«Δεν έχω πάει ποτέ σε ψυχαναλυτή, δεν πιστεύω ότι μου χρειάζεται. Ολοι έχουμε τις εκκεντρικότητές μας. Είμαι 56 ετών και ανήκω σε μια γενιά η οποία δεν γαλουχήθηκε με μια τέτοια παράδοση, να πηγαίνεις να ψυχαναλυθείς δίχως να συντρέχει πολύ σοβαρός λόγος. Θα ένιωθα φίλαυτος, αυτοαναφορικός, αν έκανα κάτι τέτοιο. Ολα όσα με προβληματίζουν τα εκφράζω στα βιβλία μου. Ισως η συγγραφή να υπήρξε ένα είδος θεραπείας για εμένα». Ο Γκρέαμ Μακρέι Μπερνέτ μιλάει από την οθόνη του υπολογιστή εκφράζοντας απόψεις με αταλάντευτη βεβαιότητα, όμως οι εκφράσεις του, σε συνδυασμό με τον χρωματισμό της φωνής του, με τις πινελιές αυτοϋπονομευτικού, αδιόρατου χιούμορ, τον καθιστoύν συμπαθή – παρά τη διάσταση των απόψεών μας.
Και μολονότι παίρνει αποστάσεις από την εμπειρία του/της «ψ», του άρεσε ανέκαθεν να διαβάζει μελέτες ψυχιατρικών περιπτώσεων και παθήσεων. Ηταν βέβαια σχεδόν πάντα γραμμένες από την οπτική του ψυχοθεραπευτή, οπότε στην περίπτωση του νέου του βιβλίου με τίτλο «Μελέτη περίπτωσης» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, μακρά λίστα Booker 2022) θέλησε να δει, όπως θα πει, ποια θα μπορούσε να είναι η εμπειρία του ψυχαναλυόμενου.
Μέσα λοιπόν από τη συνάντηση ενός χαρισματικού, αντισυμβατικού και αμφιλεγόμενου ψυχοθεραπευτή (Κόλινς Μπρέιθγουεϊτ) του κινήματος της αντιψυχιατρικής στα 60s και μιας άβγαλτης αλλά αποφασισμένης ασθενούς, η οποία επινοεί ένα νέο όνομα και περσόνα (Ρεβέκκα Σμάιθ) για να διερευνήσει αν είναι υπεύθυνος για την αυτοκτονία της αδελφής της, γράφει ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να διερευνήσει θέματα όπως η ταυτότητα, η αλήθεια και η φευγαλέα αίσθηση της πραγματικότητας, αλλά και η ψυχική υγεία.
Ψάχνοντας, πάντα βρίσκεις
Ψυχολογικό θρίλερ, πορτρέτο εποχής, μετα-λογοτεχνία, το βιβλίο παίζει με τις συμβάσεις της λογοτεχνίας και του non-fiction. Ο Μπερνέτ είναι ένας συγγραφέας που δίνει μεγάλη βαρύτητα στην έρευνα, «είναι ένα κομμάτι της συγγραφικής δουλειάς που απολαμβάνω ιδιαίτερα», όπως θα πει, και αυτό είναι εμφανές στην ακρίβεια της αναπαράστασης της εποχής αλλά και στην πιστότητα των πηγών του.
Στην περίπτωση της «Μελέτης περίπτωσης», είναι δύο τα βιβλία που διάβασε και υπήρξαν καθοριστικής σημασίας στην ανάπτυξη του δικού του πονήματος. Το ένα ήταν το «The Inner World of Mental Illness: Α Series of First Person Accounts of What it Was Like» (1964), «μια συλλογή με αληθινές ιστορίες από τις εμπειρίες ανθρώπων που έκαναν ψυχοθεραπεία ή βρέθηκαν σε ψυχιατρικά άσυλα», και το άλλο ήταν το «Ο διχασμένος εαυτός» (1965) του σκωτσέζου ψυχιάτρου Ρ. Ντ. Λενγκ (1927-1989), ο οποίος απέρριπτε την ταμπέλα της αντιψυχιατρικής που έβαζαν στο έργο του.
