«Αν δεν δώσεις μάχη, δεν πας πουθενά». Το απόφθεγμα της Κριστιάν Ντερός Νομπλκούρ (1913-2011) προέρχεται από μια μακρά ζωή πεισματώδους αγώνα ενάντια στις συμβάσεις της κοινωνίας και στις αντιξοότητες της εποχής: η μεγάλη κυρία της γαλλικής αρχαιολογίας υπήρξε περιπετειώδης χαρακτήρας που συγκρούστηκε με το ανδροκρατικό κατεστημένο της αιγυπτολογίας, αντιστάθηκε έμπρακτα στους ναζί, ηγήθηκε μιας παγκόσμιας εκστρατείας για τη διάσωση αρχαιοτήτων ανυπολόγιστης αξίας που επρόκειτο να βυθιστούν κάτω από τα νερά του φράγματος του Ασουάν σε μια στιγμή που η προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς διέλαθε ακόμη της προσοχής της κοινής γνώμης.
Ευφραδής, ισχυρογνώμων, εργατική, μεθοδική, πλήρης αυτοπεποίθησης, όπως αναδύεται από την πρόσφατη βιογραφία της Λιν Ολσον με τίτλο «Empress of the Nile. The Daredevil Archaeologist who Saved Egypt’s Ancient Temples from Destruction» (εκδ. Random House), η Κριστιάν Ντερός χάραξε μια μοναδική πορεία στα χρονικά της σύγχρονης επιστήμης.
Aντίκρισε για πρώτη φορά το μεγαλείο της αρχαίας Αιγύπτου στις σελίδες του περιοδικού «L’Illustration» το 1922: οι φωτογραφίες από τον τάφο του Τουταγχαμών τη γοήτευσαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθορίσουν το μέλλον της. Αποφοιτώντας το 1930 από το Λύκειο Μολιέρ, συνδύασε τις σπουδές στη Σορβόννη με μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου. Η κλίση της αναγνωρίστηκε σύντομα.
Σε ηλικία μόλις 24 ετών, το 1937, συμμετείχε στην ανασκαφή της Ντέιρ ελ Μεντίνα, τόπου διαμονής των εργατών και των τεχνιτών που ανοικοδόμησαν τους μνημειακούς τάφους της περίφημης Κοιλάδας των Βασιλέων στα χρόνια του Νέου Βασιλείου (περίπου 1550-1069 π.Χ.). Την επόμενη χρονιά διορίστηκε από τη γαλλική κυβέρνηση σε ερευνητική θέση στο Ινστιτούτο Ανατολικής Αρχαιολογίας (IFAO) στο Κάιρο, μια από τις πιο περιζήτητες για νέους αρχαιολόγους, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών από τους άνδρες συναδέλφους της που ισχυρίστηκαν κατά σειρά ότι «μια γυναίκα δεν μπορεί ποτέ να αναλάβει το ιερό λειτούργημα του αιγυπτολόγου»· ότι «μια γυναίκα ήταν αδύνατον να ζήσει (…) στις δύσκολες συνθήκες μιας ανασκαφής»· ότι δεν θα μπορούσαν πλέον να προσέρχονται στο πρωινό «με τις πιτζάμες». «Τι φοβάστε, κύριοι; Δεν θα σας βιάσει η δεσποινίς Ντερός» τους είπε απηυδισμένος ο διευθυντής του Iνστιτούτου. Τελικά, η παρουσία της στην ανασκαφή της Εντφου αποδείχθηκε καταλυτική, οδηγώντας στο μείζον εύρημα του τάφου της Σεχσεσέτ, συζύγου μείζονος κυβερνητικού παράγοντα, η οποία έζησε γύρω στο 2200 π.Χ.
The Monuments Woman
Την ανοδική πορεία της θα διέκοπτε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στα τέλη Αυγούστου του 1939 ο διευθυντής του Λούβρου Ζακ Ζοζάρ την κάλεσε με πλήρη μυστικότητα και της αποκάλυψε ότι το μουσείο εκκενωνόταν λόγω της επικείμενης τότε γερμανικής επίθεσης στην Πολωνία. Υπό το φως φορητών λαμπτήρων, ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί από τους περαστικούς, η Κριστιάν και η ομάδα της συσκεύασαν σε 389 κιβώτια το σύνολο της αιγυπτιακής πτέρυγας προκειμένου να σταλούν για φύλαξη στους διάσημους πύργους της Λουάρ στον γαλλικό Νότο. Εμειναν εκεί έως τη γερμανική εισβολή, τον Μάιο του 1940, όταν η ναζιστική προέλαση επέβαλε την εκ νέου μεταφορά τους, αυτή τη φορά σε μια περιοχή κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Με κίνδυνο της ζωής της, υπό τα πολυβόλα των Stukas, εν μέσω χιλιάδων προσφύγων που κατέκλυζαν τους δρόμους, η Κριστιάν έφερε σε πέρας την αποστολή.
Επιστρέφοντας στο κατεχόμενο Παρίσι, δέχθηκε την πρόταση ενός συναδέλφου να ενταχθεί στην εκκολαπτόμενη Αντίσταση. Η ομάδα τους τύπωνε φυλλάδια και προκηρύξεις, οργάνωνε μυστικά δίκτυα διαφυγής στην Ισπανία, εξέδιδε τη «Résistance», την πρώτη γαλλική αντιστασιακή εφημερίδα. Τον Δεκέμβριο του 1940 συνελήφθη από τους Γερμανούς ενώ μετέφερε ένα μήνυμα. Τους αντιμετώπισε αγέρωχα: «Eίναι τρόπος αυτός να δέχεστε μια γυναίκα, με τα πόδια πάνω στο τραπέζι;» σχολίασε όταν την παρουσίασαν στους ανακριτές της. Αφέθηκε ελεύθερη, αλλά το δίκτυό της εντοπίστηκε και διαλύθηκε το 1941.
Παντρεύτηκε τον μηχανικό Αντρέ Νομπλκούρ το 1942 (αφού πρώτα του ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την αρχαιολογία) και έγινε μητέρα ενός αγοριού. Μετά την Απελευθέρωση ρίχτηκε στη δουλειά. Μόνιμη πλέον έφορος αιγυπτιακών αρχαιοτήτων στο Λούβρο, συμμετείχε στην ανακαίνιση που κράτησε έως το 1947 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας κέρδισε έναν διορισμό που για πολιτικούς όσο και για έμφυλους λόγους έκανε πάταγο – αυτόν της διευθύντριας ενός νέου Κέντρου Τεκμηρίωσης και Μελέτης Αρχαιοτήτων (Centre des Études et de Documentation d’ Archéologie Égyptienne – CEDAE) στο Κάιρο.
Το «θαύμα» του Ασουάν και ο King Tut στο Παρίσι
Στη δεκαετία του ’50 η Αίγυπτος του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ ταλαντευόταν μεταξύ των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου. Με όνειρο τη δημιουργία ενός γιγάντιου φράγματος στο Ασουάν προκειμένου να εξασφαλίσει άφθονη υδροηλεκτρική ενέργεια και την αποτελεσματική άρδευση των παρακείμενων εύφορων εδαφών του Νείλου, ο ισχυρός άνδρας της χώρας διαπραγματεύθηκε τη χρηματοδότησή του με τις ΗΠΑ – προτού καταλήξει στη Σοβιετική Ενωση. Το σχέδιο, ωστόσο, καταδίκαζε στη λήθη αρχαίους θησαυρούς αμύθητης αξίας που θα βυθίζονταν κάτω από τα νερά. Ο Νάσερ σκόπευε να θυσιάσει το παρελθόν για χάρη του μέλλοντος. Η Κριστιάν Ντερός, όχι.
Τον Μάιο του 1955 δημοσιοποίησε το ζήτημα της επικείμενης απώλειας των εκπληκτικών ναών του φαραώ Ραμσή Β’ στο Αμπου Σίμπελ που χρονολογούνταν από τον 13o αιώνα π.Χ. – και συνάντησε τη γενική αδιαφορία: «Hταν σαν να κήρυττα στην έρημο». Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, πέτυχε να προσεταιριστεί τον υπουργό Πολιτισμού της Αιγύπτου, Θαρουάτ Οκάσα, σε μια «πολιτισμική εκστρατεία που δεν θα είχε όμοιά της». Εξασφαλίζοντας αρχικά τη στήριξη της UNESCO, η Ντερός πέτυχε σε μικρό χρονικό διάστημα να οργανώσει ένα δίκτυο επαφών σε Ευρώπη και Αμερική προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη. «Πώς θα σας φαινόταν αν πλημμύριζε το αβαείο του Γουέστμινστερ;» ρώτησε σε ζωντανή μετάδοση στο BBC έναν βρετανό αρχαιολόγο που αμφέβαλλε για την αξία του εγχειρήματος. Δεν δίστασε να επιπλήξει τον πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος, οργισμένος, την κατηγόρησε ότι με τη δράση της δέσμευε την κυβέρνηση προτού ζητήσει εξουσιοδότηση από τον ίδιο: «Και εσείς», του αντέτεινε, «μήπως ζητήσατε εξουσιοδότηση από την κυβέρνηση Πετέν στις 18 Ιουνίου 1940;».
Ο Ντε Γκωλ πρώτα έμεινε άναυδος από την αυθάδειά της να επικαλεστεί το διάγγελμα με το οποίο είχε εξαγγείλει τη δημιουργία του αντιστασιακού στρατού των Ελεύθερων Γάλλων τις ημέρες της ήττας της Γαλλίας από τη ναζιστική Γερμανία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά γέλασε και υποσχέθηκε τη βοήθειά του. Στην εκστρατεία για τη σωτηρία των ναών του Αμπου Σίμπελ στρατεύθηκε τελικά πλήθος μορφών παγκόσμιας εμβέλειας, από την πρώτη κυρία των ΗΠΑ Τζάκλιν Κένεντι και τον πατριάρχη της Fiat Τζιάνι Ανιέλι έως εστεμμένους της Ευρώπης, όπως η παθιασμένη με την αρχαιολογία πριγκίπισσα (τότε) της Δανίας Μαργκρέτε, και προσωπικότητες του μουσουλμανικού κόσμου, όπως ο γιος του Αγά Χαν Γ’, Σαντρουντίν.
Η αστείρευτη ενέργεια της Ντερός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσέλκυση χρηματοδοτών και στην εκδήλωση ενδιαφέροντος εταιρειών, καθώς η μετακίνηση των κολοσσιαίων αγαλμάτων και οικοδομημάτων βάρους 350.000 τόνων θα απαιτούσε πακτωλό δολαρίων και ένα θαύμα τεχνικής. Οι αρχικές ιδέες είχαν κάτι από επιστημονική φαντασία: να μετατραπεί η τοποθεσία σε γιγάντιο ενυδρείο ή να ανυψωθούν οι ναοί κατά 60 μέτρα, με ένα φουτουριστικό σύστημα υδραυλικών γρύλων, αφού αποκοπούν από τον βράχο στον οποίο ήταν σκαλισμένοι. Τελικά, προκρίθηκε μια πιο απλή και οικονομική λύση. Αντί 36 εκατομμυρίων δολαρίων τα μνημεία τεμαχίστηκαν σε 1.100 τμήματα των περίπου 30 τόνων έκαστο και επανασυναρμολογήθηκαν στη σημερινή τους θέση, διαδικασία θεαματική, που ολοκληρώθηκε μεταξύ 1964 και 1968.
Προτού περατωθεί αυτό το τεράστιας σημασίας έργο, η Ντερός είχε ήδη περάσει στο επόμενο: τη διοργάνωση της πρώτης διεθνούς έκθεσης ευρημάτων από τον τάφο του Τουταγχαμών, με τίτλο «Toutânkhamon et son temps» («Ο Τουταγχαμών και η εποχή του»). Μετά την ανασκαφή του, ο σημαντικότερος θησαυρός των φαραώ δεν είχε βγει ποτέ από τα σύνορα της Αιγύπτου. Στη διάρκεια του 1967, περί τους 1,2 εκατομμύρια επισκέπτες συνέρρευσαν στο Petit Palais του Παρισιού για να τον δουν από κοντά – η «αιγυπτομανία» που προκάλεσε φαίνεται από το γεγονός ότι ο Αλεξάντρ, ο γνωστότερος τότε κομμωτής της γαλλικής πρωτεύουσας, ενέταξε στο ρεπερτόριό του αντίστοιχες κομμώσεις και προτάσεις μακιγιάζ.
Αρχαιολόγος πεδίου
Επειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες ως έφορος αιγυπτιακών αρχαιοτήτων του Λούβρου, καθηγήτρια Αρχαιολογίας της Σχολής του Λούβρου, διευθύντρια του κέντρου του Καΐρου, η Ντερός αισθάνθηκε το κάλεσμα του πεδίου. Τη σαγήνευε από τη νεότητά της η Κοιλάδα των Βασιλισσών. Δίπλα στην περίφημη Κοιλάδα των Βασιλέων, στο Λούξορ, το συγκρότημα των περισσότερων από 100 τάφων ισχυρών γυναικών του Νέου Βασιλείου είχε επανειλημμένα συληθεί από τυμβωρύχους, πολλές όμως γωνιές του παρέμεναν ανεξερεύνητες. Επιδίωξή της ήταν η ανακάλυψη του τάφου της Τούγια, μητέρας του Ραμσή Β’, στόχο που με επιμονή κυνήγησε επί τρία χρόνια, παρά τα ελάχιστα ίχνη, βρίσκοντας τελικά μια προτομή της το 1974 σε ένα ταφικό σύνολο που θεωρήθηκε ο τύμβος της.
Η Κριστιάν Ντερός δεν θα εγκατέλειπε τις ανασκαφές έως τα 77 της χρόνια. Εκτοτε θα αναλάμβανε τον ρόλο της πρέσβειρας της αιγυπτολογίας, γράφοντας εκλαϊκευμένα βιβλία και μιλώντας τακτικά στα μέσα ενημέρωσης. Θεσμός της γαλλικής αρχαιολογίας, «προκαλούσε τον θαυμασμό και συγκέντρωνε την εκτίμηση πολλών» κατά τη Λιν Ολσον, αλλά και «την απέχθεια και τον φθόνο» άλλων. «Ο αυθορμητισμός και η ευθύτητά της, η αυτοπεποίθηση και οι ρητορικές της ικανότητες εκνεύριζαν πλήθος συναδέλφων της». Δεν ήταν φεμινίστρια, ομολογούσε το 2007 σε ένα μεγάλο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της: «Ετυχε να είμαι γυναίκα και όφειλα να αγωνιστώ για αυτό που ήθελα». Με την περιπετειώδη ζωή και το πολυσχιδές έργο της, όμως, η Κριστιάν Ντερός Νομπλκούρ άνοιξε για τις γυναίκες τον δρόμο σε μια ολόκληρη επιστήμη που έως τότε αποτελούσε ανδρικό προνόμιο.