Ηταν τέλη Μαΐου, νομίζω. Κατέβαινα με το αυτοκίνητο από τα βόρεια προάστια της Αθήνας, απογευματάκι, και στο ύψος του Χίλτον έβλεπα στο βάθος τη φωτισμένη Εθνική Πινακοθήκη που είχε ανοίξει πρόσφατα τις πύλες της για το κοινό. Στην είσοδό της υπήρχαν περίπου δέκα άνθρωποι που περίμεναν να την επισκεφθούν – σίγουρα όχι τουρίστες. Τους κοιτούσα, ενώ ήμουν σταματημένος στο φανάρι. Συντεταγμένοι, προσεκτικοί, με τις μάσκες τους και τις αποστάσεις τους, έμοιαζαν σαν έτοιμοι να περάσουν την πύλη του Παραδείσου. Ηρεμοι και γελαστοί (όσο μπορούσα να διακρίνω) – κυρίως ήσυχοι: σε έκαναν να πιστεύεις πως έρχονται από αλλού – ίσως από μια άλλη διάσταση.Για αυτούς ήταν σαν στην Αθήνα να μην υπήρχε κανένα αυτοκίνητο στον δρόμο, σαν να μην ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, σαν όλα να είχαν ξαφνικά σταματήσει. Ηθελα να βγω από το αυτοκίνητο και να τους πλησιάσω για να τους δω από κοντά. Αλλά μου κόρναραν όσοι με ακολουθούσαν και πάτησα γκάζι παίρνοντας την εικόνα και τη στιγμή μαζί μου. Από τη μία οι ήσυχοι άνθρωποι που ήθελαν να μπουν στην Πινακοθήκη. Από την άλλη, οι άλλοι, που κορνάρουν με το παραμικρό.
Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που αγαπούν την ησυχία και εκείνους που κάνουν φασαρία και τη χαίρονται. Δεν λέω ότι οι πρώτοι είναι οι «καλοί» και οι δεύτεροι οι «κακοί». Δεν δαιμονοποιώ την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων: απλώς μοιράζομαι μαζί σας μια παρατήρηση. Νομίζω πως εγώ ανήκω σε αυτούς που ζουν μέσα στη φασαρία – ακόμα κι αν δεν αισθάνομαι μεγάλος παραγωγός φασαρίας, δεν θυμάμαι να είχα ποτέ μεγάλα προβλήματα μαζί της. Η παραγωγή φασαρίας ήταν στον καιρό της πανδημίας ένα σημάδι ότι ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν θα αλλάξει. Ο τρόπος για να φανούν η δυσφορία και η κούραση για τα μέτρα ήταν έναν χρόνο πριν η φασαρία: οι διαμαρτυρίες για τα δικαιώματα του Κουφοντίνα, οι αντιδράσεις για τις αστυνομικές μεθόδους, ο εορτασμός της επετείου του Πολυτεχνείου ήταν απλώς ευκαιρίες για φασαρία – κάτι σαν κορωνοπάρτι, διαφορετικά οργανωμένα. Τα ίδια τα κορωνοπάρτι είχαν επιτυχία ως εκδηλώσεις γιατί σε κάποιους θύμιζαν ποιος ήταν και πώς πρέπει να ξαναγίνει ο κανονικός κόσμος: η φασαρία τους ήταν για πολλούς μεθυστική, ξυπνούσε μνήμες κανονικότητας. Ο πολιτισμός μας είναι προσανατολισμένος στη φασαρία. Η μουσική χρησιμοποιείται συχνά-πυκνά ως πρόσχημα για να προκαλείται φασαρία – αυτό που εδώ στην Ελλάδα αποκαλούμε «σαματά», καμαρώνοντας για τη συμμετοχή μας, είναι γνήσια, άγια, καθαρή φασαρία. Στις επιτυχημένες συναυλίες