμη διάθεση. «Από την πλευρά μου, βέβαια, προσπαθώ πάντα να σχηματίζω μια ολοκληρωμένη εικόνα στο μυαλό μου για το πώς με βλέπουν οι άνθρωποι σε συνάρτηση με το πώς με βλέπω εγώ. Και φυσικά το αποτέλεσμα είναι απολύτως αντίθετο. Γιατί εγώ βλέπω τον εαυτό μου ως Βαϊόλα χωρίς μακιγιάζ, με μια πετσέτα στο κεφάλι, με μια ρόμπα μέσα στο σπίτι. Αλλά μου αρέσει που κάποιοι με βλέπουν με τον τρόπο του Στιβ γιατί πάντα αμφισβητούσα την εικόνα μου. Και μου αρέσει που ο Στιβ με βλέπει ως γυναίκα, γιατί έτσι, μάλιστα – θα με δεχτώ!».
Ο Στιβ Μακ Κουίν, δημιουργός ταινιών όπως το «Shame» και το «12 χρόνια σκλάβος», είναι ο πλέον κατάλληλος για να μιλήσει για τη Βαϊόλα Ντέιβις, γιατί τη σκηνοθέτησε σε μία από τις τελευταίες ταινίες της. Στις «Χήρες» («Widows»), που άρχισαν να προβάλλονται στην Ελλάδα την περασμένη Πέμπτη, η Ντέιβις υποδύεται τη Βερόνικα, σύζυγο ενός επαγγελματία κλέφτη (Λίαμ Νίσον), η οποία μετά τον θάνατό του εν ώρα «εργασίας» αναγκάζεται να επιβιώσει χωρίς τη βοήθεια κανενός. Τα χρέη του νεκρού ήταν μεγάλα και για να ξεμπλέξει θα πρέπει εκείνη να κάνει την επόμενη ληστεία που ο πρώτος είχε σχεδιάσει προτού πεθάνει. Για να τα καταφέρει θα ζητήσει βοήθεια από τις δύο χήρες των συνεργατών του. Μόνο που η κομψή, ευγενική Βερόνικα, η οποία προσφάτως έχει ζήσει και τον χαμό του παιδιού της, δεν είναι το είδος της γυναίκας που φαντάζεσαι ως εγκέφαλο ληστείας. Οταν όμως ο κόμπος φτάνει στο χτένι, η αποφασιστικότητα είναι το μόνο όπλο. Και η Βερόνικα την έχει.
Η ίδια η ληστεία δεν είναι παρά το πρόσχημα του σεναρίου στις  «Χήρες», το οποίο κρύβει μεγάλες ανατροπές. Ο Στιβ Μακ Κουίν ήταν εξαρχής ανένδοτος πάνω σε αυτό. «Τον ενδιέφεραν άλλα ζητήματα που εμπεριέχονται στην ιστορία» σχολιάζει η Ντέιβις. «Ειδικά τα ταξικά και τα φυλετικά ζητήματα». Η ίδια «βλέπει» την ηρωίδα της ως μια γυναίκα που παρακινείται από τη θλίψη και την εξαπάτηση από τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο. «Ζει ένα είδος ξυπνήματος» λέει η ηθοποιός, «αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Από εκεί και πέρα τη βλέπω ως μια γυναίκα αποφασισμένη για δύο πράγματα: πρώτον, να πάρει τα ηνία της ζωής της στα χέρια της και δεύτερον, να μην αφήσει πια χαμένη ούτε μία στιγμή». Η Ντέιβις θεωρεί ότι η Βερόνικα είναι μια ξεχωριστή περίπτωση γιατί δεν πιστεύει ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες που θα απέφευγαν την ψυχική ισοπέδωση μετά την απώλεια του παιδιού και του συζύγου τους. «Για τους περισσότερους το επόμενο βήμα είναι πιθανότατα μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα». Οχι για τη Βερόνικα. «Συγχρόνως όμως πιστεύω ότι αναλαμβάνει αυτή τη ληστεία για να πάρει πίσω τη ζωή της, αποφασισμένη να παραμείνει στα πόδια της – είναι αυτοσκοπός».
Η Βαϊόλα Ντέιβις γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα, αλλά μεγάλωσε στο Ρόουντ Αϊλαντ, όπου ο πατέρας της εργάστηκε ως εκπαιδευτής αλόγων. Η μητέρα της ήταν εργάτρια φάμπρικας και συγχρόνως παθιασμένη ακτιβίστρια για τα κοινωνικά και φυλετικά δικαιώματα – ένα μενταλιτέ που κληρονόμησε και η ίδια. Επίσης, δεν φοβάται την αυτοκριτική: «Αυτό που συμβαίνει με την αφροαμερικανική κοινότητα σε σχέση με τη λευκή», έχει πει στο παρελθόν, «είναι ότι εμείς οι μαύροι ασχολούμαστε περισσότερο με την εικόνα και το μήνυμα και λιγότερο με την πράξη. Ως ηθοποιός δεν παίζω ρόλους αναγκαστικά ελκυστικούς ή με μια θετική εικόνα. Οταν κάποιος «σφίγγει» την αριστεία για να βγάλει μήνυμα είναι σαν να δίνει τη σκυτάλη με τον λάθος τρόπο για να τη δει να πέφτει».
Μετά τις σπουδές της στη φημισμένη σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης, η Βαϊόλα Ντέιβις έγινε όνομα στον θεατρικό χώρο και αργότερα, σε ηλικία 31 ετών, προχώρησε σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές δουλειές. Αυτό έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ένας από τους σκηνοθέτες που διέκριναν πρώτοι το ταλέντο της ήταν ο Στίβεν Σόντερμπεργκ που τη χρησιμοποίησε σε φιλμ του όπως τα «Εκτός ελέγχου», «Traffic» και «Solaris». Ωστόσο, το μεγάλο «μπαμ» στον κινηματογράφο το έκανε το 2008 με την ταινία «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Με έναν ρόλο που διαρκούσε ελάχιστα λεπτά συγκριτικά με εκείνον της πρωταγωνίστριας Μέριλ Στριπ, η Ντέιβις πήρε πάνω της όλη την ταινία και έφτασε μέχρι τα Οσκαρ (η πρώτη από τις τρεις υποψηφιότητές της, η δεύτερη ήταν για τις «Υπηρέτριες» του 2011). Από το 2014 η Ντέιβις απολαμβάνει και τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία της με τη σειρά «How to Get Away with Murder». «Η αξία των γυναικών στο σινεμά του παρελθόντος βασιζόταν στην εμφάνιση και στα νιάτα τους» πιστεύει σήμερα. «Μήπως έφτασε η ώρα να πούμε, να συμφωνήσουμε απλώς συλλογικά, ότι αυτό δεν είναι η αξία μας; Σήμερα εμείς οι γυναίκες πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τις αλήθειες μας και να έχουμε το θάρρος να αγωνιζόμαστε για να έχουμε τη δική μας φωνή».
INFO
Η ταινία «Οι χήρες» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Odeon.