Μπαίνουµε στο θέατρο, καθόµαστε στις θέσεις µας. Είναι µία από τις σκηνές που άρχισαν να χτίζονται τη δεκαετία του ’80 σε παλιές αποθήκες, παλιά εργοστάσια, παλιά µηχανοστάσια, σε κάτι απαραιτήτως παλιό. Μυρίζουν υγρασία και µούχλα. Εχουν τις ευτελείς καρέκλες-πολυθρόνες που έπειτα από µισή ώρα καθισιού αρχίζει να πονάει ο πισινός σου. Και που αν ο κύριος που κάθεται στην άλλη άκρη της αίθουσας ξύσει ελαφρώς το αφτί του η δόνηση µεταφέρεται σε όλη τη σειρά. Αν, δε, είναι λίγο πιο ψηλός από εσένα που κάθεσαι πίσω του, την παράσταση δεν τη βλέπεις, την ακούς – σαν το «Θέατρο στο ραδιόφωνο» ένα πράγµα.
Στα ανήσυχα νιάτα μας τέτοιες αίθουσες τις προτιμούσαμε γιατί τις θεωρούσαμε εστίες διανόησης. Εχω περάσει άπειρες ώρες βασανιστηρίων εκεί μέσα, έχω υπομείνει κι εγώ, όπως αρκετοί συνομήλικοί μου, πολλά για χάρη της τέχνης. Σήμερα απορώ με τις αντοχές μας, όταν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση στηρίζαμε το εν Ελλάδι θέατρο. Γιατί και τρίωρες και τετράωρες παραστάσεις είχαμε παρακολουθήσει… όρθιοι στο ένα πόδι. Και μονολόγους και αυτοσχεδιασμούς και μεγάλους κλασικούς και «καταραμένους» συγγραφείς και δήθεν συγγραφείς και ακόμη πιο δήθεν σκηνοθέτες. Ημασταν γενναίοι!
Τώρα πια, αν η διάρκεια του θεατρικού έργου υπερβαίνει τη μιάμιση ώρα, αρχίζω να λιποψυχώ και να δυσανασχετώ. Στο τέλος της παράστασης, όλο και πιο δύσκολα σηκώνομαι από την άβολη καρέκλα. Φοβάμαι πως κάποια στιγμή θα καλέσουν το ΕΚΑΒ για να με απομακρύνει μπροστά στα υποτιμητικά βλέμματα των άλλων θεατών («ο φουκαράς, φάνηκε ανάξιος της υψηλής κουλτούρας που του παρείχαν!») και με τους γιατρούς να αποφαίνονται: αγκύλωση ή πνευμονία.
Βρέθηκα όμως ξανά σε ένα τέτοιο επικίνδυνο θέατρο τις προάλλες. Και ένιωσα όπως νιώθω ως πελάτης σε απεριποίητο και βρώμικο ταξί. Πως σε αυτή την «κούρσα», για την οποία είχα πληρώσει και 18 ευρώ, δεν ήθελα να συμμετέχω. Ούτε αν μου την πρόσφεραν τζάμπα θα την ήθελα. Για χάρη της τέχνης την έκανα και πάλι τη θυσία: Στριμωγμένος μαζί με (περίπου) εκατό ηρωικούς θεατές σε πάγκους έτοιμους να διαλυθούν, ένιωσα την υγρασία να πιρουνιάζει τα μέλη μου, ανέπνευσα μπόλικη σκόνη και θυμήθηκα τα νιάτα μου. Θυμήθηκα κυρίως μια παράσταση που είχαμε δει με τη Μυρτώ σε μια τέτοια κουλτουροσκηνή, όπου σαν να μην έφταναν ο εγκλεισμός στον μίζερο χώρο και τα ακατάλληλα καθίσματα, κάποια στιγμή οι πρωταγωνιστές έριξαν στουπιά με πετρέλαιο σε ένα βαρέλι και άναψαν φωτιά. Κοντέψαμε να σκάσουμε.
Την ίδια ασφυξία ένιωσα και τώρα. Και σκέφτηκα πόσο προσβλητικό είναι να υπάρχουν ακόμη τέτοιοι χώροι. Δεν περιμένω να βρω το Microsoft Theater του Λος Αντζελες στην Κυψέλη, στα Εξάρχεια ή στις Κουκουβάουνες, όμως για όνομα του Θεού, δεν μπορεί να σε καθίζουν ακόμη στις ίδιες ξεχαρβαλωμένες (από τότε) καρέκλες που σε κάθιζαν πριν από σαράντα χρόνια!