Υπάρχουν εκθέσεις που σου δείχνουν τι έφτιαξαν οι καλλιτέχνες. Και υπάρχουν εκθέσεις που σου δείχνουν τι φόραγαν όταν το έφτιαχναν. Η έκθεση με τίτλο «The Art of Dressing. Dressing like an Artist», που θα φιλοξενείται έως τις 21 Ιουλίου στο Musée du Louvre-Lens, το παράρτημα του Λούβρου στη Βόρεια Γαλλία, κάνει κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: εξετάζει πώς το ντύσιμο των καλλιτεχνών έγινε κομμάτι της ίδιας τους της ταυτότητας – της δημόσιας, της προσωπικής και φυσικά της καλλιτεχνικής.
Πρόκειται για μια έκθεση που εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα του Μουσείου για τη μόδα, άλλωστε τον Ιανουάριο εγκαινιάστηκε στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι η «Louvre Couture», η οποία τοποθέτησε τη σύγχρονη μόδα και αξεσουάρ ανάμεσα σε έργα τέχνης και έπιπλα για να αποκαλύψει έναν διάλογο ανάμεσα σε τέχνες και εποχές.
Στην έκθεση που πραγματοποιείται στο Λούβρο της Λανς παρουσιάζονται περισσότερα από 200 έργα τέχνης – πίνακες, γλυπτά, σχέδια – καθώς και αντικείμενα, όπως ενδύματα και αξεσουάρ, τα οποία καλύπτουν αιώνες καλλιτεχνικής και ενδυματολογικής αναζήτησης.
Την επιμέλεια της έκθεσης υπογράφουν ο Ολιβιέ Γκαμπέ, διευθυντής του Τμήματος Διακοσμητικών Τεχνών του Μουσείου του Λούβρου (γνωστός και από την πρόσφατη «Louvre Couture»), η Αναμπέλ Τενέζ, διευθύντρια του Musée du Louvre-Lens, και οι ερευνήτριες Μαρί Γκορ και Οντρέ Παλασέν.
Από τα αυστηρά, επίσημα μαύρα κοστούμια των αστών του 19ου αιώνα – καλλιτέχνες εκείνης της εποχής στη Γαλλία όπως οι Εζέν Ντελακρουά και Εντγκάρ Ντεγκά επέλεγαν να αυτοαπεικονίζονται με αυτό το ένδυμα, τη χαρακτηριστική αστική ενδυμασία της περιόδου – μέχρι τα καλειδοσκοπικά φορέματα της Γιαγιόι Κουσάμα, η μόδα στην τέχνη δεν είναι ποτέ ουδέτερη.

«Ο Αγιος Λουκάς ζωγραφίζει την Παρθένο» (1603), του Νίκολας βαν Χούι. Direction des Musees de Dijon/Francois_Jay
Είναι μια γλώσσα, μια δήλωση, ενίοτε και μια μάσκα. Ολοι οι συντελεστές συνεργάστηκαν για να στήσουν μια έκθεση-καθρέφτη, η οποία δεν αντικατοπτρίζει μόνο τον τρόπο που οι καλλιτέχνες παρουσιάζονταν αλλά και το πώς μέσα από το ντύσιμο κατασκευάζουμε την εικόνα μας. Οπως είπε χαρακτηριστικά η Αναμπέλ Τενέζ σε συνέντευξή της στον αμερικανικό Τύπο: «Η τομή μεταξύ τέχνης και μόδας αφορά τους πάντες. Ολοι ντυνόμαστε κάθε μέρα, κάτι που από μόνο του είναι μια πράξη καλλιτεχνικής έκφρασης. Σκέφτηκα: γιατί να μην εξετάσουμε την ιστορία αυτής της σχέσης και να δείξουμε πώς εντάσσεται στη ζωή μας σήμερα;».
Οταν το στυλ λέει την αλήθεια
Η περιήγηση στην έκθεση περιλαμβάνει βεβαίως τα αυτοπορτρέτα, ένα ζωγραφικό είδος όπου το ένδυμα που φορούν οι εικονιζόμενοι/ες αποκτά σημασία στην τέχνη. Είναι μια ενότητα όπου ο Ρέμπραντ (1606-1669), ο μάστερ του φωτός και της αυτοπαρουσίασης, έχει τον πρώτο λόγο. Οι αυτοπροσωπογραφίες του, από εκείνες των νεανικών του χρόνων, όπου διαπνέεται από φιλοδοξία, έως εκείνες της ώριμης φάσης της ζωής του, όπου έχουν επικρατήσει το σκοτάδι και η μελαγχολία, καταγράφουν όχι μόνο το πέρασμα του χρόνου στο πρόσωπό του αλλά και την εξέλιξη της καλλιτεχνικής περσόνας του.