το πλήθος πρέπει να παραληρεί ουρλιάζοντας, δηλαδή κάνοντας φασαρία. Στο σινεμά βλέπουμε ταινίες με εκρήξεις και θέλουμε ο ήχος να είναι εκκωφαντικός – Dolby Surround φασαρία. Οι πιο τρελαμένοι αγοράζουμε ηχοσυστήματα για να ακούμε τα πάντα στερεοφωνικά και στο σπίτι μας, αδιαφορώντας για το αν η φασαρία τρελαίνει τους γείτονες: είναι η δική μας φασαρία. Η παραγωγή φασαρίας καθορίζει το κοινωνικό μας status. Οσο πιο πολλοί είναι αυτοί που αντέχουν τη φασαρία που κάνουμε, τόσο πιο πολύ επιτυχημένοι αισθανόμαστε. Η έκφραση «πήγα κι έκανα μια απίστευτη φασαρία» χρησιμοποιείται με μια δόση υπερηφάνειας: νιώθουμε ότι είμαστε η φασαρία που κάνουμε. Ακόμα και η υποστήριξη μιας ομάδας στα γήπεδα μετριέται με ντεσιμπέλ: ο περήφανος λαός του γηπεδούχου είναι άξιος σεβασμού όταν κάνει φασαρία. Ενίοτε και εκτός γηπέδου. Η φυλή των ήσυχων, από την άλλη, ζει στη δική της διάσταση: κρυφά από μας. Ποτέ κάποιο δελτίο ειδήσεων δεν θα στείλει έναν δημοσιογράφο με το τηλεοπτικό του συνεργείο για να ρωτήσει αυτούς που περίμεναν ήσυχα έξω από την Εθνική Πινακοθήκη τον λόγο που αποφάσισαν να περάσουν από αυτήν αμέσως μόλις άνοιξε τις πόρτες της. Το θέμα θεωρείται αδιάφορο για το μεγάλο κοινό. Οι ήσυχοι άνθρωποι μάλλον αντιμετωπίζονται ως παράξενες εξαιρέσεις σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει παραδώσει την ψυχή του στη φασαρία. Αναφέρομαι σε έναν κόσμο που διασκεδάζει κάνοντας φασαρία, διαμαρτύρεται κάνοντας φασαρία, διεκδικεί κάνοντας φασαρία, πανηγυρίζει κάνοντας φασαρία, υπάρχει για να κάνει φασαρία. Η φασαρία είναι το φυσιολογικό σάουντρακ της κανονικής ζωής μας – την εποχή των lockdowns οι πιο πολλοί υποφέραμε από την έλλειψή της. Πόσοι δεν θεωρούσαν ανυπόφορους τους άδειους και ήσυχους δρόμους όταν απαγορευόταν η κυκλοφορία μετά τις 9 το βράδυ; Πόσοι δεν θεωρούσαν αφύσικη την ησυχία που έφερε κάποτε η καραντίνα; Και πόσοι δεν φοβούνταν ότι αν παραταθούν τα μέτρα θα προκύψει μια ζωή χωρίς φασαρία; Εγώ πρώτος το έκανα. Αλήθεια, δεν θα έπρεπε να γίνει ένα ωραίο κορωνοπάρτι στην Εθνική Πινακοθήκη, τώρα που μπορούμε να κυκλοφορούμε μέχρι τις 2 το πρωί; Δεν θα έπρεπε να φροντίσει προσωπικά η υπουργός Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη να τοποθετηθούν ηχητικές εγκαταστάσεις στη Βασιλίσσης Σοφίας και να ξυπνήσουν ακόμα και όσοι κοιμούνται στο Χίλτον; Πώς αλλιώς θα δείξουμε ότι ξεπεράσαμε όλα μας τα ψυχικά προβλήματα αν δεν αρχίσουμε να ουρλιάζουμε μπροστά σε ένα υπέροχο έργο του Νικηφόρου Λύτρα ή του Θεόδωρου Βρυζάκη;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος