H 25η Μαρτίου είναι η αγαπημένη εθνική εορτή των Ελλήνων για δύο λόγους: ο πρώτος γιατί ενώ πρόκειται για την ημερομηνία της έναρξης της Επανάστασης, στο μυαλό όλων υπάρχει το αποτέλεσμά της ως κάτι το εξαιρετικό – η πατρίδα μας απελευθερώθηκε. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπάρχουν πρόσωπα τα οποία με αυτή ταυτίζονται: ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα, ο Κανάρης, ο Παπαφλέσσας επανέρχονται κάθε χρόνο τέτοια ημέρα στο προσκήνιο με τις θεαματικές τους ιστορίες.
Η άλλη μας εθνική εορτή, η 28η Οκτωβρίου, είναι μια ιστορία πατριωτικής αντίστασης χωρίς αναγνωρίσιμα πρόσωπα: η πινακοθήκη των ηρώων της είναι σχεδόν άδεια. Ενώ η 25η Μαρτίου έχει του κόσμου τους ήρωες, σαν ταινία της Marvel.
Τους γνωρίζουμε αυτούς τους ήρωες; Νομίζω ελάχιστα. Η εντύπωσή μας για τους περισσότερους έχει διαμορφωθεί από όσα μάθαμε στο μάθημα της Ιστορίας στα σχολεία και από όσα είδαμε κυρίως στις ελληνικές ταινίες που κάθε χρόνο επαναπροβάλλουν τα τηλεοπτικά κανάλια, σαν αυτό να αποτελεί ένα είδος του τελετουργικού της γιορτής – κάτι σαν τις σχολικές και τις στρατιωτικές παρελάσεις π.χ.
Οι ταινίες αυτές δεν είναι πολύ μακριά από τα αποσπάσματα της Ιστορίας όπως τη διδαχθήκαμε στην τάξη: υπηρετούν ένα είδος Ιστορίας σε συσκευασία ηρωισμού, που πλησιάζει τα κόμικς. Σου παρουσιάζουν ό,τι θες να δεις, με κάμποση εθνικολαϊκότητα, και όλες βασίζονται στο υπέροχο σταριλίκι των πρωταγωνιστών στους οποίους βασίστηκαν.
Η «Μαντώ Μαυρογένους» και η Τζένη Καρέζη, για παράδειγμα, είναι το ίδιο πρόσωπο: μια ηρωίδα ατσαλάκωτη και λαμπερή. Οι διάλογοι της ταινίας αναδεικνύουν ό,τι μάθαμε στο σχολείο: μια ηρωίδα που βάζει την πατρίδα πιο ψηλά από την ευτυχία της. Οταν η μάνα της τής επισημαίνει ότι πρέπει να παντρευτεί, θυμώνει. «Ξέρεις τι να λες στις προξενήτρες, μάνα; Οτι θα παντρευτώ όποιον θα κόψει και θα αραδιάσει στην αυλή μου τα περισσότερα κεφάλια Τούρκων». «Ε, είσαι τελείως τρελή!», της απαντά η μητέρα της, που θέλει εγγόνια.
Σε μια σκηνή, η οποία για εμένα αποτελεί την πρώτη ωδή στον επερχόμενο φεμινισμό, η Μαντώ κάνει πρόταση γάμου στον Δημήτριο Υψηλάντη. «Θες να παντρευτούμε;». «Δεν είναι ώρα τώρα» απαντά ο Πέτρος Φυσσούν, που υποδύεται τον πρίγκιπα: η Επανάσταση η Ελληνική, αντίθετα, για παράδειγμα, από τις λατινοαμερικανικές, δεν αφήνει περιθώρια για έρωτες.
Το ίδιο συμβαίνει και στο έπος που λέγεται «Παπαφλέσσας». Και αυτός δύο εχθρούς έχει: τους Τούρκους και τον έρωτα της Κατερίνας. Η Κάτια Δανδουλάκη, που υποδύεται την Κατερίνα, η οποία ονειρεύεται να γίνει παπαδιά, είναι και αυτή πρώτα από όλα γυναίκα. «Ορίζω τη ζωή μου όπως εσύ» του λέει του Παπαφλέσσα σε μια σκηνή και αφού αυτός της αρνείται τον έρωτα που του ζητά, τον κατηγορεί: «Για να ξεχωρίζεις έγινες δεσπότης, εμένα δεν με λογάριασες».
«Δεν είμαι άγγελος εγώ, βρες έναν άντρα να σε αγαπάει» της απαντά εκείνος. «Ησουνα ο πρώτος και θα ‘σαι ο στερνός» του ορκίζεται αυτή. «Ερχονται ώρες που μου φαίνεσαι ψηλός ως τον ουρανό. Σαν να μην πατάς στη γη» του λέει.
«Μήπως θα με πεις και αερικό; Χώμα είμαι και νερό, Κατερίνα» απαντά αυτός, σκληρός όπως πάντα. «Μια νύχτα ολόκληρη μονάχοι, δεν θα το μάθει κανείς. Ελα, αυτό σου ζητώ» τον παρακαλάει εκείνη. «Γεια σου, Κατερίνα» της λέει ο ήρωας και φεύγει μέσα στη νύχτα και όλο θα ήταν τέλειο, αν στον ρόλο της Κατερίνας ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Οι ταινίες αυτές, όπως περίπου και τα εγχειρίδια της ηρωικής μας Ιστορίας που διδαχθήκαμε στο σχολείο, έχουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα: τονώνουν το πατριωτικό φρόνημα. Αποδίδουν την Ιστορία με πραγματικούς όρους; Ούτε για αστείο! Αλλά υπάρχει, άραγε, ανάγκη μιας γενικής γνώσης της Ιστορίας από όλους μας; Δυσκολεύομαι να απαντήσω καταφατικά.
Ο κόσμος δεν θέλει πάντα να ξέρει τι έγινε. Πολλές φορές τού αρκεί να πιστεύει πως ξέρει. Και στις εθνικές επετείους γιορτάζει την πίστη του. Και τη σιγουριά του ότι ο ηρωισμός του Παπαφλέσσα, η γενναιοδωρία της Μαυρογένους και οι περιπέτειες της Μπουμπουλίνας ήταν σαν αυτές που βλέπει στην τηλεόραση.
Ο κόσμος δεν θέλει πάντα να ξέρει τι έγινε. Πολλές φορές τού αρκεί να πιστεύει πως ξέρει.
Το 2021 γιορτάσαμε τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Εξαιτίας της πανδημίας οι εκδηλώσεις ήταν μάλλον λιτές: λίγα πράγματα μας έμειναν στο μυαλό. Αν κάτι υπήρξε τότε ήταν μια μεγάλη σε εύρος κυκλοφορία βιβλίων για την Επανάσταση, που ήταν άλλωστε πάντα ένα από τα αγαπημένα θέματα των ιστορικών – αλλά και μια ωραία ευκαιρία που είχαν όλοι τους για καβγάδες.
Η επέτειος των διακοσίων χρόνων έδωσε σε πολλούς τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τις δικές τους έρευνες και τα δικά τους συμπεράσματα: το έκαναν και ξένοι, όπως π.χ. ο φιλέλληνας Μαρκ Μαζάουερ. Το ωραιότερο βιβλίο που τότε γράφτηκε, κατά τη γνώμη μου, ήταν «Ο ενδοξότερος αγώνας» του εξαιρετικού αφηγητή Αριστείδη Ν. Χατζή.
Ο Χατζής ξαναζωντανεύει κατά κάποιον τρόπο την εποχή. Δεν γράφει μια ωραιοποιημένη ιστορία της Επανάστασης, αλλά αφηγείται τις δυσκολίες της, πολλές από τις οποίες προέκυψαν και από την έλλειψη οργάνωσής της, τους μικρούς και μεγάλους ανταγωνισμούς των εξεγερμένων και την έλλειψη μεγάλων προσωπικοτήτων που μπορούσαν να σχεδιάσουν τον Αγώνα υποδειγματικά.