«Τη δεκαετία του ’60 ο Λενγκ ήταν υπεύθυνος μιας θεραπευτικής κοινότητας στο Λονδίνο στην οποία προσπαθούσε να άρει τις διαφορές μεταξύ ασθενών και γιατρών – δεν φορούσαν στολές, έτρωγαν μαζί, δεν υπήρχαν κανόνες, ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν καταπώς ήθελε. Ηταν πολύ 60s. Μία από τις ασθενείς του ήταν η Μέρι Μπαρνς (1923-2001), μια πολύ γνωστή ζωγράφος της τέχνης του περιθωρίου, η οποία έγραψε για την εμπειρία της με τον Λενγκ. Hταν ακριβώς το υλικό που ήθελα να διερευνήσω. Ηθελα ο κεντρικός χαρακτήρας στο βιβλίο μου να βρεθεί σε ένα είδος διαλόγου με τον Λενγκ, αλλά να είναι πιο ακραίος. Ο Λενγκ γράφει για τον διχασμένο εαυτό, ο Μπρέιθγουεϊτ πάει ακόμα παραπέρα, πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένας αληθινός εαυτός, όλες οι περσόνες που υιοθετούμε είναι ισότιμες και αξιοποιούμε καθεμία κατά το δοκούν».
Παράλληλα, ο Μπερνέτ έπρεπε να αναβιώσει και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής στην οποία διαδραματίζεται το βιβλίο του, τα swinging 60s, «τα οποία όμως δεν ήταν και τόσο swinging για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν στο κλίμα της μεταπολεμικής περιόδου και οι απόψεις τους ήταν πολύ συντηρητικές. Με ενδιέφερε να μάθω περισσότερα για τις ζωές εκείνων που δεν είχαν επηρεαστεί από τις κοινωνικές αλλαγές. Ηθελα ο ένας βασικός χαρακτήρας να είναι μέρος της νέας Βρετανίας και ο άλλος, εκπρόσωπος της παλιάς εκδοχής της».
Ο κλήρος έπεσε στη «Ρεβέκκα Σμάιθ», τη γυναίκα που επισκέπτεται τον ψυχοθεραπευτή με ένα επινοημένο όνομα και εαυτό για να διερευνήσει αν είναι όντως υπεύθυνος για την αυτοκτονία της αδελφής της. Ο Μπερνέτ στράφηκε στην ανάγνωση γυναικείων περιοδικών της εποχής: «Είχαν ενδιαφέρον τα προϊόντα που διαφημίζονταν, τα γράμματα που έστελναν οι γυναίκες ζητώντας συμβουλές, πληροφορίες που με βοήθησαν να αναπτύξω τον χαρακτήρα μου περισσότερο από όσο θα το έκανα με τη συνδρομή βιβλίων της εποχής. Διαβάζεις, για παράδειγμα, την Ντόρις Λέσινγκ, νομίζεις ότι οι γυναίκες κάθονταν και συζητούσαν αν θα γίνουν μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Αυτή δεν ήταν μια ευρεία πραγματικότητα. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να ενθαρρύνονται να βρουν άνδρα, και εάν εργάζονταν να παρατήσουν τη δουλειά τους μετά τον γάμο τους».
Ο εαυτός πίσω από το καβούκι
Ο Μπερνέτ ενορχηστρώνει πολύ επιδέξια τη συνύπαρξη μεταξύ επινοημένων προσώπων – όπως οι πρωταγωνιστές του – και προσωπικοτήτων που όντως έζησαν στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου. Μάλιστα σε τέτοιον βαθμό ώστε να είναι δύσκολο να αποφύγεις να γκουγκλάρεις το όνομα «Κόλινς Μπρέιθγουεϊτ» για να δεις αν έχει όντως υπάρξει – «Yessss!», θα πανηγυρίσει όταν του το πω.
Στο βιβλίο κάνει ένα cameo και ο Ρ. Ντ. Λανγκ, όπως και άλλοι επιφανείς ψυχίατροι, όμως τον ήρωά του τον συνεπαίρνουν οι ηθοποιοί, γιατί «είναι η ζωντανή ενσάρκωση των ιδεών του. Οι άνθρωποι τους σέβονταν επειδή προσποιούνταν ότι ήταν κάποιοι που δεν ήταν».
Μάλιστα γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση του σπουδαγμένου στη Γλασκώβη ηθοποιού Ντερκ Μπόγκαρντ, τον οποίο υποτίθεται ότι κουράρισε ο Μπρέιθγουεϊτ, και παρατίθενται αυτούσια αποσπάσματα από τη βιογραφία του ηθοποιού που έγραψε ο Τζον Kόλντστριμ το 2004: «Αρχικά σκέφτηκα να γράψω για τον Πίτερ Σέλερς, γιατί ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος. Καθώς έκανα την έρευνά μου στη βιβλιοθήκη, είδα τη βιογραφία του Ντερκ Μπόγκαρντ και διαβάζοντάς τη συνειδητοποίησα πόσο ταίριαζε με τις ιδέες που παρουσιάζονταν στο βιβλίο. Ηταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας σε μια εποχή που το σεξ μεταξύ ομοφύλων ήταν παράνομο στη Βρετανία (νομιμοποιήθηκε το 1967).
