«Η καταστροφή της Μυκόνου το ’22». Ετσι τιτλοφορεί ο Γιώργος Βέλτσος το νέο του βιβλίο (εκδ. Πατάκη). Δεν πρόκειται για μια καθαρά ποιητική συλλογή, δεν πρόκειται για μια διαμαρτυρία. Αντίθετα, αποτελεί ένα παλίμψηστο πεζών κειμένων, ποιημάτων αλλά και φωτογραφιών. Ο Γιώργος Βέλτσος έρχεται αντιμέτωπος με το νησί των παιδικών του χρόνων και αντικρίζει τη σημερινή Mykonos, καταθέτοντας τελικά ένα προσωπικό σχόλιο για την ποίηση.
Κύριε Βέλτσο, ποια ανάγκη σας δηµιούργησε το νέο βιβλίο σας «Η καταστροφή της Μυκόνου το ’22»;
«Δεν είναι τυχαίο πως το «μότο» που θέτω στην πρώτη σελίδα αυτού του βιβλίου είναι από το πεζογράφημα «Το σπίτι μου» της Μέλπως Αξιώτη, αυτής της Μυκονιάτισσας, που εξορίστηκε για τα αριστερά της φρονήματα και επέστρεψε μετά από χρόνια για να πεθάνει στην πατρίδα της. Το αντιγράφω: «Oχι, να μην το γράψεις ποτέ. Ποτέ να μην το γράψεις το τελευταίο βιβλίο σου… Για σκέψου! Να σε αναζητούν εκείνη μόλις τη στιγμή οι αναγνώστες για να σε γνωρίσουν, ενώ εσύ να έχεις ήδη πεθάνει!». Σκέφτομαι, σε όσα έχω να σας πω στραμμένα προς το παρελθόν μου, ότι υπάρχει και το μέλλον στο οποίο ανήκει το έργο που αφήνει ο καθένας μας. Τα βιβλία μου… Αυτό το «μου» όμως, – ανεπτυγμένο στη σελίδα με τα «έργα του ιδίου»- είναι η γελοία πλευρά της κτητικής αντωνυμίας «μου». Γι’ αυτόν τον λόγο στην «Καταστροφή της Μυκόνου το ’22», με αυτόν τον ειρωνικό τίτλο, θέτω ξανά το πρόβλημα του βιβλίου. Και δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να διακρίνω τα ποιήματα από τα άρθρα στην εφημερίδα. Και επειδή σε τίποτα δεν με βοήθησαν οι αποστάσεις από τα πολιτικά πράγματα και επειδή κατόρθωσα να στρέψω εναντίον μου αυτή την ευκολία της τήρησης των αποστάσεων, είμαι γνωστός με το επίθετό μου, αφήνοντας το όνομα για τους λίγους αναγνώστες της ποίησής μου. Να λοιπόν και με αυτό το βιβλίο μια μαρτυρία της ζωής μου, μια «διαθήκη», αφού «testis» είναι ο μάρτυρας και αφού, όπως λένε, «κανείς δεν μαρτυρά για τον μάρτυρα». Eγραψα ποίηση θεωρώντας το ποίημα σαν αποτέλεσμα της ονοματοθεσίας. Θα έλεγα σαν μια οιονεί έννοια για να κατανοήσω τη θεωρία και τους ερμηνευτικούς δείκτες που πυροδοτεί η ανάγνωση και η γραφή. Μένω, λοιπόν, στην εικόνα εκείνου του γράμματος στον πίνακα, που μας βάζει ο οφθαλμίατρος να διαβάσουμε από απόσταση κατά την εξέταση για τον βαθμό μυωπίας μας, ώστε να πω ότι το ποίημα είναι ένα τέτοιο «γράμμα» που πρέπει να το «δεις» σωστά και όχι απαραιτήτως να το καταλάβεις».
Τι είναι για εσάς τελικά το επονοµαζόµενο Νησί των Ανέµων;
«Σας απαντώ μονολεκτικά: Mykonos. Και όχι Μύκονος. Αυτή η αναγραφή του ονόματός της στην ξένη γλώσσα για τα τουριστικά φυλλάδια είναι το Νησί των Ανέμων».
«Δεν παλιννοστούµε στη Μύκονο/ Πλένουµε στο ήµαρ τα ξεραµένα της οστά» γράφετε…
«Να ένας στίχος μου που παραλλάσσει εκείνον τον λαϊκό καημό της φτωχής Μυκόνου που ξόριζε τα παιδιά της για χτίστες στην Αθήνα και τον Πειραιά: «Αλί, καημένη Μύκονο/ τα τέκνα σου ‘ξορίζεις/ τον ξένο κάνεις εδικό/ κι εμέ δε με γνωρίζεις». Εγώ, που γνώρισα τον τυφλό συγκολλητή των αγγείων, Γιώργη Πολυκανδριώτη, στο Μουσείο της Μυκόνου, όταν παιδί καθόμουν με τις ώρες να δω τη δουλειά του, «έχω το δέρμα αυτού που αγάπησε το χώμα/ Είμαι ο ίδιος με αυτό που του ξέφυγα/ (…) Δεν βαλσαμώθηκα όμως για το βεστιάριο των ποιητών»».
