Όχι, δεν μιλάμε απλώς για χάλια, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο. Για μια κατάσταση που έχει πάει τελείως λάθος. Όσο ακούς την ιστορία να εξελίσσεται, επιβεβαιώνεται ότι σχεδόν κάθε περιστατικό, κάθε πράξη των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτή, δημιουργούν ένα καθοδικό σπιράλ αφήγησης, όπου κάθε του στροφή σηματοδοτείται από μία ακόμα εξοργιστική εξέλιξη, μέχρι να οδηγηθούμε με ταχύτητα και ορμή στον πάτο.
Είναι αργά το απόγευμα μιας καθημερινής και η Ιόλη Τσόλκα βρίσκεται στο κέντρο του μικρού αίθριου του INNOVATHENS στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Πίσω της ένα μεγάλο video wall και μπροστά της ένα ακροατήριο που βυθίζεται μαζί της στη δίνη που η ίδια έχει χτίσει λέξη-λέξη. Δεν είναι όμως μόνο οι λέξεις. Είναι οι κινήσεις, ο κατάλληλος επιτονισμός, οι παύσεις, οι εικόνες που εμφανίζονται στην οθόνη. Η Ιόλη είναι storyteller και digital marketeer, μία από τους τρεις καλεσμένους ομιλητές του επανακάμψαντος αθηναϊκού FuckUp Nights, ενός διεθνούς storytelling event που ξεκίνησε το 2012 από το Μεξικό, στο οποίο οι συμμετέχοντες μοιράζονται ιστορίες προσωπικής αποτυχίας.
«Η εμπειρία που εξιστόρησα με οδήγησε στο να δημιουργήσω μια δική μου επιχείρηση. Είναι μια ιστορία που με άλλαξε ως άνθρωπο. Μέσα από διάφορες προκλήσεις που αντιμετώπισα, αποφάσισα να εξελιχθώ και να προχωρήσω σε καινούργια κεφάλαια στη ζωή μου» λέει στο BHMAgazino: «Το να μοιράζομαι λέξεις, συναισθήματα, βιώματα μού υπενθυμίζει την ανθρώπινη φύση μου και την αξία που έχει η ευαλωτότητά μου».
Ήταν η πρώτη που άνοιξε των κύκλο των ομιλιών της βραδιάς και τη διαδέχθηκαν σε αυτή τη «σκυταλοδρομία αποτυχίας» ο Μάριος Ατζέμης και η Έρρικα Πρεζεράκου. Κάθε ομιλητής είχε στη διάθεσή του επτά λεπτά και μέσα σε αυτά κατάφεραν όχι μόνο να διηγηθούν μια επώδυνη προσωπική εμπειρία και πώς αυτή τούς μετέβαλε και τους καθόρισε, αλλά μέσα από τη συνολική παρουσία τους να μεταβάλουν τις διαστάσεις του χώρου: το νήμα των ιστοριών μάς έφερε πιο κοντά. Θέλαμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί το αφηγηματικό ταξίδι τους, ποιο θα ήταν το επόμενο «και τώρα;» που θα συνέχιζε την ιστορία τους.
Πες μου μια ιστορία
«Το storytelling είναι η αφήγηση επί σκοπώ, η αξιοποίηση δηλαδή των ιστοριών για να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους» εξηγεί η Αγγελική Κοσμοπούλου, ιδρύτρια του Story Μentor και Storytelling Coach, επιχειρώντας να δώσει έναν αδρό ορισμό του storytelling. Για εκείνη «είναι ο ισχυρότερος και πιο αυθεντικός κώδικας επικοινωνίας σε κάθε είδους σχέση, προσωπική ή επαγγελματική». Τη συναντώ λίγες ώρες πριν από την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου της με τίτλο «Πώς να πεις μια ιστορία» (εκδ. Λιβάνη), που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Free Thinking Zone. Κρίνοντας από όσα είπαν οι καλεσμένοι, αλλά και από τον κόσμο που συγκεντρώθηκε, το ερώτημα, που αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου, απασχολεί πολύ περισσότερους από όσους νομίζουμε.