Παράλληλα, ήταν ένας καρδιοκατακτητής γυναικών, οπότε έπρεπε να κρύβει ποιος ήταν, να ζει μια διπλή ζωή, αν και είχε τον ίδιο σύντροφο και εραστή επί 40 χρόνια. Ούτε στο τέλος της ζωής του, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μπόρεσε να παραδεχθεί δημοσίως την ομοφυλοφιλία του, κάτι που είναι πολύ τραγικό. Οπως λέει ο βιογράφος του, είχε ένα «συμπαγές εξωτερικό περίβλημα που είχε αρχίσει να αναπτύσσει στην εφηβεία του, το οποίο αργότερα σκλήρυνε και έγινε ένα αδιαπέραστο καβούκι». Είχε κατασκευάσει έναν ρόλο για δημόσια κατανάλωση».
Ο Χάνεκε και ο Ελευθεριώτης
Υπάρχει μια κινηματογραφική διάσταση στη γραφή του Μπερνέτ, μπορείς να φανταστείς τα βιβλία του να γίνονται ταινίες, μάλιστα τα δικαιώματα για την τηλεοπτική μεταφορά του ιδιαίτερα επιτυχημένου βιβλίου του με τίτλο «Το ματωμένο του έργο» (εκδ. Μεταίχμιο, 2015) έχουν αγοραστεί εδώ και οκτώ χρόνια, όπως θα πει, όμως το πρότζεκτ δεν έχει προχωρήσει.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από Αγγλική Φιλολογία έχει σπουδάσει και Σινεμά στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης (όπως και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Αντριους). Δεν μπορεί, κάπως θα έχουν παρεισφρήσει οι καταβολές του, συγκεκριμένα η αγάπη του για τον κινηματογράφο, στα κείμενά του.
«Σκεπτόμουν πρόσφατα πόσο μεγάλος θαυμαστής είμαι του αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε. Πιστεύω ότι η δουλειά του έχει επηρεάσει τον τρόπο που γράφω, γιατί συχνά στις ταινίες του το τέλος είναι αινιγματικό, χωρίς ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα».
«Οχι συνειδητά. Ομως συχνά μου λένε «αυτό το βιβλίο θα γινόταν ωραία ταινία» και το παίρνω ως κομπλιμέντο, γιατί όταν διαβάζουμε θέλουμε να μπορούμε να εικονοποιούμε τις σκηνές στο μυαλό μας. Εγώ το κάνω όταν γράφω, «βλέπω» κάθε λεπτομέρεια από το γραφείο του Κόλινς Μπρέιθγουεϊτ, μπορώ να σας ζωγραφίσω ακόμα και ένα σχετικό διάγραμμα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απότοκο των σπουδών μου. Πάντως, χαίρομαι που μου κάνετε αυτή την ερώτηση γιατί συνήθως ερωτόμαστε ποιοι συγγραφείς μάς έχουν επηρεάσει. Σκεπτόμουν λοιπόν πρόσφατα πόσο μεγάλος θαυμαστής είμαι του αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε. Πιστεύω ότι η δουλειά του έχει επηρεάσει τον τρόπο που γράφω, γιατί συχνά στις ταινίες του το τέλος είναι αινιγματικό, χωρίς ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα».
Βέβαια, προσοχή στον ελληνικό «δάκτυλο», καθώς όπως θα πει ο Μπερνέτ όταν θα ερωτηθεί για την επαφή του με την Ελλάδα: «Οταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, είχα έναν συγκάτοικο, τον Δημήτρη Ελευθεριώτη, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος από εμένα και με επηρέασε πολύ. Ηταν αριστερός και διάβαζε πολλούς ενδιαφέροντες γάλλους στρουκτουραλιστές, όπως ο Μισέλ Φουκό». Μαζί με τον Ελευθεριώτη και άλλους φίλους ήρθαν στην Κρήτη, «στο νότιο κομμάτι της, το οποίο την εποχή εκείνη δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη. Επαιρνες, ας πούμε, το πλοίο για ένα μικρό χωριό και μια γιαγιούλα θα σε πήγαινε στην κουζίνα και θα σου έδειχνε τι είχε για φαγητό. Μου άρεσε πολύ αυτό».