Αλήθεια, ποια είναι η πρώτη σας ανάµνηση από το νησί;
«Η πρώτη μου άφιξη από την Αθήνα, τον Ιούνιο του ’45, σε ένα καλαθάκι που κράταγε ο παππούς μου ταξιδεύοντας σε μια κορβέτα του πολεμικoύ Ναυτικού – πάνω στην κουβέρτα στο κατάστρωμα – γιατί τα ακτοπλοϊκά είχαν βομβαρδιστεί στον Πειραιά. Από τότε, όταν περνώ με το βαπόρι από τις Καβοκολώνες – τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο –
ξέρω ότι μετά το υπήνεμο του Σαρωνικού και της Αθήνας αρχίζει η φουρτούνα των αναμνήσεων, εκεί στο πατρογονικό σπίτι».
Η µητέρα σας, η Αννα Βέλτσου, υπήρξε µια εµβληµατική µορφή της Μυκόνου. Ποιες είναι οι δικές σας αναµνήσεις από τον µύθο της Μυκόνου που εκείνη ύφανε;
«Ναι, η Αννα Βέλτσου υπήρξε, όπως λέτε, μια εμβληματική μορφή της Μυκόνου. Η παρέα της, ο Τάκης Χορν, η Μελίνα, αργότερα ο Ντεσέ και ο Γκι Λαρός, τελευταία ο Γκοτιέ και ο Φερέ, ήταν άνθρωποι που γνώρισα. Θυμάμαι μικρός, στη βεράντα του σπιτιού, να αλλάζω τις βελόνες κάθε δεύτερη φορά που παιζόταν ο δίσκος στο γραμμόφωνο. Βλέπω τη Μελίνα να χορεύει και δεν ξεχνώ την εκδρομή μας, τη δεκαετία του ’50, στη Δήλο».
«Ενθάδε κείµαι/ σαν την κατοχική δραχµή/ φθαρµένος και συλλεκτικός/ σε γυάλινη προθήκη/ γέροντος αργυραµοιβού/ στη Σοφοκλέους» γράφετε. Σε πολλά ποιήµατα του βιβλίου διακρίνεται µια αγωνία απέναντι στον πανδαµάτορα χρόνο…
«Εχω ήδη τρομάξει και επιφυλάσσω για τον εαυτό μου το δώρο του γήρατος: να έχω το δικαίωμα να μην είμαι πια ο εαυτός μου».
«Ζέστη. Ηµίγυµνος, αυγουστιάτικα στη σάλα/σε είχα ποιητή για τα «µεγάλα»/ παλιό καθρέφτη, αρχοντικό/ Σε στρίµωξα. Με «κόβεις» στη γωνία/ Προσβλέποντας σε επικοινωνία, /πίστεψα πως αδράχνω ευκαιρία/ µα δεν συναναστρέφονται θηρία/ Μα µη θαρρείς/ δεν θα καταδεχτώ να βγάλω τα λιβανιστήρια/ Σε ποιητή απευθύνοµαι, όχι σε πρέσβη/ και δεν χρειάζονται διαπιστευτήρια/ Ο,τι είναι να συµβεί αναµετάξυ µας, συνέβη» γράφετε. Ποιος είναι ο ποιητής Γιώργος Βέλτσος; Σε τι διαφέρει από τον στοχαστή;
«Σε αυτό το ποίημα, σχεδόν ομοιοκατάληκτο και στα όρια της «παρενόχλησης» προς τον Σεφέρη, όπως μου είχε πει, αστειευόμενος, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, απευθύνομαι σε μια φωτογραφία του ποιητή που τραβήχτηκε σε ένα καφενείο της παραλίας το ’65. Δεν ξέρω αν η επίδραση αυτή υποκρύπτει πατροκτονία. «Ο ποιητής, επιπλέον της ιδέας του θανάτου, κρατά μέσα του όλο το βάρος αυτού του θανάτου. Αν δεν το κατηγορεί είναι γιατί κάποιος άλλος του το κουβαλάει». Στην περίπτωση αυτή, δυστυχώς για μένα, ο αχθοφόρος είναι η δημοσιότητα.
Σας μίλησα για τη μητέρα μου. Το όνομά της, Αννα, είναι μια καρκινική γραφή. Διαβάζεται και ανάποδα: «άννΑ». Κι επειδή δεν έχω ακόμη κόψει τον ομφάλιο λώρο με αυτή τη δαιμονική γυναίκα, σας προτείνω να τελειώσουμε τη συνέντευξη με το ποίημα που φέρει το όνομά της».