«Ο αγώνας μας είναι ενάντια στα αληθινά και όχι στα φανταστικά βάσανα» είχε πει ο Νέλσον Μαντέλα στην ιστορική απολογία του τον Απρίλιο του 1964 στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πρετόρια, για να συνεχίσει: «Το παράπονο των Αφρικανών δεν είναι μόνο ότι αυτοί είναι φτωχοί και οι λευκοί πλούσιοι, αλλά και ότι οι νόμοι έχουν σχεδιαστεί από τους λευκούς ώστε να συντηρούν αυτή την κατάσταση. (…)
Κατά τη διάρκεια της ζωής μου αφιέρωσα τον εαυτό μου στον αγώνα του αφρικανικού λαού. Εχω πολεμήσει ενάντια στη λευκή κυριαρχία, όπως έχω πολεμήσει ενάντια στη μαύρη κυριαρχία. Εχω αγαπήσει το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας, στην οποία όλα τα άτομα ζουν μαζί σε αρμονία και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδεώδες για το οποίο ελπίζω να ζήσω, ώστε να το επιτύχω. Αν χρειαστεί, όμως, είναι ένα ιδεώδες για το οποίο είμαι έτοιμος να πεθάνω».
Η Αφρική που πάντα υποφέρει
Ο κορυφαίος αγωνιστής του κινήματος κατά του απαρτχάιντ φυλακίστηκε, πέρασε χρόνια δύσκολα, όμως επέζησε, δικαιώθηκε και δοξάστηκε, για να γίνει ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της πατρίδας του, της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής. Και για να συνεχίσει να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των κατοίκων της Μαύρης Ηπείρου.
Αν και (για να είμαστε δίκαιοι) από την πορεία του δεν έλειψαν και οι γκρίζες σελίδες (βλέπε Γουίνι Μαντέλα), χθες, Κυριακή, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατό του και το όνομά του εξακολουθεί και προκαλεί θαυμασμό και το παράδειγμά του να δείχνει τον δρόμο.
Εναν δρόμο γεμάτο πάντα πόνο και αγκάθια, καθώς η Αφρική συνεχίζει να υποφέρει, με την κατάσταση να επιδεινώνεται με τις περικοπές στη διεθνή βοήθεια λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων που μαστίζουν τον κόσμο. Και με τις φυσικές καταστροφές (αποτελέσματα και της κλιματικής αλλαγής, κυρίως αυτής) να κάνουν το σκηνικό όλο και πιο δυσοίωνο.
«Ενας γίγαντας της εποχής μας»
Σε έναν τέτοιο κόσμο περιπτώσεις σαν αυτή του αφρικανού ακτιβιστή και πολιτικού μοιάζουν κάτι παραπάνω από πολύτιμες. Χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα που απηύθυνε εορτάζοντας τη Διεθνή Ημέρα Νέλσον Μαντέλα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, σύμφωνα με το οποίο: «Ο Μαντέλα ήταν ένας κολοσσός θάρρους και αποφασιστικότητας.
Ενας ηγέτης με τεράστια επιτεύγματα και εξαιρετική ανθρωπιά. Ενας γίγαντας της εποχής μας, του οποίου την κληρονομιά τιμούμε καλύτερα μέσω της δράσης: Δράση για την εξάλειψη του δηλητηρίου του ρατσισμού, των διακρίσεων και του μίσους. Δράση για την εξάλειψη της κληρονομιάς της αποικιοκρατίας. Και δράση για την προώθηση της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, πάνω απ’ όλα, της δικαιοσύνης.
Σήμερα, η φτώχεια, η πείνα και η ανισότητα αυξάνονται. Οι χώρες πνίγονται στα χρέη. Η κλιματική κρίση καταστρέφει τις ζωές εκείνων που ευθύνονται λιγότερο για τη δημιουργία της. Το άδικο και ξεπερασμένο διεθνές χρηματοπιστωτικό μας σύστημα δεν εκπληρώνει τη λειτουργία του ως παγκόσμιο δίχτυ ασφαλείας. Εχουμε τη δυνατότητα να λύσουμε καθένα από αυτά τα προβλήματα.