Ο Χατζής μιλάει για τη διστακτικότητα των οπλαρχηγών της Δυτικής Ρούμελης, για τα λάθη που επέτρεψαν στους Τούρκους να φτάσουν γρήγορα και σχεδόν ανενόχλητοι στην Πελοπόννησο για να καταπνίξουν την εξέγερση, για τη σημαντικότητα του βρετανικού Τύπου που ανακάλυψε την Επανάσταση προτού η ίδια η αγγλική κυβέρνηση καταλάβει τη σημασία της, για τα συνεχή διλήμματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, για τον ρόλο άγνωστων σημαντικών οπλαρχηγών όπως ο Κωνσταντίνος Δούκας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Σάββας Φωκιανός, οι οποίοι στα βιβλία της σχολικής Ιστορίας μας δεν χώρεσαν.
Κι όμως, αυτό που σου τρυπάει το μυαλό μετά την ανάγνωση του υπέροχου αυτού βιβλίου είναι ότι η Μαίρη Σέλεϊ ήταν ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που ήταν ωραίος σαν πρίγκιπας και τόσο μεγάλος γυναικοκατακτητής που είναι να απορείς πώς δεν έγινε και η δική του περίπτωση ταινία τής Finos Film. Γιατί; Γιατί η Επανάσταση, για να έχει στο θυμικό μας τη σωστή διάσταση, πρέπει να έχει ήρωες με πάθη και λάθη. Οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα γεγονότα και την ακρίβειά τους. Οχι στους κύκλους των ιστορικών ερευνητών και των πανεπιστημιακών δασκάλων. Αλλά στο μυαλό το δικό μας.
Η Επανάσταση, για να έχει στο θυμικό μας τη σωστή διάσταση, πρέπει να έχει ήρωες με πάθη και λάθη.
Η 25η Μαρτίου είναι η αγαπημένη εθνική γιορτή μας γιατί είναι μια συρραφή πράξεων ηρώων που διακόσια χρόνια αργότερα αισθανόμαστε ότι είναι δικοί μας άνθρωποι. Οχι γιατί τους ξέρουμε καλά, αλλά γιατί αστάθμητοι παράγοντες μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως ήταν η καλύτερη εκδοχή της Ελλάδας μας και όχι απλώς αυτοί που κήρυξαν τον απελευθερωτικό Αγώνα.
Με τον καιρό είναι σαν τη σχολική Ιστορία να τη γράψαμε εμείς και να τη φέραμε στα μέτρα μας: οι εικόνες των ταινιών φουστανέλας εξυπηρετούν την ανάγκη μας να βλέπουμε ήρωες λαμπερούς – πιο λαμπερούς από εμάς. Θα μας εξυπηρετούσε αν ξέραμε τα ελαττώματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη; Θα ήμασταν καλύτεροι πατριώτες αν ξέραμε ακόμα πιο πολλές λεπτομέρειες για τον Παπαφλέσσα; Θα ήμασταν την ημέρα της γιορτής περισσότερο υπερήφανοι αν ξέραμε τα λάθη των οπλαρχηγών, τη διστακτικότητα των προεστών, τις κακές εκτιμήσεις των πρώτων μας κυβερνητών; Πολύ αμφιβάλλω.
Και η αληθινή Ιστορία; Η αληθινή Ιστορία είναι δουλειά των ιστορικών – δουλειά πάρα πολύ χρήσιμη και πάρα πολύ σοβαρή και για όσους θέλουν να την ανακαλύψουν συναρπαστική και υπέροχη. Αλλά κάθε 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τη μυθολογία της ημέρας αυτής. Που μας είναι πάντα κομμάτι απαραίτητη…