Κάτι ο καιρός που άρχισε να ανοίγει, κάτι η θερμοκρασία που ανεβαίνει, κάτι το καλοκαίρι που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, κάτι το μυαλό μου που ό,τι θέλει κατεβάζει, τις προάλλες ξύπνησα έχοντας έντονη τη διάθεση για γκασπάτσο. Και επειδή δεν γνώριζα κάποιο εστιατόριο που να το περιλαμβάνει στο μενού του, αποφάσισα να το φτιάξω εγώ. Εχουμε και λέμε: Για τέσσερις ντομάτες Κρήτης (ακριβώς τέσσερις), δύο μικρά αγγουράκια (ένα χρειαζόμουν, αλλά πώς να ζητήσεις ένα μόνο αγγουράκι σε ελληνικό μανάβικο χωρίς να σε πάρουν για τρελό;), δύο μικρά κρεμμύδια, ένα κεφάλι σκόρδο (μία σκελίδα χρειαζόμουν) και δύο πράσινες πιπεριές έδωσα 8,5 ευρώ. Μία ημέρα πριν είχα αγοράσει ωραιότατη μπλούζα με στάμπα, 100% βαμβακερή, προς 15 ευρώ. Κοντολογίς, εδώ που φθάσαμε και έτσι όμως διαμορφώνεται η οικονομική κατάσταση, συμφέρει να αγοράζεις μπλούζες, που σου μένουν κιόλας και που θα τις φοράς για χρόνια, παρά ζαρζαβατικά. Δυστυχώς δεν μπορείς και να τις μαγειρέψεις τις μπλούζες για να χορτάσεις την πείνα σου. Επειτα από μερικές ημέρες πήγα ξανά στο σουπερμάρκετ και για ελάχιστα πράγματα, που όλα ήταν απολύτως απαραίτητα για τη μετρημένη και συντηρητική καθημερινότητά μου, έδωσα περισσότερα από 80 ευρώ. Τα αθλητικά παπούτσια που αγόρασα στις εκπτώσεις και που έκτοτε τα φοράω και πετάω (όπως έλεγε μια παλιά διαφήμιση) μου κόστισαν 60 ευρώ (με 50% έκπτωση). Δυστυχώς ούτε οι σόλες τρώγονται, αλλιώς θα τις προτιμούσα από τα πανάκριβα κατεψυγμένα μπιφτέκια που αγόρασα και που είχαν γεύση σόλας. Αν κάποτε τραγουδούσαμε «είμαι κεφάτη/ος, γυρίζω απ’ του Βερόπουλου», για να θυμηθώ έτερο ιστορικό διαφημιστικό σποτάκι, σήμερα κάθε επίσκεψη στο σουπερμάρκετ είναι ένα νέο σοκ, μια νέα αιτία για να πέσεις σε κατάθλιψη. Το κατεψυγμένο φιλέτο ψαριού που κόστιζε 6 ευρώ ανά συσκευασία ξαφνικά πήγε στα 10 ευρώ. Τόσο μεγάλη διαφορά; «Φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία» είπε η ταμίας. Ομως, δεν είχα ζητήσει ούτε φυσικό αέριο ούτε πετρέλαιο, ψάρι, και μάλιστα κατεψυγμένο, ζητούσα! Κούνησε εκείνη το κεφάλι της με νόημα, κούνησα το κεφάλι μου κι εγώ και έβγαλα τη χρεωστική κάρτα από το πορτοφόλι. «Κερδίσατε ένα κουπόνι!» μου ανακοίνωσε πασίχαρη. Μα τι ανέλπιστη χαρά ήταν αυτή; Ηρθαν στο μυαλό μου (γιατί άραγε;) τα «κουπόνια αγοράς τροφίμων» που διάβαζα πως έδιναν στους εξαθλιωμένους Αθηναίους κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Τι άλλο τρώγαμε στην Κατοχή; Τα χαρούπια. Είναι τυχαίο που εσχάτως επανήλθαν στη μόδα ως υπερτροφή; Πάντως το γκασπάτσο το έκανα και το κατευχαριστήθηκα. Το συνόδευσα με παξιμαδάκια χαρουπιού. Την ώρα που το απολάμβανα μπροστά στην τηλεόραση χαμήλωσε για δευτερόλεπτα η τάση του φωτιστικού. Ο,τι έλειπε για να μεταφερθώ νοερά στη δεκαετία του ’40 (ελληνική εκδοχή του «Outlander») ήταν μια διακοπή ρεύματος. Αφουγκράστηκα, μήπως και ακούγονταν από μακριά σειρήνες. Λίγο μετά χτύπησαν το κουδούνι μου. Κάτι καλοί άνθρωποι μου είχαν στείλει χόρτα από την Τήνο. Καλοδεχούμενα, γιατί και αυτά ανατιμημένα τα είδα στον μανάβη της γειτονιάς. Ελπίζω μόνο, στα χρόνια που έρχονται, να μη χρειαστεί να μου στέλνει ρούχα και η UNRRA…
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος