«Ονειρεύεσαι πως η παράστασή σου θα παίζεται για πάντα» δήλωνε προ μηνών ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς παραγωγούς των ημερών μας, ο Κάμερον Μάκιντος, και συνέχιζε: «Πράγματι, το «Cats» του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ στη δική μου παραγωγή διαφημιζόταν με το σλόγκαν «Cats, τώρα και για πάντα», όμως το «Φάντασμα της όπερας» (σ.σ.: πάλι σε μουσική του Γουέμπερ, πάλι στην κλασική παραγωγή του Μάκιντος) ήταν εκείνο που ξεπέρασε κάθε ρεκόρ. Οπως και αν έχει, όλες οι παραγωγές πρέπει κάποτε να κλείνουν». Με αυτά τα λόγια ο 76χρονος θεατράνθρωπος ανακοίνωσε πως το λαοφιλές «Φάντασµα», η µακροβιότερη παράσταση στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, θα έριχνε οριστικά αυλαία στις 18 Φεβρουαρίου, έπειτα από (περίπου) 14.000 παραστάσεις, και με τη συμπλήρωση της 35ης επετείου από τότε που πρωτοανέβηκε στη Νέα Υόρκη. Λίγο μετά οι πωλήσεις των εισιτηρίων για τις εναπομείνασες παραστάσεις χτυπούσαν κόκκινο. Χιλιάδες άνθρωποι που δεν είχαν δει το σόου ή που ήθελαν να το ξαναδούν για τελευταία φορά έσπευδαν να κλείσουν μια θέση, «αναγκάζοντας» τους υπευθύνους να μεταφέρουν την καταληκτική ημερομηνία των παραστάσεων στις 16 Απριλίου 2023. Την ίδια στιγμή ο Μάκιντος άφηνε να εννοηθεί πως υπάρχει πιθανότητα, στο μέλλον, το «Φάντασμα» να επιστρέψει στη σκηνή του Μεγάλου Μήλου στη νέα, τροποποιημένη και «συνεπτυγμένη» (για λόγους οικονομίας) παραγωγή που παίζεται από το 2021 στο Λονδίνο. Γιατί, κουρασμένο ή όχι, έπειτα από δεκαετίες παραστάσεων, το διάσημο μιούζικαλ συνεχίζει να φέρνει, ως φαίνεται, χρήματα στα ταμεία.
Αυτόπτης μάρτυρας
Για πολλούς από τη γενιά μου, «Το φάντασμα της όπερας» είναι το πρώτο μιούζικαλ που είδαμε στη θεατρική σκηνή στα ταξίδια μας στο Λονδίνο. Ηταν, θυμάμαι, καλοκαίρι του 1988 όταν καθισμένος στην πλατεία του ιστορικού Her Majesty’s Theatre (ενός θεσμού που χρονολογείται στο 1705!) ζούσα και εγώ την εμπειρία του τεράστιου πολυελαίου ο οποίος στο τέλος της πρώτης πράξης «έπεφτε» στα κεφάλια του κοινού. Ηταν ομολογουμένως εντυπωσιακό το εφέ, περισσότερο όμως με είχαν εντυπωσιάσει οι πρωταγωνιστές (δεν θυμάμαι πια τα ονόματά τους), αν και αρχικά είχα απογοητευτεί όταν φτάνοντας στο θέατρο πληροφορήθηκα πως δεν θα έβλεπα τους πρώτους διδάξαντες, τη Σάρα Μπράιτμαν (σύζυγο τότε του συνθέτη) και τον Μάικλ Κρόφορντ, αλλά δύο άγνωστους σε εμένα αντικαταστάτες τους. Επρόκειτο, ό,τι και να λέμε, για μια παράσταση εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, ό,τι πιο εντυπωσιακό από άποψη θεάματος είχα δει ως τότε. Το κοινό αποθέωνε τους ηθοποιούς-τραγουδιστές όρθιο έπειτα από κάθε σκηνή, ενώ στο τέλος το χειροκρότημα και τα ρυθμικά χτυπήματα εκατοντάδων ποδιών στο ξύλινο πάτωμα έκαναν όλο το θέατρο να δονείται. Επέστρεψα στην Ελλάδα έχοντας αγοράσει την ηχογράφηση, το διπλό βινύλιο όπου τραγουδούσαν η Μπράιτμαν και ο Κρόφορντ, το οποίο και έλιωσα από την πολλή χρήση. Ξαναείδα την ίδια παραγωγή πολλά χρόνια μετά, στη Μαδρίτη, στην ισπανική γλώσσα, για να επιβεβαιώσω, κάπως πιο έμπειρος και ώριμος ως θεατής-ακροατής, πως ο Γουέμπερ έχει συνθέσει για το «Φάντασμα» μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια του, μουσικές την ποιότητα των οποίων δεν μπόρεσε να φτάσει με κανένα από τα έργα του που ακολούθησαν (ούτε με το πιο επιτυχημένο από εκείνα, το «Sunset Boulevard» του 1993). Eίδα και το ομώνυμο φιλμ του 2004 με τον Τζέραρντ Μπάτλερ και την Εμι Ρόσουμ. Απογοήτευση. Η μαγεία της θεατρικής παραγωγής του «Φαντάσματος» ήταν απούσα.
Το χρονικό μιας επιτυχίας
Αυτή η μαγεία γεννήθηκε για πρώτη φορά στο Her Majesty’s Theatre του Λονδίνου με την πρεμιέρα στις 9 Οκτωβρίου 1986. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού, το έργο διαδραματίζεται στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Ενας μουσικός που κινείται ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και στην τρέλα, φρικτά παραμορφωμένος (εξαιτίας του δηλητηρίου που πήρε η μητέρα του όταν έμεινε έγκυος για να διακόψει την εγκυμοσύνη), κρύβεται από όλους σε μυστικά δωμάτια κάτω από την Οπερα των Παρισίων. Εκεί ακούει και ερωτεύεται τη νεαρή σοπράνο Κριστίν. Γίνεται δάσκαλος και προστάτης της, τη μυεί στα μυστικά του κλασικού τραγουδιού και τη βοηθά να εξελιχθεί σε αστέρι της όπερας. Την ερωτεύεται. Ο δικός της, ωστόσο, έρωτας για τον νεαρό υποκόμη Ραούλ και η απέχθειά της όταν αντικρίζει το πραγματικό πρόσωπό του μέντορά της, το παραμορφωμένο πρόσωπο πίσω από τη μάσκα, πυροδοτούν τη ζήλεια και την οργή του και τον οδηγούν σε πράξεις αψυχολόγητες και παράνομες. Την ίδια στιγμή, ο Ραούλ προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει και να σώσει την αγαπημένη του και η Κριστίν διχάζεται ανάμεσα στους δύο άνδρες αλλά και ανάμεσα στην ανάγκη της να υπηρετήσει την τέχνη της και στην επιθυμία της να ζήσει τον έρωτα. Ο Γουέμπερ εκτός από τη μουσική έγραψε και το λιμπρέτο, σε συνεργασία με τον Ρίτσαρντ Στίλγκοου. Τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Τσαρλς Χαρτ. Το 1985 παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά αποσπάσματα από το έργο στο Sydmonton Court, το ιστορικό καστρόσπιτο όπου ζει ο συνθέτης, στο Χάμπσαϊρ. Ακολούθησε η λονδρέζικη πρεμιέρα. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο Κρόφορντ, το φάντασμα, τιμήθηκε για την ερμηνεία του με το Βραβείο Λόρενς Ολίβιε. Δύο χρόνια μετά πήρε και το Βραβείο Tony. Η Μπράιτμαν με τις αστραφτερές ψηλές νότες βρήκε στο πρόσωπο και στη στρατοσφαιρική τεσιτούρα της Κριστίν τον σημαντικότερο ρόλο της καριέρας της.