Με τουρμπάνι, γούνες και χλιδή, ο Ρέμπραντ κατασκευάζει μια εικόνα που αναδεικνύει τον καλλιτέχνη ως ήρωα, φιλόσοφο, δημιουργό. Η Ελιζαμπέτ Λουίζ Βιζέ Λε Mπραν (1755-1842), από τις λίγες γυναίκες που κατάφεραν να διακριθούν στο ανδροκρατούμενο εικαστικό σύστημα του 18ου και 19ου αιώνα, εμφανίζεται με ρομαντικά ενδύματα: μακριές εσάρπες, απαλά χρώματα και πάντα με μια ποιητική αύρα να την περιβάλλει. Το ντύσιμό της δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή αλλά είναι και διπλωματία, διεκδίκηση, στρατηγική επιβίωσης.
Η ένδυση ως καλλιτεχνικό statement
Η έκθεση δεν περιορίζεται στο ένδυμα ως αντανάκλαση της ταυτότητας ή της εποχής. Εστιάζει και σε μια πιο βαθιά, δημιουργική διάσταση: τη χρήση του ρούχου ως ενεργού συστατικού της ίδιας της καλλιτεχνικής πράξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ένδυμα δεν είναι απλώς μέσο έκφρασης – είναι το ίδιο το έργο. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νικί ντε Σεν Φαλ, η οποία χρησιμοποιούσε το σώμα της σαν καμβά.
Είτε όταν το κάλυπτε με γλυπτικές «πανοπλίες» είτε όταν το έβαφε στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το ένδυμα γινόταν εργαλείο, προέκταση και σύμβολο του έργου της. Παρόμοια, αλλά με διαφορετική προσέγγιση, η Γιαγιόι Κουσάμα ενσωματώνει το ντύσιμο στο καλλιτεχνικό της σύμπαν. Με τις χαρακτηριστικές πουά στολές της, θολώνει τα όρια ανάμεσα στο ένδυμα και το installation. Στη δική της περίπτωση, η μόδα δεν λειτουργεί διακοσμητικά – είναι η φυσική συνέχεια του εικαστικού της κόσμου, μια ακόμη έκφραση της εμμονής και της επανάληψης που διατρέχουν το σύνολο του έργου της.
Σε αντιπαραβολή με αυτές τις θεατρικές, συμβολικές ενδυματολογικές προσεγγίσεις, η έκθεση παρουσιάζει και το πώς ντύνονται οι καλλιτέχνες όταν εργάζονται στην πράξη. Εκεί, τα ρούχα είναι λιτά, πρακτικά και συχνά λερωμένα με μπογιά ή πηλό, όπως οι χαρακτηριστικές μπλε φόρμες του Ζαν Τινγκελί, του ελβετού ζωγράφου και γλύπτη. Ενα από αυτά τα ενδύματα διατηρήθηκε από την οικογένειά του επί 34 χρόνια μετά τον θάνατό του και παραχωρήθηκε στους επιμελητές της έκθεσης.
Μάλιστα, οι φόρμες του Τινγκελί εκτίθενται δίπλα σε μια ολόσωμη φόρμα Saint Laurent από το 1984 την οποία ο γάλλος μόδιστρος δημιούργησε εμπνεόμενος από το γαλλικό εργατικό σακάκι «bleu de travail». Ετσι, αναδεικνύεται ο διάλογος ανάμεσα στο ένδυμα του εργάτη-καλλιτέχνη και στο ένδυμα ως υψηλή αισθητική πρόταση, δύο διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας δημιουργικής ενέργειας.

Βραδινό φόρεμα- φόρος τέχνης στον Ζορζ Μπρακ, από την ανοιξιάτικη συλλογή του Yves Saint Laurent το 1988 στο Παρίσι.
YSL, ο μεγάλος αλχημιστής
Υπάρχουν και οι δημιουργικές συμπράξεις ανάμεσα σε καλλιτέχνες και σχεδιαστές από τον χώρο της μόδας. Η έκθεση αναδεικνύει αυτές τις γόνιμες συνεργασίες, παρουσιάζοντας ενδύματα εμπνευσμένα από σπουδαία έργα τέχνης και εμβληματικούς δημιουργούς. Είτε πρόκειται για ονόματα-θρύλους του παρελθόντος, όπως η Ελσα Σκιαπαρέλι και ο Ιβ Σεν Λοράν, είτε για σύγχρονους σχεδιαστές, κοινός παρονομαστής είναι η τέχνη ως σημείο εκκίνησης της δημιουργικής τους πορείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Σεν Λοράν, ο οποίος αναδεικνύεται περίπου πρωταγωνιστής σε αυτή την έκθεση, καθώς κατόρθωσε να ντύσει τη μόδα με την αύρα της τέχνης. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκθεση ανοίγει με μια εντυπωσιακή φωτογραφία του 1998, στην οποία πέντε μοντέλα ποζάρουν στην Αίθουσα Yves Saint Laurent της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, έναν χώρο αφιερωμένο στον Ρούμπενς. Η αίθουσα αυτή είχε αποκατασταθεί τη δεκαετία του 1990 εν μέρει χάρη σε γενναιόδωρη δωρεά ενός εκατομμυρίου στερλινών από τον ίδιο τον Σεν Λοράν και τον σύντροφό του Πιερ Μπερζέ.
