Η ανακοίνωση ότι ο Λάκης Λαζόπουλος δεν θα συνεχίσει στο τηλεοπτικό κανάλι Οpen δεν ξάφνιασε νομίζω κανέναν. Μολονότι το συγκεκριμένο κανάλι στιγμές-στιγμές σε κάνει να πιστεύεις πως δημιουργήθηκε για να επαναφέρει στο τηλεοπτικό προσκήνιο (και να γηροκομήσει…) όσους τηλεοπτικούς αστέρες έμειναν άστεγοι, εν τούτοις η απόφαση του καναλιού να χωρίσει με τον κάποτε αυτοκράτορα της AGB θεωρήθηκε αναμενόμενη εξέλιξη. Από τη στιγμή που δεν είχε δημιουργήσει παρά ελάχιστο θόρυβο η επιστροφή του, δεν θα συζητιόταν πολύ και άλλη μία αποχώρησή του. Ο Λαζόπουλος παραμένει ακόμη και σήμερα ο άνθρωπος ο οποίος στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης έκανε τα μεγαλύτερα σουξέ. Η επιστροφή του θα έπρεπε να αποτελεί γεγονός μεγάλο για μια τηλεόραση που χάνει συνεχώς τηλεθεατές – όμως η εκπομπή του ελάχιστους απασχόλησε: το ενδιαφέρον για αυτήν υπήρξε μικρό. Η ίδια περίπου έλλειψη ενδιαφέροντος χαρακτήρισε και την προηγούμενη επιστροφή του: τα τελευταία επεισόδια των «Μικρών Μήτσων» που είχαν προβληθεί πέρυσι στον ΑΝΤ1 τα είδε πραγματικά λίγος κόσμος – η εκπομπή μετά βίας ξεπερνούσε το 12% Σάββατο βράδυ και για αυτό και ολοκληρώθηκε και εκείνη σε χρόνο ρεκόρ. Ο ίδιος, προτού επιστρέψει, είχε πει ότι δεν του δίνουν χώρο να μιλήσει στην τηλεόραση, ότι το «Τσαντίρι» του λείπει από όλους, αλλά όχι από αυτόν και ότι τον έχουν κατά κάποιον τρόπο αποκλείσει γιατί είναι με τον λαό, με έναν λαό «πάρα πολύ πληγωμένο, απελπισμένο, απογοητευμένο από τους πρώην, τους επόμενους, τους νυν, τους πάντες». Για τον λαό μπορεί να έχει και δίκιο. Αλλά αν δεν έχει πια επιτυχία φταίει απλά ότι έχει χάσει την ικανότητα να κάνει τον κόσμο να γελάει. Καιρό τώρα.
Ο Λαζόπουλος υπήρξε ένας καταπληκτικός θεατρικός performer πολύ προτού βρει τον δρόμο για την τηλεόραση. Την πρώτη φορά που τον είδα, πολλά-πολλά χρόνια πριν, θυμάμαι ένα θέατρο να γελάει ασταμάτητα ενώ ο ίδιος εξηγούσε τις λεπτομέρειες της ιστορίας του παλτού που φορούσε – το κείμενο ήταν νομίζω του Γιάννη Ξανθούλη, του ανθρώπου που του χάρισε τις μεγαλύτερες θεατρικές του ατάκες. Ο Λαζόπουλος χάρη στις καλές του συνεργασίες (όχι μόνο με τον Ξανθούλη, αλλά και με τον Σταμάτη Φασουλή και την Αννα Παναγιωτοπούλου) έδωσε για κάμποσα χρόνια ένα «φιλί ζωής» στην ελληνική επιθεώρηση – οι επιτυχίες του στο σανίδι του θεάτρου τού άνοιξαν την πόρτα της ιδιωτικής τηλεόρασης, όπου είναι αλήθεια ότι για χρόνια μεγαλούργησε, κάνοντας όμως τον κόσμο να γελάει όλο και λιγότερο, γιατί του έλειπαν τα κείμενα. Πώς αντικατέστησε τα χαμένα κείμενα; Με τον απλούστερο τρόπο, δηλαδή δημιουργώντας ζητήματα με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Για χρόνια όλοι γελούσαν όλο και λιγότερο με τα σόου του και όλοι ασχολούνταν ολοένα και περισσότερο μαζί του: με τους καβγάδες του με την Ντενίση και τον Κούγια, με τα κηρύγματά του εναντίον των μνημονιακών κυβερνήσεων, με τα σχόλιά του υπέρ του κοσμάκη, με τις καταγγελτικές του συνεντεύξεις και τις επιθετικές του τοποθετήσεις. Ωραία είναι όλα αυτά, αλλά όταν έχεις στηρίξει μια καριέρα στην ικανότητα να κάνεις τον κόσμο να γελάει δεν βοηθούν και πολύ. Κρύβουν βέβαια για κάμποσο καιρό την αδυναμία σου, μασκαρεύουν την έλλειψη έμπνευσης, σου επιτρέπουν να βρίσκεσαι στο κέντρο της προσοχής, αλλά για λάθος λόγους. Ο Λαζόπουλος προσπαθεί και σήμερα να κάνει ό,τι έκανε: να εκφράσει τον λαό που υποφέρει, να καταγγείλει την πλουτοκρατία, να γίνει η φωνή της συνείδησης του νεοέλληνα που – και καλά – τα ‘χει χαμένα με όσα βλέπει. Αλλά δεν έγινε φίρμα γιατί έβγαζε λόγους στην τηλεόραση σαν αμερικανός πάστορας: επιτυχία (και μεγάλη μάλιστα…) έκανε γιατί προκαλούσε κάποτε γέλιο αβίαστο – γέλιο καμιά φορά πικρό, αλλά σίγουρα γέλιο από αυτό που έχει πάντα ανάγκη ο κόσμος. Που τους ντελάληδες οι οποίοι μιλούν για τα βαθιά του αισθήματα, χωρίς μάλιστα τη δική του εξουσιοδότηση, έχει αρχίσει και τους βαριέται αφόρητα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.