Οσα φέρνει μία λίστα (για το Booker)
Η Ελλάδα δεν ήταν, ωστόσο, μία από τις χώρες όπου έχει ζήσει περισσότερο από έναν καλοκαιρινό μήνα, όπως το έχει κάνει δηλαδή στη Γαλλία, την Πορτογαλία ή την Τσεχία: «Μου άρεσε ότι πηγαίνεις κάπου που δεν σε ξέρει κανείς και μπορείς να είσαι όποιος επιθυμείς, μπορείς να επανεφεύρεις τον εαυτό σου, κάτι πολύ συναρπαστικό. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν ο ίδιος όπου και αν βρισκόμουν. Γιατί υπάρχει ένας βαθύς εσωτερικός πυρήνας στον οποίο πάντα επιστρέφεις».
Είναι και ένας από τους λόγους που επέλεξε να γυρίσει στη γενέτειρα Σκωτία. O Mπερνέτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κιλμάρνοκ της νοτιοδυτικής Σκωτίας και μένει στη Γλασκώβη. Εκεί τον βρήκε η είδηση ότι το δεύτερο βιβλίο του, «Το ματωμένο του έργο», βρέθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2016. Δεν το απέσπασε τελικά, νικητής εκείνη τη χρονιά αναδείχθηκε ο Αμερικανός Πολ Μπέιτι, όμως το αστυνομικής υφής μυθιστόρημά του για την αμφιλεγόμενη φύση της αλήθειας (ξανα)μεταφράστηκε σε περισσότερες από 15 γλώσσες. Αντίστοιχα, η «Μελέτη περίπτωσης» βρέθηκε με τη σειρά της υποψήφια για το ίδιο βραβείο το 2022 (τελικά το απέσπασε ο Σεχάν Καρουνατιλάκα από τη Σρι Λάνκα).
«Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τα παρασκήνια, αν δηλαδή υπάρχει υπερβάλλων «ζήλος» για συμπερίληψη, όμως πιστεύω ότι η επιτροπή του Booker έχει γνήσιο ενδιαφέρον για την ανάδειξη διαφορετικών φωνών. Νομίζω ότι εφεξής δεν πρόκειται να βλέπεις στη βραχεία λίστα έξι λευκούς άνδρες – ή έξι άνδρες οποιουδήποτε χρώματος –, θα υπάρχει πάντα diversity και αυτό πιστεύω ότι είναι μια θετική εξέλιξη.
Βέβαια, είμαι κι εγώ ένας λευκός άνδρας, όμως η εποχή που υπήρχε η απόλυτη κυριαρχία του είδους έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό δηλαδή που συνέβαινε στη Βρετανία πριν από 10-15 χρόνια, ιδιαίτερα με άγγλους συγγραφείς οι οποίοι βραβεύονταν συνέχεια. Οπως ο Ιαν Μακ Γιούαν ή ο Τζούλιαν Μπαρνς, οι οποίοι όποτε έβγαζαν βιβλίο βρισκόταν στη βραχεία λίστα. Να μην παρεξηγηθώ, είμαι θαυμαστής τους, όμως, εντάξει, ήταν λίγο βαρετό να συμβαίνει αυτό συνέχεια.
Να καταθέσω και τη δική μου εμπειρία: προτού μπει το βιβλίο μου στη βραχεία λίστα είχε πουλήσει μερικές εκατοντάδες αντίτυπα και εγώ δούλευα ως ελαιοχρωματιστής και ζωγράφος για να μπορώ να υπάρχω ως συγγραφέας – δεν με ήξερε κανείς, μια και ο εκδοτικός οίκος που έβγαλε το βιβλίο μου δεν είναι μεγάλος ούτε διαθέτει μεγάλο μπάτζετ για προώθηση της δουλειάς των συγγραφέων.
Η λίστα του Booker, όμως, φέρνει στην επιφάνεια βιβλία σαν το δικό μου και ο κόσμος μπορεί να αποφασίσει αν θέλει ή όχι να τα διαβάσει. Παράλληλα, αρχίζουν να ενδιαφέρονται και οι ξένοι εκδότες. Οπότε ξαφνικά το βιβλίο μου φτάνει να πουλάει 200.000 αντίτυπα και σταδιακά να κυκλοφορεί σε 20 γλώσσες. Αυτή ήταν η επιρροή του Booker στην καριέρα και στη ζωή μου: τις άλλαξε εντελώς. Αν είσαι ο Μακ Γιούαν ή ο Μπαρνς, η βραχεία λίστα δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή σου. Νομίζω ότι το Booker είναι πιο αξιοκρατικό από άλλα βραβεία, επειδή οι κριτές διαβάζουν όλα τα βιβλία».