Οσα συνέβησαν εφέτος στο περίφημο Βρετανικό Μουσείο δεν έχουν προηγούμενο. Μολονότι οι κλοπές στα μουσεία είναι στην ευρωπαϊκή επικαιρότητα χρόνια τώρα, αυτά που έγιναν εφέτος στο Λονδίνο είναι μοναδικά.
Για την ώρα, «βρέχει» παραιτήσεις: μετά την παραίτηση του Χάρτβιχ Φίσερ από τη διεύθυνση του Μουσείου και ο αναπληρωτής διευθυντής Τζόναθαν Ουίλιαμς συμφώνησε να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του έως ότου ολοκληρωθεί η ανεξάρτητη έρευνα για τις κλοπές. Αλλά το πόσες κλοπές υπήρξαν παραμένει μυστήριο: κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει τον ακριβή αριθμό.
Η μόνη λύση για την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα δεν είναι άλλη από μια σοβαρή οργάνωση της κλοπής τους, σαν αυτές που βλέπουμε στις ανάλογες ταινίες δράσης.
Το BBC μετέδωσε στις αρχές της εβδομάδας πως είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σήμερα τι ακριβώς έχει κλαπεί, καθώς ειδικά τα μικροαντικείμενα δεν αποκλείεται να έχουν αντικατασταθεί από ρεπλίκες. Υπάρχει δε η υποψία πως όποιοι έκλεβαν το έκαναν για χρόνια – κανείς τους δεν χρειαζόταν να πουλάει αρχαιότητες στο eBay και αν κάτι τέτοιο έγινε τελικά, προκαλώντας την παγκόσμια κοινή γνώμη, είναι γιατί προφανώς κάποιοι από τους αρχαιοκάπηλους αισθάνονταν πως ουδείς θα ασχοληθεί μαζί τους.
Η όλη ιστορία μου επιτρέπει να μοιραστώ μαζί σας μια παλιά μου ιδέα: η μόνη λύση για την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα δεν είναι άλλη από μια σοβαρή οργάνωση της κλοπής τους, σαν αυτές που βλέπουμε στις ανάλογες ταινίες δράσης. Η εφετινή εξέλιξη σημαίνει πως με την κατάλληλη οργάνωση και τα απαραίτητα χρήματα θα μπορούσαν να βρεθούν και τα κατάλληλα πρόσωπα. Λίγοι και καλοί αρκούσαν.
Πριν μου επιτεθείτε κατηγορώντας με για κυνισμό θέλω την προσοχή σας. Τι είναι ένα μουσείο; Οχι φυσικά μια αποθήκη αρχαιοτήτων ή πινάκων. Νομίζω ότι είναι ένας χώρος εκθεμάτων στον οποίο έχει πρόσβαση το κοινό. Βασίζεται σε μια σύμβαση ανυπόγραφη – στη σύμβαση του υπευθύνου για τη λειτουργία του με αυτόν που το επισκέπτεται: ο επισκέπτης πιστεύει πως ό,τι βλέπει είναι αυθεντικό και ο υπεύθυνος του μουσείου οφείλει αυθεντικά και μόνο εκθέματα να του παρουσιάσει. Οπως κάθε σύμβαση, η τήρησή της εξαρτάται κι αυτή από τα συμβαλλόμενα μέρη: αν ο υπεύθυνος του μουσείου είναι απατεώνας, ο επισκέπτης μπορεί να δει πολλά μη αυθεντικά εκθέματα.
Ωστόσο όλο αυτό είναι θεωρία. Δεν είναι αλήθεια πως η αυθεντικότητα των εκθεμάτων είναι κάτι υποχρεωτικό. Υπάρχουν πολλά μουσεία που σίγουρα ό,τι σου παρουσιάζουν δεν είναι τέτοιο. Στο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης μπορείς να δεις ανάμεσα σε εκθέματα που παραπέμπουν στις μεγάλες εποχές των σουλτάνων και αντικείμενα που προέρχονται από θρησκευτικές μυθολογίες, όπως π.χ. η ράβδος του Μωυσή που έσκισε στα δυο τη θάλασσα. Κάποτε στο ιστορικό μουσείο του Γκαζιαντέπ, που βρίσκεται μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, είδα ως έκθεμα τα γκέμια του άρματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου – προφανώς και δεν μπορεί να ήταν αυτά του Βουκεφάλα.
