Εως τις 19 Μαρτίου θα φιλοξενείται στο Μέγαρο Λυκιαρδόπουλου (Αμαλίας 36) η ατομική έκθεση με τίτλο «In Between», όπου ο εικαστικός Ιάσων Βενετσανόπουλος παρουσιάζει ένα νέο σύνολο έργων: μεγάλους καμβάδες, δημιουργίες από μελάνι σε χειροποίητο χαρτί, καθώς και μια σειρά ζωγραφικών έργων πάνω σε μέταλλο, τα οποία φλερτάρουν με τη γλυπτική. Παράλληλα, ο καλλιτέχνης συστήνεται εκτός από ζωγράφος και ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, εισάγοντας και αυτή του την ιδιότητα στο έργο του, και πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δύο πλευρές του συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται. Ετσι, η έκθεση πλαισιώνεται και από δρώμενα (workshops) που σχετίζονται με την ψυχοθεραπεία και τη σχέση της με την τέχνη. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο iasonvenz.com/inbetween.
Κύριε Βενετσανόπουλε, αποφοιτήσατε από το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και σας γνωρίζαμε ως εικαστικό. Πότε και γιατί αποφασίσατε να γίνετε σύμβουλος ψυχικής υγείας;
«Αυτό ήταν και για εμένα μια έκπληξη. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στην Καλών Τεχνών άρχισα να αναζητώ τρόπο για να σταθώ επαγγελματικά ως ζωγράφος στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εκείνα τα χρόνια ξεκίνησα παράλληλα την προσωπική μου θεραπεία. Μετά από πέντε χρόνια, έχοντας αγαπήσει την ψυχοθεραπεία, θέλησα να κάνω και σχετικές σπουδές, επιθυμώντας να καταλάβω ακόμα καλύτερα τι συμβαίνει και πώς λειτουργεί. Μέχρι και τότε δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι αυτό θα με απασχολούσε επαγγελματικά. Μονάχα όταν έκανα τις πρώτες μου συνεδρίες ως εκπαιδευόμενος αντιλήφθηκα το μέγεθος του ενθουσιασμού που μου προκαλούσε, το πάθος και την αγάπη που ένιωθα για αυτή τη δουλειά. Κάτι αντίστοιχο μονάχα η ζωγραφική μού προκαλεί».
Πώς έχουν αλληλεπιδράσει οι δύο ιδιότητές σας;
«Οι δύο ιδιότητές μου αφορούν τη συνάντηση. Στη μια περίπτωση συναντώ τον εαυτό μου μέσα από ένα τελάρο, στη δεύτερη περίπτωση συναντώ τον θεραπευόμενο και αυτός τον εαυτό του μέσα από εμένα. Ετσι, αν και οι ιδιότητες αυτές είναι διαφορετικές, ο τρόπος με τον οποίο τις προσεγγίζω είναι κοινός. Και στα δύο καλούμαι να είμαι αυθεντικός και ειλικρινής, να δείξω εμπιστοσύνη και αποδοχή για ό,τι εμφανιστεί. Είμαι ανοιχτός να ακολουθήσω την απρόσμενη κατεύθυνση που φέρνει η επαφή με τη ροή».
Πείτε μας λίγα λόγια για την απόφαση να «παντρέψετε» τις δύο δραστηριότητές σας στην έκθεση «In Between».
«Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα τις σπουδές μου πάνω στη συμβουλευτική, άρχισε και η σταδιακή συσχέτιση των δύο αυτών δραστηριοτήτων μου, και η αλήθεια είναι ότι μου πήρε χρόνια να καταλάβω το πώς σχετίζονται. Μετά από έξι χρόνια αποφάσισα ότι αυτή η σχέση έχει ωριμάσει επαρκώς ώστε να αποτελέσει αντικείμενο έκθεσης και να μπορέσω έτσι να την εξετάσω εις βάθος, προσκαλώντας στον προβληματισμό αυτόν και τους επισκέπτες».
Η τέχνη λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά; Ποια είναι η γνώμη σας για πρωτοβουλίες σαν την πολιτιστική συνταγογράφηση;
«Η πρωτοβουλία της πολιτιστικής συνταγογράφησης είναι μια εξαιρετική αρχή. Ως ζωγράφος και σύμβουλος ψυχικής υγείας πιστεύω σε μια πιο ολιστική, συμπεριληπτική αντίληψη του ανθρώπου. Συμβαδίζοντας και με τη δυτική ιατρική, επικροτώ και συμφωνώ με κάθε πρωτοβουλία που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σφαιρικά».