Ετσι, καθώς τιμούμε τη ζωή και την κληρονομιά του Μαντέλα, ας εμψυχωθούμε από το πνεύμα ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης που τον διέκρινε. Ας σταθούμε στο πλευρό των γυναικών και των κοριτσιών, των νέων και των φορέων αλλαγής παντού. Και ας αναλάβουμε δράση για να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμο».
Η γέννηση ενός «Ταραχοποιού»
Ο Νέλσον Μαντέλα γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918 στο χωριό Μβέζο στη Νότια Αφρική. Σχεδόν προφητικά, το όνομα που του δόθηκε στα Κόσα (μια από τις επίσημες γλώσσες της πατρίδας του) ήταν Χολιλάλα, δηλαδή «Ταραχοποιός».
Το αγγλικό «Νέλσον» το πρόσθεσε στα εννέα του χρόνια η δασκάλα του, κατά την παράδοση που ήθελε τα παιδιά που φοιτούσαν σε χριστιανικό σχολείο να φέρουν και χριστιανικό όνομα.
Το αγόρι μεγάλωσε με την οικογένεια της μητέρας του (η οποία ήταν η τρίτη σύζυγος του πολιτευτή πατέρα του) βοηθώντας στις καθημερινές δουλειές, κυρίως στη βοσκή των ζώων.
Οταν ο πατέρας του πέθανε, την κηδεμονία του ανέλαβαν με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας του ένας τοπικός άρχων και η σύζυγός του, άνθρωποι που τον περιέβαλαν με μεγάλη αγάπη.
Μεγαλώνοντας ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε: Η συμμετοχή του σε δράση για την κακή ποιότητα των τροφίμων οδήγησε στην αποβολή του.
Την ίδια εποχή έφυγε από το σπίτι του για να αποφύγει τον γάμο που του ετοίμαζαν οι δικοί του. Πήγε στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου εργάστηκε μεταξύ άλλων ως νυχτοφύλακας σε ορυχεία αλλά και σε δικηγορικό γραφείο.
Πνεύμα ανήσυχο, άρχισε να παρακολουθεί τις συναντήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου όμως δεν έγινε μέλος. Και συνέχισε τις σπουδές του διά αλληλογραφίας.
Ως δικηγόρος πια, εντάχθηκε, το 1944, στο ANC, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, που όμως το 1960 κηρύχθηκε από το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής παράνομο.
Στις 12 Ιουνίου 1964 ο Νέλσον Μαντέλα μαζί με συναγωνιστές του καταδικάστηκε σε ισόβια και εστάλη στις φυλακές του νησιού Ρόμπεν, όπου έμεινε (σε άθλιες συνθήκες και σε ένα κελί τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων) ως το 1982.
Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές του Πόλσμουρ, ως τις 11 Φεβρουαρίου 1990, οπότε απελευθερώθηκε λόγω των πολιτικών εξελίξεων που άλλαζαν εντελώς το σκηνικό στη χώρα του.
Το 1993 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης από κοινού με τον Φρεντερίκ ντε Κλερκ (τον τελευταίο πρόεδρο επί καθεστώτος απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και τον άνθρωπο που τον απελευθέρωσε).
Το 1994 ο Νέλσον Μαντέλα έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής μετά το απαρτχάιντ, κερδίζοντας τις πρώτες εκλογές όπου ψήφισαν και λευκοί και μαύροι.
Αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση έπειτα από πέντε χρόνια, το 1999, συνεχίζοντας όμως στην πραγματικότητα να ασχολείται με τα προβλήματα των φτωχών, με τον ακτιβισμό και με τον αγώνα κατά του AIDS (ασθένεια από την οποία έχασε έναν από τους γιους του).
Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 95 ετών, στο σπίτι του στο Χάουτον, κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής κήρυξε δεκαήμερο εθνικό πένθος. Η σορός του ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η κηδεία του έγινε παρουσία δεκάδων πολιτικών αρχηγών και προσωπικοτήτων από όλον τον κόσμο.
