Πώς επιβιώνει ένας τόπος σε αντίξοες κλιματικές συνθήκες, πώς προσαρμόζεται και βρίσκει τρόπους να αντέξει, και μάλιστα διαμορφώνοντας τελικά ένα τοπίο ιδιάζουσας, μοναδικής ομορφιάς;

Με την κλιματική κρίση όχι απλώς να χτυπάει την πόρτα αλλά να έχει περάσει στα ενδότερα, το project της εικαστικού Ελίνας Ιωάννου και της συγγραφέως Λουίζας Παπαλοΐζου, που παρουσιάζεται στην έκθεση με τίτλο «ΤΑΝΑΓΛΥΦΑ» στον χώρο του Pylon Art & Culture στη Λεμεσό της Κύπρου (έως τις 22/6), αποκτά μια διάσταση ιδιαίτερα επίκαιρη.

Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκονται οι γλυπτικές εγκαταστάσεις της Ελίνας Ιωάννου. Εχουν ως πρώτη ύλη τους τον ταπεινό ασβεστιτικό ψαμμίτη – όπως ο γεωλογικός Σχηματισμός της Πάχνας – που συνδέεται με τη γεωλογική εξέλιξη της Κύπρου, τις «εξημερωμένες» φραγκοσυκιές – απόλυτα ολιγαρκείς ως προς τις ανάγκες τους για νερό –, τα χερσαία κελύφη σαλιγκαριών, τα οποία για λόγους επιβίωσης από τις υψηλές θερμοκρασίες υποχωρούν στο εσωτερικό του καβουκιού τους σφραγίζοντας την είσοδο με βλέννα.

Ιστορίες πεισματικής επιβίωσης σε έναν τόπο «…που φέρει μια ιστορία σκληρή και δυσχερή εδαφικά, ωστόσο τρυφερή και παραγωγική καθημερινά, σε πείσμα ενός κλίματος που μοιάζει άγονο. Με τους τρόπους και τα στοιχεία του τοπικού περιβάλλοντος, με τα τεχνάσματα που εξελίσσει κάθε ζωντανό πλάσμα για να καταστήσει τον τόπο του πιο βιώσιμο, επειδή τον αγαπά.

Η Ελίνα Ιωάννου επί το έργον.

Για να μας αποδείξει, άλλη μια φορά, ότι ακόμα και σε ένα φαινομενικά ξηρό κι άγονο πεδίο και ορίζοντα η ζωή μπορεί να είναι πιο έξυπνη από εμάς», όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης και ιστορικός τέχνης Αρετή Λεοπούλου.

Είναι ιστορίες που, μαζί με τη διττή έκδοση «ΤΑΝΑΓΛΥΦΑ», που παρατίθεται στο αναγνωστήριο του εκθεσιακού χώρου – ένα βιβλιαράκι-sketchbook της Ελίνας Ιωάννου και άλλο ένα, «σιαμαίο» του, με τα μικρά κείμενα της Λουίζας Παπαλοΐζου (είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το «Βουνί» των εκδόσεων Το Ροδακιό) –, σμιλεύουν με σχέδια και λέξεις ένα αφήγημα για το μορφολογικό, κλιματικό και ψυχοκοινωνικό παρόν μιας μεσογειακής χώρας, της Κύπρου, γενέτειρας και των δύο δημιουργών, η κοινωνία της οποίας αλλάζει άρδην.

Δημιουργική συνύπαρξη

Παπαλοΐζου και Ιωάννου είναι παλιές γνώριμες. Η μεν είχε γράψει ένα σύντομο κείμενο για τα σχέδια της δε, «μια σειρά από «νεκρές οικιακές φύσεις»» πάνω από δεκαπέντε χρόνια πριν.

Αντίστοιχα, η Ελίνα Ιωάννου είχε εμπνευστεί και είχε φιλοτεχνήσει το κόσμημα στο εξώφυλλο του βραβευμένου βιβλίου της Λουίζας Παπαλοΐζου «Το βουνί». Στο μεταξύ, παρεμβλήθηκαν «οι αδιάκοπες συζητήσεις μας γύρω από το κυπριακό τοπίο, τα είδη της πέτρας, για την πρακτική της λάξευσης και τις αντιστοιχίες με την πρακτική της γραφής», όπως θα εξηγήσει στο ΒHΜΑgazino η Παπαλοΐζου.

Η πρόταση για τη συγκεκριμένη συνεργασία προέκυψε από την Ελίνα Ιωάννου, η οποία είχε ήδη δημιουργήσει μια σειρά γλυπτών με στόχο να εξερευνήσει και να λαξεύσει τελικά έννοιες και ζητήματα όπως η ανθεκτικότητα και η επιβίωση σε ένα άγονο τοπίο.

Οπως θα πει στο BHΜΑgazino: «Θεματικά τα έργα πραγματεύονται τη συνθήκη του άγονου τοπίου, της ξηρασίας αλλά και τις μορφές ανθεκτικότητας. Ολη αυτή η γεωλογική και «χωμάτινη» διάσταση της δουλειάς μου ένιωσα ότι κάπου τέμνεται με τη γραφή της Λουίζας». Αυτή η αίσθηση της σύνδεσης, η εκλεκτική συγγένεια στον τρόπο σκέψης, αλλά και η πρότερη συνεργασία τους, οδήγησαν τελικά στην εν λόγω έκθεση.

Η Παπαλοΐζου είδε από την πλευρά της τα γλυπτά της Ιωάννου ως μια ευκαιρία να εισαγάγει τη σύγχρονη πόλη και τον μικρόκοσμο του καθημερινού βίου στα άχρονα τοπία που δημιουργεί η καλλιτέχνις, αυτούς τους «απολιθωμένους κόσμους» που γεννούν στοχασμούς πάνω στα λείψανα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η Λουίζα Παπαλοΐζου, η οποία έχει αποσπάσει το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο της «Το βουνί».

Η συνεργασία μεταξύ τους ήταν μια διαδικασία αμοιβαίας επιρροής και εξέλιξης. «Η πρωταρχική μου ιδέα αφορούσε τη δημιουργία μιας έκδοσης με κείμενα» θα πει η Ιωάννου και θα προσθέσει:

«Καθώς όμως άρχισα να διαβάζω τους αφηγηματικούς πειραματισμούς της Λουίζας, αντιλήφθηκα πως η συνομιλία ανάμεσα στις δύο μορφές τέχνης, όπως κάθε συμβίωση ζωντανών οργανισμών, θα επηρέαζε καταλυτικά την τελική διαμόρφωση της όλης δουλειάς.

Κάπως έτσι άρχισαν να υπεισέρχονται οργανικά στο έργο μου τα λαξευμένα γράμματα, να πραγματεύομαι την ιδέα της επιγραφής ή τα έργα μου να αποκτούν τίτλους που να ανταποκρίνονται στα κείμενα.

Η ιδέα για τη συμπερίληψη των (προ)σχεδίων με τη μορφή sketchbook στη διττή έκδοση προέκυψε στην πορεία. Ηταν ακόμα ένας τρόπος για να καταστήσουμε πιο απτή την καταλυτική συνομιλία που προέκυψε μέσα από αυτή τη συνεργασία». Ενα πολύπλευρο έργο, μια βαθιά στοχαστική εμπειρία, που καλεί τον θεατή να σκεφτεί τη σχέση του με το περιβάλλον, την ιστορία και την πολιτισμική ταυτότητα.

Και το όνομα αυτής «ΤΑΝΑΓΛΥΦΑ»

Κοινώς, ένα παιχνίδι ανάμεσα στην εικαστική γλώσσα και τη γραφή, καθώς στα κείμενα περιλαμβάνεται η χάραξη του ζωντανού λόγου όπως τη συναντάμε στην καθημερινή ζωή (εν προκειμένω στο αστικό τοπίο της Κύπρου).

«Ηταν ένας ακόμα τρόπος για να υπαινιχθούμε τη συνομιλία ανάμεσα στις δύο μορφές τέχνης. Το ανάγλυφο ως ιδέα προέκυψε μέσα από την πρακτική της γραφής. Ετσι όπως άρχισαν να διαμορφώνονται τα πρώτα κείμενα, τα πλείστα πολύ μικρά σε έκταση, άρχισα να τα αντιλαμβάνομαι ως προεξοχές της σκέψης, της αντίληψης, οι οποίες αποκαλύπτονται για κάποιον λόγο στη συνείδηση, πριν αφομοιωθούν ξανά στην επιφάνεια των πραγμάτων.

«Γιρλάντα ΙΙΙ» (ασβεστιτικός ψαμμίτης από τον Σχηματισμό της Πάχνας και μεταλλική αλυσίδα).

Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πείσω την Ελίνα» θα πει η Παπαλοΐζου. Τα έργα της Ιωάννου άρχισαν να αλληλεπιδρούν οργανικά με τα κείμενα της Παπαλοΐζου, με τα λαξευμένα γράμματα να παίζουν κεντρικό ρόλο στα γλυπτά υπογραμμίζοντας την ιδέα της επιγραφής και της επικοινωνίας.

Οπως θα σχολιάσει η Ελίνα Ιωάννου: «Η αίσθηση του συμπιεσμένου χωροχρόνου που συναντούμε στα ανάγλυφα αποτελεί μια έννοια που με απασχολεί επίμονα και εμφανίζεται στη δουλειά μου από πολύ νωρίς.

Από τα πρώτα μου σχέδια με τις αρχιτεκτονικές κατόψεις όπου ο δισδιάστατος χώρος μοιάζει να διογκώνεται και να γίνεται ανάγλυφος, μέχρι τις γλυπτικές μου αναζητήσεις όπου ο όγκος συμπιέζεται και αντιμετωπίζεται περισσότερο ως δισδιάστατη επιφάνεια με σχεδιαστικές ποιότητες.

