Οταν έχεις περάσει τα 40, µόλις φθινοπωριάζει κι αρχίζει να κάνει κρύο πάντα συνειδητοποιείς πως έχει φύγει ακόµη ένας χρόνος και ότι µεγάλωσες. Τα πρωινά του Σαββάτου οι πονοκέφαλοι είναι κανόνας κι ας µην έχεις ξενυχτήσει, όπως κάποτε, το βράδυ της Παρασκευής. Την Κυριακή νοµίζεις ότι ο χρόνος έχει σταµατήσει και πως κινείσαι µέσα σε µια αχρονικότητα: το γεγονός ότι δεν έχεις να κάνεις κάτι περισσότερο σε προβληµατίζει παρά το χαίρεσαι. Κάθε πονόδοντος νοµίζεις ότι είναι λόγος για να βγάλεις το δόντι µόνος σου. Νευριάζεις πλέον πανεύκολα, ακόµη και µε ασήµαντα πράγµατα, για παράδειγµα µε κάποιον που µιλάει στο κινητό ενώ µοιράζεστε το ίδιο ταξί. Τα γόνατα πονάνε και δεν βρίσκεις ποτέ χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου. Νιώθεις την αλλαγή του καιρού στις κλειδώσεις σου. Οι σκάλες είναι όλες ένας Γολγοθάς και το ασανσέρ πάει µόνο του(!) σε λάθος ορόφους. Γκρινιάζεις. Δεν βλέπεις πια πολύ καλά και νοµίζεις ότι δεν ακούς και καλά. Κυρίως ξεχνάς. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό ότι πλησιάζεις (αν δεν είσαι ήδη) σε αυτό που λέµε «µέση ηλικία».
Στην αρχή, όταν διαπιστώνεις πόσο εύκολα ξεχνάς, βρίσκεις το πράγμα χαριτωμένο. Ξεχνάς τα γυαλιά και τα κλειδιά. Ξεχνάς το φλας του αυτοκινήτου ενώ έχεις ήδη παρκάρει. Ξεχνάς ονόματα ηθοποιών και λες συνέχεια: «Πώς τον λένε εκείνον που…». Ξεχνάς ονόματα ταινιών και βιβλίων που σου άρεσαν. Ξεχνάς το κινητό σου στο σπίτι και αισθάνεσαι σαν τον Τζον Γουέιν που κυκλοφορεί άοπλος σε ταινία γουέστερν. Ξεχνάς αναμμένα τα φώτα του σπιτιού, ξεχνάς ονόματα και διευθύνσεις – γελάς και δεν προβληματίζεσαι. Βρίσκεις ευκαιρίες να το πεις και στους φίλους σου, που αν είναι συνομήλικοι σε καταλαβαίνουν γιατί κι αυτοί ξεχνάνε.
Οσο περνάει ο καιρός όμως όλα γίνονται λιγότερο χαριτωμένα. Ξεχνάς ραντεβού που έχεις στο πρόγραμμα. Ξεχνάς επετείους και γιορτές που θα έπρεπε να θυμάσαι. Ξεχνάς επαγγελματικές υποχρεώσεις και υποσχέσεις. Ξεχνάς να βάλεις βενζίνη μολονότι το λαμπάκι είναι αναμμένο. Ολοι όσοι αντιμετώπιζαν με κατανόηση τη δυσκολία σου να θυμηθείς αρχίζουν να πιστεύουν σιγά-σιγά ότι το κάνεις επίτηδες. Δεν το κάνεις επίτηδες, αλλά δεν μπορείς και να εξηγήσεις τι διάβολο σου συμβαίνει ξαφνικά. Ο λαός «μπορεί να μην ξεχνά», αλλά εσύ ξεχνάς ολοένα και περισσότερο οτιδήποτε – σημαντικό ή ασήμαντο. Ανησυχείς και το βρίσκεις εκνευριστικό – αλλά κατά βάθος αυτή η νέα κατάσταση δεν είναι παρά ένα απλό σήμα συναγερμού που σου θυμίζει ότι πρέπει να ασχοληθείς με τον εαυτό σου αφήνοντας κατά μέρος τα πάρα πολλά ασήμαντα. Στο μυαλό σου δεν υπάρχει χώρος πια.
