Περνώντας από τις εγκαταστάσεις της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μου έκανε εντύπωση πόσοι νέοι άνθρωποι μελετούσαν χαλαρά καθισμένοι, ακόμη και ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες και στους καναπέδες που βρίσκονται διάσπαρτοι στον χώρο, έχοντας βγάλει τα παπούτσια τους. Με κίνδυνο να ακουστώ του περασμένου αιώνα (στον οποίο εξάλλου γεννήθηκα και μεγάλωσα), ομολογώ πως το βρίσκω επιεικώς άκομψο. Θεωρώ – ο οπισθοδρομικός; – πως στους δημόσιους χώρους δεν επιτρέπεται να κινείσαι, να στέκεσαι, να συμπεριφέρεσαι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεσαι σε έναν ιδιωτικό. Μια βιβλιοθήκη δεν είναι η τουαλέτα του σπιτιού μας όπου μπορούμε να κλεινόμαστε, να διαβάζουμε με τις ώρες και στο τέλος να τραβάμε το καζανάκι. Δεν είναι ούτε καν το σαλόνι μας, όπου μπορούμε να κυλιόμαστε στα χαλιά χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν.
Θυμάμαι πόσο αρνητικά σχολιάζαμε παλαιότερα εμείς οι Ελληνες κάτι Γερμανούς, Γάλλους και Αγγλους οι οποίοι στα πλοία προς τα νησιά μας ή στα αεροπλάνα έβγαζαν τα υποδήματά τους. Υποχρεώνοντάς σε, αν ήταν άπλυτοι ή φορούσαν βρώμικες κάλτσες, να ταξιδεύεις ημιλιπόθυμος από τη δυσάρεστη μυρωδιά. Μου έχει τύχει σε υπερατλαντικό ταξίδι. Μου έχει τύχει και σε θέατρο του Λονδίνου. Σε μία από εκείνες τις κεντρικές σκηνές της αγγλικής πρωτεύουσας που αν θέλεις μια σχετικά αξιοπρεπή θέση πρέπει να πληρώσεις το λιγότερο 150 ευρώ σε αντιστοιχία. Κάπου τόσα είχα πληρώσει, για να βρεθώ ανάμεσα σε δύο κυρίες που έβγαλαν αμφότερες τα παπούτσια τους και παρακολούθησαν όλη την παράσταση ξυπόλυτες. Είχαμε σχολιάσει τότε, με την παρέα μου, πως κάτι τέτοιο δεν το κάνει ποτέ ένας Ελληνας στο θέατρο, φουσκώνοντας από εθνική υπερηφάνεια όταν βρήκαμε πως υπάρχει και κάτι που το κάνουμε σωστά. Τα τελευταία χρόνια έχω ζήσει και στα δικά μας θέατρα (πολύ λίγες φορές, είναι η αλήθεια) περιστατικά κατά τα οποία θεατές (για έναν λόγο κυρίως γυναίκες) βγάζουν τα παπούτσια τους. Αν τους στενεύουν τόσο πολύ, γιατί δεν τα αγοράζουν ένα νούμερο πιο μεγάλα;
Δεν είναι όμως θέμα στενότητας, αλλά μόδας. Τώρα, στου Νιάρχου, η ξυπολυσιά εκλαμβάνεται, φοβάμαι, ως δείγμα χαλαρότητας και άνεσης. Της άνεσης που επιζητούν και επιβάλλουν εκείνοι που θεωρούν την κατάργηση των καλών τρόπων (δείγμα καλών τρόπων είναι και το να μη βγάζεις τα παπούτσια σου δημοσίως) ως κατάκτηση. Από τον πρωθυπουργό της χώρας που δεν φοράει γραβάτα στις επίσημες εμφανίσεις του και το θεωρεί παράσημό του, ως τον καθένα από εμάς που θεωρεί λογικό να κυκλοφορεί ξυπόλυτος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το επόμενο βήμα θα είναι να παρακολουθούμε ξυπόλυτοι και τις παραστάσεις στην Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ακολούθως, θα βάζουμε τα γυμνά μας πόδια στη δεξαμενή του Νιάρχου. Γιατί τόσο νερό να πηγαίνει τζάμπα; Ας το χρησιμοποιήσουμε για ποδόλουτρα. Και, ποιος ξέρει, μπορεί σε λίγα χρόνια να κάνουμε και μπάνιο εκεί. Με μαγιό ή και άνευ. Εκείνο που έχει σημασία είναι να νιώθουμε άνετα. Αυτό και μόνο!