Δεν πρόκειται για μόδα, μα για μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Η αφήγηση ιστοριών είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος και αν θέλουμε να ανατρέξουμε στην Ιστορία θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία των κοινωνιών μας. Από τις αρχαιότερες σωζόμενες τοιχογραφίες που υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκαν 64.000 χρόνια πριν και από τα ομηρικά έπη, μέχρι κάτι πολύ πιο καθημερινό, όπως ένα meme ή ένα haul video στο TikTok, η αφήγηση των ιστοριών είναι μια πρακτική που συγκροτεί κοινότητες, δημιουργεί δεσμούς, κατασκευάζει ταυτότητες, διαμορφώνει αξίες και πεποιθήσεις, σχηματοποιεί και μεταφέρει γνώση και αποτελεί οργανικό κομμάτι της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας γύρω μας. Η ικανότητά μας να αφηγούμαστε ιστορίες και να γοητευόμαστε από αυτές αποτέλεσε έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες για την εξέλιξή μας ως είδους. Όπως σημείωνε και ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι στο «Sapiens, μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου» (εκδ. Αλεξάνδρεια) σχετικά με τη δύναμη των ιστοριών: «Δεν θα πείσεις ποτέ ένα πίθηκο να σου δώσει την μπανάνα του με την υπόσχεση ότι θα λάβει απεριόριστες μπανάνες στον παράδεισο των πιθήκων».
Παρ’ όλα αυτά, η στροφή στην αφήγηση είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια, ειδικά όσο εντεινόταν ο «θόρυβος» των πληροφοριών που μας βομβαρδίζουν καθημερινά, αλλά και η αποσπασματικότητα με την οποία ερχόμασταν σε επαφή με αυτές. Μέσα σε ένα τέτοιο χάος ήταν αναμενόμενο να κέρδιζε την προσοχή μας μια ιστορία με την οποία θα μπορούσαμε να ταυτιστούμε ή ακόμα και θα μας ενέπνεε. Παράλληλα, το storytelling ευνοήθηκε από τον άμεσο και προσωποκεντρικό χαρακτήρα των κοινωνικών δικτύων και ήρθε ως μια απάντηση προς τις φορμαλιστικές παραλλαγές των αγώνων ρητορικής.
Η κυρία Κοσμοπούλου αντιλήφθηκε πόσο επιδραστικές μπορούν να γίνουν οι ιστορίες όταν ξεκίνησε να εργάζεται στον κοινωφελή χώρο. Μια ιστορία «που έχει επιλεγεί και διαμορφωθεί στοχευμένα για να υποστηρίξει έναν φορέα μπορεί να αλλάξει τις αντιλήψεις για ένα κοινωνικό ζήτημα ή να πείσει έναν χρηματοδότη να κάνει μια γενναία δωρεά». Σήμερα, τομείς όπως το μάρκετινγκ και η διαφήμιση εστιάζουν πλέον στο storytelling, ειδικά σε περιβάλλοντα φιλικά προς αυτό, όπως είναι το metaverse, προκειμένου να προωθήσουν υπηρεσίες, προϊόντα, μηνύματα ή ακόμα και ολόκληρες εκστρατείες. Μάλιστα, βρίσκεται στις πιο σημαντικές λίστες με τις τάσεις που οφείλουν να ακολουθήσουν εταιρείες και brands μέσα στο 2024. Παράλληλα, σημαντικές πτυχές της ενδοεταιρικής επικοινωνίας και κουλτούρας οργανώνονται γύρω από τις λειτουργίες της αφήγησης, προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού αλλά και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην εκπαίδευση και καθοδήγηση των νέων στελεχών.