Στην εικόνα, κάθε μοντέλο φορά ένα διαφορετικό ένδυμα του Σεν Λοράν, εμπνευσμένο από έναν καλλιτέχνη, από το θρυλικό φόρεμα Mondrian του 1965 μέχρι το σακάκι με τα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ από την ανοιξιάτικη συλλογή του 1988, ένα ένδυμα-ωδή στη δύναμη του χρώματος αλλά και στον ίδιο τον ζωγράφο. Ξεχωρίζει επίσης το φόρεμα-αναφορά στον Ζορζ Μπρακ, με κυβιστικά μοτίβα, από την ίδια συλλογή, που ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη σε μεγάλους καλλιτέχνες.
Ο Ιβ Σεν Λοράν δεν είναι απλώς «παρών» στην έκθεση: συνεχίζει να εμπνέει και να διαμορφώνει τη διαδρομή της. Αλλωστε, ήταν εκείνος που στη δεκαετία του 1960 προκάλεσε αίσθηση και έντονη κοινωνική αντίδραση όταν παρουσίασε το θρυλικό σμόκιν για γυναίκες, Le Smoking (1966). Ενα από αυτά τα κομμάτια, σχεδιασμένο το 1995, περιλαμβάνεται στην έκθεση, υπενθυμίζοντας πόσο ριζοσπαστική μπορεί να είναι η μόδα όταν αμφισβητεί τις καθιερωμένες νόρμες.

«Η Ρόζα Μπονέρ στο εργαστήριό της» (1893), της Ζορζ Ασίλ- Φουλντ. Φωτ: Mairie de_Bordeaux F. Deval
Cross dressing πινελιές
Η έκπληξη, όμως, εντείνεται όταν ανατρέξουμε στον 19ο αιώνα, μια εποχή όπου η απλή πράξη μιας γυναίκας να φορέσει παντελόνι θεωρούνταν σκανδαλώδης. Στο πορτρέτο που φιλοτέχνησε το 1893 η Ζορζ Ασίλ-Φουλντ, βλέπουμε τη δασκάλα της Ρόζα Μπονέρ να ζωγραφίζει μια τοπιογραφία φορώντας καφέ παντελόνι και μπλε ιατρική μπλούζα.
«Το να φοράει μια γυναίκα παντελόνια ήταν κοινωνικά απαγορευμένο εκείνη την εποχή» εξηγεί η Αναμπέλ Τενέζ. Και αυτό, όπως ξέρουμε, δεν άλλαξε εύκολα, αλλά ούτε και γρήγορα.
Η έννοια της ανδρογυνίας αποτέλεσε εφαλτήριο για τους επιμελητές ώστε να εμβαθύνουν στα ζητήματα της ταυτότητας φύλου και του cross-dressing στην τέχνη και στη μόδα. Στην έκθεση εμφανίζονται μερικές αναμενόμενες – αλλά πάντα συναρπαστικές – φιγούρες: η Ζορζ Σαντ, η γαλλίδα συγγραφέας του 19ου αιώνα που, όπως και η Μπονέρ, προτιμούσε τα ανδρικά ενδύματα.
Ή ο Αντι Γουόρχολ, ο οποίος μέσα από μια σειρά πολαρόιντ αυτοπορτρέτων μεταμορφώνεται από άνδρα σε γυναίκα αλλάζοντας απλώς ρούχα και περούκες, σε ένα παιχνίδι ταυτότητας, εικόνας και ρόλων. Ακόμη πιο ριζοσπαστικός υπήρξε ο Μαρσέλ Ντισάν, ο οποίος υιοθέτησε την alter ego περσόνα Rrose Sélavy: ένα θηλυκό πρόσωπο γεμάτο λογοπαίγνια και αμφισημίες. Δεν πρόκειται απλώς για έναν άνδρα που φορά γυναικεία ρούχα, αλλά για μια πλήρη ενσάρκωση ενός άλλου εαυτού, μια ανοιχτή πρόκληση προς τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές συμβάσεις.
Τέλος, ο σύγχρονος καλλιτέχνης Γκρέισον Πέρι ενώνει το σχόλιο με την προσωπική έκφραση μέσα από τις στολές του. Με τη χαρακτηριστική εκκεντρική γκαρνταρόμπα του, την οποία συνθέτουν φορέματα με φουσκωτά μανίκια, κορδέλες και χρωματικούς συνδυασμούς που θυμίζουν πορσελάνινες κούκλες και παραμύθια, μετατρέπεται ο ίδιος σε έργο τέχνης εν κινήσει. Το drag του δεν είναι απλώς μεταμφίεση, αλλά μια βαθιά πράξη αποδοχής, μια δήλωση για τη ρευστότητα της ταυτότητας και την αξία της διαφορετικότητας.
ΙΝFO
«The Art of Dressing. Dressing like an Artist»: Musée du Louvre-Lens, έως τις 21 Ιουλίου.