Η απώλεια μνήμης είναι κατά βάθος μια παράξενη άμυνα του οργανισμού σου. Μια εκνευριστική άμυνα, αλλά πάντως άμυνα. Είναι ένα είδος φίλτρου που έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής σου για να σε διευκολύνει στις εκτιμήσεις σου: αφού περάσεις το αρχικό σοκ, μαθαίνεις να θυμάσαι – πράγμα σημαντικότερο από το να μην ξεχνάς. Πιέζεις τον εαυτό σου να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι προτεραιότητες, τι αξίζει και τι δεν αξίζει. Με τον καιρό μαθαίνεις να εστιάζεις, δεν ξοδεύεις την προσοχή σου στα ασήμαντα, μαθαίνεις και να παρακολουθείς καλύτερα. Κυρίως αυτή η απώλεια μνήμης σε βοηθά, κατά κάποιον τρόπο, να κάνεις μια επανεκκίνηση – ένα restart.
Κρατάς από το μακρινό σου παρελθόν ό,τι σου χρειάζεται. Τα παιδικά σου χρόνια τα κάνεις πιο γλυκά. Θυμάσαι από το σχολείο μόνο ωραία πράγματα. Αισθάνεσαι την ανάγκη να γυρίσεις πίσω όχι παρακινημένος από τη νοσταλγία, αλλά από την ανάγκη να ανασυνθέσεις την ίδια τη δική σου πραγματικότητα. Κυρίως μπορείς να λειτουργείς χωρίς να θυμάσαι απογοητεύσεις, απορρίψεις, λάθη ασυγχώρητα και φόβους ανομολόγητους: όλα αυτά τα ‘χεις ξεχάσει και δεν σε βασανίζουν πια. Και όχι μόνο: χάρη στο γεγονός ότι ξεχνάς μπορείς να ξαναδείς ταινίες που έχεις δει και δεν θυμάσαι, να διαβάσεις βιβλία που διάβασες και έχεις ξεχάσει, να επιστρέψεις σε περιοχές την ανάμνηση των οποίων ίσα-ίσα έχεις καταγράψει στο βάθος του μυαλού σου. Και να τα ξαναχαρείς όλα σαν να είναι η πρώτη φορά.
Αν αρχίσεις να ξεχνάς, τα ξεχνάς σιγά-σιγά όλα. Είναι σαν να έχεις πάρει το σφουγγάρι και να σβήνεις ό,τι είναι γραμμένο στον μαυροπίνακα. Μη σε φοβίζει αυτό – να σκέφτεσαι μόνο τι μπορεί να γράψεις. Η απώλεια μνήμης είναι μια γλυκιά κατηφόρα, μια υπέροχη τσουλήθρα προς την ευτυχία που χαρίζει η νιρβάνα της έλλειψης ενοχών. Ξεχνάς τι σ’ αρέσει και τι δεν σ’ αρέσει, γιατί είπες κάτι ή γιατί δεν το είπες, τι πρέπει να κάνεις και τι έπρεπε να κάνεις. Αν δεν είσαι μελό, παρασύρεσαι από τον μόνο σταθερό και αλάνθαστο παρονομαστή που είναι η αγάπη – οι μεσήλικοι αγαπούν γιατί δεν ξέρουν άλλο κριτήριο επιλογής και γιατί ετοιμάζονται να γίνουν παππούδες. Οι παππούδες αγαπούν ακόμη πιο πολύ γιατί η αγάπη είναι η απόδειξη ότι δεν σπατάλησαν τη ζωή τους: στην αντίθετη περίπτωση, γίνονται απλά «στραβόξυλα».
Μέχρι ωστόσο να γίνεις παππούς οφείλεις να διασκεδάσεις τη φθορά που διαπιστώνεις κάθε φθινόπωρο. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Είναι τελείως φυσιολογική και οφείλεις να βρεις τρόπο να την εκμεταλλευτείς χωρίς να κάνεις τους άλλους να αγανακτούν μαζί σου. Ξεχνάς; Ε, και λοιπόν; Και όταν θυμόσουν, τι καλύτερο έκανες; Και τι καλύτερο θα μπορούσες να κάνεις αν θυμόσουν κάθε λάθος σου; Μήπως θα μπορούσες να γυρίσεις πίσω να το διορθώσεις; Ούτε γι’ αστείο.