Γιατί μας αρέσουν οι ιστορίες
Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το φανταστούμε: Ένα τυπικό επαγγελματικό meeting, μία ακόμα τυπική εταιρική παρουσίαση, κεφάλια που κοιτούν με απόγνωση τις διαφάνειες του ΡowerΡoint να περνούν. Ακόμα και οι πιο διασκεδαστικοί και εξοικειωμένοι με τέτοιες καταστάσεις ομιλητές δεν μπορούν να αναμετρηθούν με αυτό το ισοπεδωτικό αίσθημα βαρεμάρας, καθώς η μία διαφάνεια διαδέχεται την επόμενη. Οι αίθουσες συσκέψεων είναι εκεί που πεθαίνει η δημιουργικότητα και η φαντασία. Αν όμως ακόμα και οι πιο «στεγνές» πληροφορίες δίνονταν μέσα από το όχημα της αφήγησης τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, διότι ο εγκέφαλός μας θα λειτουργούσε διαφορετικά.
Όπως αναφέρει ο Ούρι Χασόν, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, «μια ιστορία είναι ο μοναδικός τρόπος για να ενεργοποιηθούν τμήματα του εγκεφάλου προκειμένου ο ακροατής να μετατρέψει την αφήγηση σε δική του ιδέα και εμπειρία». Κάθε φορά που ακούμε μια καλή ιστορία, δηλαδή μια ιστορία με πρωταγωνιστή, με επεισόδια, με λεπτομέρειες, με δημιουργική χρήση των εκφραστικών μέσων, η οποία κεντρίζει την προσοχή μας καθώς αναπτύσσεται σε ένα αφηγηματικό τόξο, τότε παράγονται στον εγκέφαλό μας κορτιζόλη, ντοπαμίνη και οξυτοκίνη. Γιατί έχει αυτό τόση σημασία; Η κορτιζόλη σχηματοποιεί και ισχυροποιεί τις αναμνήσεις μας – επομένως αυτό που ακούμε είναι πιο πιθανό να το συγκρατήσουμε. Η ντοπαμίνη βοηθά να ελέγχουμε τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις και να διατηρούμε έναν υψηλό βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής και, τέλος, η οξυτοκίνη συμβάλλει στη δημιουργία δεσμών με άλλα άτομα.
«Τα μάτια εστιάζουν στο πρόσωπο και την κίνηση, τα αφτιά συντονίζονται με τις λέξεις και τη χροιά, τα δάχτυλα ακουμπούν τις σελίδες της ιστορίας, η μύτη και το στόμα θυμούνται μυρωδιές και γεύσεις» περιγράφει ο Αλέξης Κομσέλης, ένας από τους διοργανωτές των FuckUp Νights στην Αθήνα, μεταφέροντας μια πολύ ζωντανή εικόνα για την αλληλοεπίδραση ανάμεσα σε ομιλητές και κοινό. «Ακούγοντας μια ιστορία, ξεδιπλώνεται η δική μας μέσα από αναμνήσεις» θα προσθέσει.
Υπάρχει «συνταγή» για μια καλή ιστορία;
«Το storytelling μού επιτρέπει να είμαι αυθεντική και όχι τέλεια» παραδέχεται η Ιόλη Τσόλκα. Η αυθεντικότητα είναι διαχρονικό ζητούμενο μιας καλής ιστορίας, ωστόσο η αναζήτησή της μετατρέπεται σε επιτακτική ανάγκη εν μέσω της ραγδαίας ανόδου της AI και του deepfake. Οχι τυχαία, το επίθετο «αυθεντικός» αναδείχθηκε σε λέξη της χρονιάς για το 2023 από το λεξικό Merriam-Webster. Aπό τη δική της πλευρά, η Αγγελική Κοσμοπούλου σημειώνει ότι «οι καλές ιστορίες συνδυάζουν ένα θέμα που αγγίζει το κοινό, ακόμα κι αν δεν το αφορά άμεσα, με συναίσθημα και μια καθαρή αφηγηματική δομή και συγκεκριμένο στόχο». Είναι δυνατόν κάποιος να αποκτήσει τις δεξιότητες ενός καλού αφηγητή, καθώς με μια απλή αναζήτηση μπορεί να βρει αρκετά σεμινάρια, διαδικτυακά ή διά ζώσης, πάνω στο storytelling. «Η τεχνική μαθαίνεται» θα εξηγήσει η κυρία Τσόλκα, για να προσθέσει όμως ότι η ίδια η πράξη της αφήγησης «θέλει ψυχή, αυθορμητισμό, συναίσθημα, δυναμική, εκφραστικότητα και την επιθυμία να συνδεθείς με τους άλλους».
Με αυτό συμφωνεί και η Αγγελική Κοσμοπούλου, η οποία μέσω του Story Μentor έχει διοργανώσει σεμινάρια και εκπαιδεύσεις πάνω στο storytelling. «Προϋπόθεση για να μάθεις είναι να θέλεις να εκπαιδευτείς και, κυρίως, να θέλεις να μοιραστείς τις ιδέες σου με τον κόσμο» λέει στο BHMAgazino. «Η ανάγκη να επικοινωνήσουμε είναι αυτή που ανοίγει τον δρόμο. Εάν έχουμε την ανάγκη, ο τρόπος βρίσκεται» συμπληρώνει. Με αρχικό γνώμονα την επιθυμία να ακουστούν φωνές και ιστορίες που μένουν στην αφάνεια, αυτή τη στιγμή μαζί με τον master voice coach Κωστή Σφυρικίδη συστηματικά σχεδιάζουν και υλοποιούν προγράμματα τα οποία «αναδεικνύουν ζητήματα που δεν έχουν τη θέση που τους αρμόζει στον δημόσιο διάλογο, προάγοντας την κοινωνική συνοχή και την ισότητα».
Πού θα πεις τις ιστορίες σου;
Έχεις μια ιστορία, θες να τη μοιραστείς και ξέρεις πώς να το κάνεις. Ωραία, σε ποιους θα την αφηγηθείς; Είναι το τελευταίο μα πιο βασικό ερώτημα όταν μιλάμε για storytelling. Δεν υπάρχει ιστορία αν δεν υπάρχουν αφτιά να την ακούσουν.
Η κοινότητα του storytelling μεγαλώνει, αναπτύσσει δεξιότητες και δοκιμάζει τεχνικές σε σεμινάρια, εκδηλώσεις ή ακόμα και διαγωνισμούς, όπως π.χ. είναι το Xpress it. Ο Αλέξης Κομσέλης, εξηγώντας τη φιλοσοφία πίσω από τα FuckUp Nights, επισημαίνει πόσο σημαντικό είναι «να μιλάμε για την αποτυχία και να διδασκόμαστε από αυτή». Για τον ίδιο, άλλωστε, ναι μεν είναι ωραία τα παραμύθια της επιτυχίας, αλλά «πολύ πιο χρήσιμες είναι οι ιστορίες αποτυχίας».
Σε μια διαφορετική κατεύθυνση, το Story Μentοr διοργάνωσε πριν από μερικούς μήνες στο Ωδείο Αθηνών το «Good Stories Summit», «μια συνάντηση», θα εξηγήσει η Αγγελική Κοσμοπούλου, «μέσα από την οποία γνωρίσαμε ανθρώπους από την κοινωνία των πολιτών, την επιχειρηματικότητα, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, οι οποίοι παρουσίασαν ζωντανά ιστορίες με θετικό αντίκτυπο και ανέδειξαν ήρωες και ηρωίδες που ζουν και δρουν κοντά μας, συχνά χωρίς να τους γνωρίζουμε».
Η εικόνα ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά μας και αφηγείται μια ιστορία είναι μια εικόνα αναλλοίωτη μέσα σε αυτό το συναρπαστικό, γεμάτο επιτεύγματα και καταστροφές, ταξίδι της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει κάτι μαγικό πάνω της· το αντίθετο. Είναι ένα στιγμιότυπο από την τελευταία ρωμαλέα γραμμή άμυνας απέναντι στη φθορά. Μια πράξη αντίστασης απέναντι στο σαρωτικό πέρασμα του χρόνου. Η ύστατη απόδειξη ότι συλλογικά υπήρξαμε.