140.000.000 θεατές σε πάνω από 40 χώρες
Τον Ιανουάριο του 1988 η παραγωγή µεταφέρθηκε και στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Ακολούθησαν παραστάσεις σε όλον τον κόσμο και περιοδείες θιάσων όπως εκείνος που θα εμφανιστεί τώρα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Η ηχογράφηση που έκανε το original cast έγινε τέσσερις φορές πλατινένια στις ΗΠΑ πουλώντας περισσότερα από 4.000.000 αντίτυπα. Θριαμβευτική ήταν η πορεία της και στην Ευρώπη, καθώς μόνο στη Γερμανία πουλήθηκαν 1.500.000 αντίτυπα. Στην Αγγλία ο δίσκος έγινε τρεις φορές πλατινένιος. Το 2006, στο The Venetian του Λας Βέγκας, ανέβηκε μια σπέσιαλ εκδοχή με τον τίτλο «Phantom: The Las Vegas Spectacular», με την τεράστια σκηνή να χτίζεται ειδικά για την παράσταση, ώστε να θυμίζει το παρισινό Palais Garnier. Το 2010 ανέβηκε στο Λονδίνο το sequel του έργου, ένα νέο μιούζικαλ με τον τίτλο «Love Νever Dies». Η υποδοχή του από κοινό και κριτική ήταν μάλλον χλιαρή και είναι εύκολο να καταλάβουμε το γιατί ακούγοντας την ηχογράφηση: Εκτός από ένα-δυο τραγούδια, η μουσική του Γουέμπερ είναι μάλλον πληκτική και ανέμπνευστη, δεν έχει καμία σχέση με τη γεμάτη χρώματα και ένταση μουσική του παλιού «Φαντάσματος». Η μεταφορά του έργου στο Μπρόντγουεϊ ακυρώθηκε. Στο μεταξύ, το παλιό «Φάντασμα» εξακολουθούσε τη θριαμβευτική του πορεία, με διαδοχικά ανεβάσματα σε περισσότερες από 40 χώρες και 180 πόλεις, σε περισσότερες από 17 γλώσσες και με περισσότερα από 140.000.000 εκατομμύρια θεατές να το αποθεώνουν. Η παραγωγή μέχρι σήμερα έχει κερδίσει περισσότερα από 70 βραβεία, το μεγαλύτερο όμως βραβείο της είναι η αποδοχή από το κοινό που την κρατά στη σκηνή όλα αυτά τα χρόνια. «Είναι μια υπέροχη παραγωγή» δήλωσε ο Γουέμπερ όταν κυκλοφόρησαν τα νέα για την επικείμενη ολοκλήρωση των παραστάσεων στη Νέα Υόρκη. «Θα είμαι λυπημένος το βράδυ που θα πέσει η αυλαία, περάσαμε όμως υπέροχα. Δεν νομίζω πως θα ξαναδούμε κάτι σαν αυτό, εγώ τουλάχιστον δεν θα ξαναδώ». Ο διάσηµος συνθέτης συµπλήρωσε πως παρά το τέλος του νεοϋορκέζικου «Φαντάσµατος» και παρότι ο ίδιος διανύει πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής του, δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει το Μπρόντγουεϊ, αν και ο προ ηµερών θάνατος του 43χρονου γιου του, Νίκολας, µπορεί να φέρει δραµατικές ανατροπές στα όποια σχέδια είχε κάνει µέχρι σήµερα. Κατά τα άλλα, αν και «Το φάντασµα της όπερας» αποχαιρετά τη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, θα συνεχίσει να παίζεται στο Λονδίνο. Παραστάσεις του αυτή την περίοδο δίνονται, µεταξύ άλλων, στην Οσάκα της Ιαπωνίας (έως τις 27 Αυγούστου) και στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Σύµφωνα µε δηµοσιεύµατα, µέσα στο 2023 θα παιχτεί και στην Κίνα, για πρώτη φορά στα µανδαρινικά.