Κατανοώ αυτή την εμμονή με τον συμπιεσμένο χωροχρόνο ως έναν τρόπο για να ψάξω αυτές τις ασαφείς περιοχές που μεσολαβούν ανάμεσα σε αβεβαιότητες και σταθερές, ανάμεσα σε απτές βεβαιότητες και κοσμοθεωρίες».

Εκάστη στο είδος της και η Κύπρος στη μέση

Δεδομένου ότι η Ελίνα Ιωάννου έδωσε το τέμπο σε αυτό το project, να πούμε ότι η μεθοδολογία που ακολουθεί στην καλλιτεχνική της έρευνα είναι πολυσχιδής και εξελικτική. Οπως περιγράφει η ίδια: «Αρχικά λειτουργούσα πιο μεθοδικά, στη βάση σχεδίων και έρευνας. Πλέον κινούμαι με περισσότερη ελευθερία και αυθορμητισμό, αφήνοντας τα ίδια τα υλικά να με κατευθύνουν».

Εργα από τοπική πέτρα που συνομιλεί με υλικά όπως ο αιματίτης, οι μεταλλικές αλυσίδες, τα κοχύλια ή οι ζωντανοί βλαστοί φραγκοσυκιάς, γλυπτά που ισορροπούν ανάμεσα στη στιβαρότητα και την εύθραυστη φύση τους.

Πρώτες ύλες οι οποίες έρχονται να αποσταθεροποιήσουν τη στιβαρότητα της πέτρας, να ακροβατήσουν στο εύθραυστο, να ισορροπήσουν στον αέρα: «Τα έργα απέκτησαν ροή, πνοή, χρώμα.

Η ανδροκρατούμενη τεχνική της λάξευσης, όπως την έχω διδαχθεί αρχικά από τον λιθοξόο και γλύπτη πατέρα μου, γίνεται πιο ρευστή, και η βιογραφία του υλικού της τοπικής πέτρας, άμεσα συνδεδεμένη με την πρακτική της δόμησης, τις γεωλογικές μετατοπίσεις αλλά και συμβολικά με τη γένεση του νησιού, αφήνεται να αφηγηθεί πολλαπλές ιστορίες επιβίωσης, συμβίωσης και ανθεκτικότητας σε ένα τοπίο ξηρασίας».

Οσον αφορά την Παπαλοΐζου, ενώ στο βραβευμένο, σπονδυλωτό «Βουνί» χρησιμοποίησε την κυπριακή διάλεκτο, ατόφια και αμιγή στο ένα από τα τρία αφηγήματα του βιβλίου, όπου περιγράφει το περιβάλλον της ορεινής Κύπρου αλλά και τις αρχαιολογικές ανασκαφές των Σουηδών στο νησί στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, στην περίπτωση του project «ΤΑΝΑΓΛΥΦA» η «ντοπιολαλιά» εμφανίζεται μόνο μεμονωμένα, σε σπαράγματα λόγου.

«Είναι αλήθεια πως σε αυτό το έργο η Κυπριακή δεν προέκυψε ως ανάγκη, παρά μόνο στα διαλογικά μέρη ή για την απόδοση λέξεων οι οποίες για κάποιον λόγο αντιστέκονται στη μεταφορά τους στην Κοινή Νεοελληνική, όπως ένα ενδημικό φυτό αρνείται τη μεταφύτευση.

Πιστεύω πως το γεγονός της ίδιας της φόρμας της συνεργασίας με οδήγησε σε ένα σημείο θέασης και σε μια γλώσσα η οποία λειτούργησε περισσότερο ως καταγραφή της σκέψης, του βλέμματος, και όχι ως ένα εργαλείο λάξευσης τρισδιάστατων φωνών αυτονομημένων στον χώρο. Δεν θα ήθελα όμως να εννοηθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση η μόνη λύση θα ήταν αναπόφευκτα η χρήση της Κυπριακής.

Ευτυχώς ή δυστυχώς, η διμορφία της γλώσσας, της δικής μου και ως συνήθως και των χαρακτήρων που κατοικούν στα έργα μου, δεν είναι μια τόσο απλή υπόθεση, όταν πρόκειται για τη δημιουργία λογοτεχνικού λόγου, ούτε θεωρώ ότι υπάρχουν προκαθορισμένες λύσεις. Αντίθετα, κάθε φορά είσαι αναγκασμένη να θέτεις εκ νέου παλιά ερωτήματα και να αναζητάς λύσεις εκκινώντας και πάλι από την αρχή».

INFO

«ΤΑΝΑΓΛΥΦΑ»: Pylon Art & Culture, Λεμεσός, Κύπρος, έως τις 22 Ιουνίου.