Τι τραύματα θεωρείτε ότι άφησε πίσω της η πανδημία και δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη;
«Η πανδημία υπήρξε τραυματική, καθώς προκλήθηκε κυριολεκτικός θάνατος και ήρθε στην επιφάνεια ο φόβος του βιολογικού τέλους. Ο περιορισμός που ακολούθησε δημιούργησε μια αίσθηση ανελευθερίας και μοναξιάς, καθώς αποκλείστηκαν οι διαφυγές – η αποσυμπίεση του καθενός μας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τονιστούν τα τραύματα που ο καθένας μας ήδη έφερε και δεν τα είχαμε συνειδητοποιήσει. Ετσι, χωρίς να είναι προφανές το γιατί, νιώσαμε σε πολλές περιπτώσεις φόβο, αγωνία, οργή και βιώσαμε κατάθλιψη ή κρίσεις πανικού. Αυτά είναι συναισθήματα και καταστάσεις που μπορεί να είχαμε ήδη μέσα μας και η πανδημία να τα ενεργοποίησε. Ο περισσότερος κόσμος στράφηκε έτσι στην ψυχοθεραπεία για την αντιμετώπιση και κατανόηση του εαυτού του, μια μετακίνηση που πιθανότατα ωρίμασε και εξέλιξε διαφορετικά τον καθένα μας».
Ποιοι καλλιτέχνες, από οποιοδήποτε πεδίο, έχουν ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή και στην τέχνη σας;
«Στη δουλειά μου με έχει επηρεάσει ένα εύρος καλλιτεχνών. Στη ζωγραφική ο Σαγκάλ για την αφήγησή του, o Κλέε με τις γραμμές του, ο Μπέικον για την εμπιστοσύνη στο ένστικτό του, ο Ματίς με τα σχήματά του και το χρώμα του, ο Γκόγια με τους μύθους του και πολλοί άλλοι. Το σινεμά έχει επίσης επηρεάσει τη ζωή μου και την τέχνη μου. Ο Φελίνι με το χιούμορ του και τον σουρεαλισμό του, ο Ταρκόφσκι με την ποίηση και ο Μιγιαζάκι με την αστείρευτη φαντασία του. Τέλος, επιδραστικές για εμένα έχουν υπάρξει επιπλέον οι σπηλαιογραφίες, καθώς και η, διαφόρων ειδών, πρωτόγονη τέχνη».
Εχετε ζήσει στην Ινδονησία και στην Κίνα. Πείτε μας λίγα λόγια για τις εμπειρίες σας εκεί.
«Η Ινδονησία υπήρξε για εμένα η συνειδητή μου επιλογή να πάρω απόσταση από ό,τι μέχρι τότε γνώριμο για εμένα, θέλοντας μέσα από αυτό να ακούσω εμένα, να με καταλάβω, να με βρω. Εκεί έζησα οκτώ μήνες, ζωγραφίζοντας και γνωρίζοντας ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου. Η Ινδονησία και το τροπικό της κλίμα επηρέασαν αρκετά το χρώμα μου, ειδικά στα πρώτα μου έργα, που χαρακτηρίζονται από τα καθαρά έντονα χρώματα. Η Κίνα υπήρξε μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Ταξίδεψα δύο φορές – από έναν μήνα την κάθε φορά – με στόχο να ζήσω εκεί, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Η επιθυμία αυτή είχε ως αφετηρία το γεγονός ότι αγαπώ την ανατολίτικη σκέψη του Τάο και του Ζεν. Προφανώς ερχόμενος σε επαφή με μια σύγχρονη Κίνα, συνάντησα έναν πλούτο εικόνων, νέων και ξένων για εμένα. Και οι δύο χώρες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που ζωγραφίζω και στην ανάπτυξη του χαρακτήρα μου, με έναν όχι τόσο προφανή, αλλά υπόγειο τρόπο».
Είχατε καθηγητή τον Κυριάκο Κατζουράκη. Τι σήμαινε για εσάς η απώλειά του;
«Η τελευταία φορά που συνάντησα τον Κατζουράκη ήταν στην υπέροχη αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Κατζουράκης από νωρίς με στήριξε και με άφησε, με εμπιστεύτηκε, να διερευνήσω το προσωπικό μου ύφος. Αυτή του η εμπιστοσύνη υπήρξε σημαντική στα πρώτα μου βήματα. Με το πέρας της αναδρομικής του έκθεσης έκλεισε για εμένα και ο κύκλος της σχέσης μας. Η απώλειά του με έφερε αντιμέτωπο με μια αίσθηση ενηλικίωσης. Ο καθηγητής αποχωρεί και καλούμαι εγώ να δω πώς θα σταθώ ως καλλιτέχνης της επόμενης γενιάς».