Για να μη νομίζετε πως μη αυθεντικά δημιουργήματα υπάρχουν μόνο σε χώρες που χρησιμοποιούν φαντασία για να δημιουργήσουν μουσεία διότι δεν έχουν υπάρξει αποικιοκρατικές δυνάμεις, σκεφτείτε ότι το αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, σίγουρα το μεγαλύτερο μουσείο της Νέας Υόρκης, είναι γεμάτο από ρεπλίκες. Μπορείς να δεις τρομερά θηλαστικά, σπάνια αιλουροειδή, μοναδικά ερπετά και έντομα που δεν ξέρεις ότι υπάρχουν. Μόνο που τίποτα δεν είναι αληθινό: είναι όλα κατασκευασμένα. Πρόκειται για θεαματικά κουκλάκια που σε κάνουν να μένεις άφωνος με την ομορφιά και τις λεπτομέρειές τους, αλλά είναι ψεύτικα ακριβώς όσο οι δεινόσαυροι που στον πέμπτο του όροφο νομίζεις πως σε κυνηγάνε. Πού βασίζεται η επιτυχία του; Προφανώς στο γεγονός ότι σου προσφέρει τη δυνατότητα να δεις την αληθινή ομορφιά του πλανήτη (εν μέρει και την ίδια την ιστορική του εξέλιξη) – δηλαδή εικόνες που δύσκολα θα ξεχάσεις.
Οι ελαφροχέρηδες του Βρετανικού Μουσείου σαφώς και πιστεύουν πως οι επισκέπτες του δεν ενδιαφέρονται για το αν το ό,τι βλέπουν είναι αυθεντικό: πιστεύουν πως στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι επισκέπτες κάνουν μια βόλτα. Ετσι δεν είχαν τον παραμικρό δισταγμό να κλέψουν ό,τι μπορούσαν και να το αντικαταστήσουν με κάτι όμοιο αλλά ψεύτικο. Και για αυτό θα συνεργάζονταν άνετα μαζί μας στην κλοπή των Γλυπτών. Θα έβαζαν κάποιες ρεπλίκες στη θέση τους και θα μοιράζονταν το ένοχο μυστικό σε μια παμπ με ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι. Ισως κι όλο χαρά γιατί βοήθησαν τους Ελληνες, τους μόνους δηλαδή που αγαπούν τα αυθεντικά Γλτπτά διότι είναι μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και όχι απλά κάτι εκθέματα.
Θα μπορούσε να γίνει μια ωραία ληστεία του Βρετανικού Μουσείου από τη μεριά μας; Φυσικά, αρκεί να ήταν οργανωμένη. Αν από τη στιγμή που ξεκίνησε η ιστορία της διεκδίκησης είχε αφιερωθεί για την οργάνωσή της όλος αυτός ο χρόνος που ξοδεύουμε πηγαίνοντας παντού με τον σταυρό στο χέρι (που λέει ο λόγος…), θα τα είχαμε καταφέρει σίγουρα.
Η όλη διαδικασία θα ήταν μια αληθινά μεγάλη στιγμή της ιστορίας μας: πιστεύω θα γινόταν και κάτι σαν εθνική επέτειος. Θα πληρώναμε τους Βρετανούς με το ίδιο νόμισμα: θα σβήναμε με τον πλέον θεαματικό τρόπο την ιστορία της αρπαγής των Γλυπτών από τον λόρδο Ελγιν – θα τον κάναμε υποσημείωση στην Ιστορία. Ποιος θα τολμούσε να μας καταγγείλει για τη ληστεία του αιώνα; Οι Αγγλοι; Δύσκολα. Ο Ελγιν κατέστρεψε την αισθητική του Παρθενώνα και εμείς οφείλουμε να παρέμβουμε: αυτό θα ήταν το ατράνταχτο επιχείρημά μας. Θα ισχυριζόμασταν επίσης πως ζητήσαμε μέσω κάθε διπλωματικής οδού την επιστροφή των Γλυπτών χωρίς το αίτημα να βρει ανταπόκριση. Θα εξηγούσαμε πως είναι δύσκολο να μιλήσεις για ιστορία, για αισθητική, για ομορφιά όταν έχεις να κάνεις με κλέφτες.
Η λύση για εμένα έπρεπε εξαρχής αυτή και μόνο να είναι. Η τέλεια κλοπή. Ως εκδίκηση.
Πολύ φοβάμαι πως και στην ιστορία αυτή κατά βάθος μάς άρεσε λιγάκι ο ρόλος του θύματος. Θέλαμε όλοι να βλέπουν την έλλειψη των Γλυπτών στην Αθήνα όταν επισκέπτονται τον Παρθενώνα γιατί νομίζαμε πως έτσι θα καταλάβαιναν τα δίκια μας. Και λοιπόν; Ας πούμε πως όλοι τα καταλάβαιναν και όλοι μας συμπονούσαν: σύλλογος για την επιστροφή των Γλυπτών υπάρχει άλλωστε και στο Λονδίνο. Αλλά οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου δυστυχώς από αυτά δεν καταλαβαίνουν: δείτε π.χ. ακόμα και τώρα πόσο άνετα διαχειρίζονται το ρεζιλίκι τους δίνοντάς του μια διάσταση αστυνομικού δράματος. Στο τέλος οι παλιοί κλέφτες θα μας κάνουν να αγαπήσουμε τους νέους κλέφτες. Αλλά εμείς φταίμε που δεν τους κλέψαμε…