H Γουίνι και τα σκάνδαλα
Λίγο μετά και έπειτα από έρευνα που διεξήγαγαν οι Αρχές αποκαλύφθηκε πως για αυτή την πολυσυζητημένη και πολυπροβεβλημένη κηδεία είχαν κατασπαταληθεί περισσότερα από 22 εκατομμύρια δολάρια, ανάμεσά τους χρήματα που προορίζονταν για εργασίες βελτίωσης των συνθηκών υγιεινής σε νοσοκομεία και σχολεία.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που γύρω από το όνομα του Μαντέλα είχε στηθεί χορός εκατομμυρίων. Σε οικονομικά σκάνδαλα είχε βρεθεί μπλεγμένη και η δεύτερη σύζυγός του, και όχι μόνο σε τέτοια!
Γεννημένη το 1936, η Γουίνι Μαντικιζέλα Μαντέλα κατάφερε να σπουδάσει κοινωνική λειτουργός, πράγμα σχεδόν αδύνατο στη Νότια Αφρική εκείνης της εποχής για μια μαύρη γυναίκα.
Παντρεύτηκε τον Μαντέλα το 1958. Κατά τη διάρκεια των 27 ετών που ο άνδρας της ήταν φυλακισμένος ανέπτυξε έντονη δράση για την απελευθέρωσή του καθώς και για τα δικαιώματα των Αφρικανών.
Διώχθηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε. Αντεξε και λατρεύτηκε από τον λαό της σαν θεά. Ομως όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο δυνατά ακούγονταν και οι φωνές που την κατηγορούσαν για κατάχρηση εξουσίας και για διαφθορά.
Κάποια στιγμή η Γουίνι καταδικάστηκε για την απαγωγή ενός 14χρονου αγοριού που είχε βασανιστεί μέχρι θανάτου από τους σωματοφύλακές της. Οι οποίοι σωματοφύλακες (άνδρες με κακή παιδική ηλικία που επέλεγε η ίδια για να την υπηρετούν τυφλά) είχαν και άλλες φορές κακοποιήσει αντιπάλους της – οι κατηγορίες εναντίον τους/της αφορούσαν δεκαοκτώ εγκληματικές πράξεις.
Ακόμα περισσότερες κατηγορίες, αυτή τη φορά για οικονομικές καταχρήσεις, κλοπές και απάτες, ήρθαν αμέσως μετά για να οδηγήσουν στην απομάκρυνσή της από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο του οποίου αποτελούσε βασικό στέλεχος.
Η Γουίνι ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν δήλωσε μετάνοια. Αν και βρισκόταν σε διάσταση με τον Μαντέλα, η επιρροή της επάνω του ήταν τέτοια ώστε να τη διορίσει υφυπουργό Τεχνών, Πολιτισμού, Επιστήμης και Τεχνολογίας στην κυβέρνησή του.
Μια υπουργός που μπλέχτηκε σε νέα οικονομικά (αλλά και ερωτικά) σκάνδαλα, με αποτέλεσμα την οριστική αποπομπή της από την πολιτική ζωή της Νότιας Αφρικής και τον οριστικό χωρισμό της από τον σύζυγό της το 1996 – με επίσημη αιτία τις απιστίες της.
Μετά τον θάνατο του Μαντέλα, η Γουίνι ξεκίνησε δικαστική διαμάχη για να προσβάλει τη διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία δεν της άφηνε τίποτε!
Μια από τις τελευταίες σκανδαλώδεις πράξεις της ήταν η πώληση χώματος από τον κήπο του σπιτιού όπου είχε ζήσει με τον λαοφιλή ηγέτη για εκείνους που ήθελαν να έχουν… κάτι δικό του.
Το συνόδευε με πιστοποιητικό αυθεντικότητας. Η Γουίνι Μαντέλα έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2018 στο Γιοχάνεσμπουργκ, πέντε χρόνια μετά τον πρώην σύζυγό της. Ηταν 81 ετών. «Εχω καλή σχέση με τον Μαντέλα», είχε πει, «αλλά δεν είμαι προϊόν του Μαντέλα. Είμαι προϊόν του λαού μου, είμαι και προϊόν των εχθρών μου».