«Οι εμπορικές υποθέσεις, η κατάσταση των συναλλαγών, οι κινήσεις τίτλων και μετοχών αποτελούν το βασικό θέμα των συζητήσεων στις λέσχες, στους δρόμους, στις αποβάθρες, στα τραμ, στα τρένα, με άλλα λόγια παντού σε αυτή την πόλη που […] πλέον έχει παραδοθεί καθολικά και ολόψυχα στη λατρεία της σύγχρονης θεότητας του Μαμωνά». Παραδόξως, η επίσημη έρευνα του 1909, από την οποία προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα, δεν απεικονίζει τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή κάποια άλλη πολυάσχολη δυτική μητρόπολη. Αυτή η πόλη που οι τουρίστες αγνοούν επιδεικτικά, όπου σε έναν πληθυσμό 500.000 κατοίκων οι 200.000 είναι αλλοδαποί, όπου η ψυχαγωγία είναι περιορισμένης έκτασης και «το μπάνιο στη θάλασσα αποτελεί την κύρια αναψυχή» είναι η Αλεξάνδρεια. Μοιάζει ίσως παράξενο για έναν τόπο που έχει υμνηθεί για την ομορφιά και το ιδιαίτερο ύφος του από λογοτέχνες του ύψους των Κωνσταντίνου Καβάφη, Ε. Μ. Φόρστερ και Λόρενς Ντάρελ να παρουσιάζεται ως ένα μέρος που λατρεύει το εμπόριο και αποστρέφεται την πνευματική καλλιέργεια. Η πολιτεία όμως της Μπελ Επόκ και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, όπως την παρουσιάζει με φροντίδα και αφηγηματική δεινότητα στο βιβλίο του «Αλεξάνδρεια. Η πόλη της μνήμης» (εκδ. Πατάκη) ο βρετανός συγγραφέας Μάικλ Χάαγκ, υπήρξε όχι μόνο το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, αλλά και μέρος συνάντησης εθνικών κοινοτήτων, πολιτισμικών ρευμάτων και λογοτεχνικών παραδόσεων.
Η Αλεξάνδρεια του 19ου αιώνα χτίστηκε σχεδόν από το μηδέν. Το 1820 ο μεταρρυθμιστής κυβερνήτης της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή κατασκεύασε το κανάλι Μαχμουντία που τη συνέδεσε με τον Νείλο και διεύρυνε το Δυτικό Λιμάνι της καθιστώντας το το μεγαλύτερο της Μεσογείου. Παραχωρώντας εκτάσεις σε Ιταλούς, Αγγλους, Γάλλους, Ελληνες, Αρμένιους δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναζωογόνησης του εμπορίου που σφράγισε το 1869 η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Σε έναν αιώνα η Αλεξάνδρεια από 5.000 κατοίκους έφθασε τις 500.000, όσους και στο απόγειό της, την εποχή των Πτολεμαίων. Από το 1882, όταν η εθνικιστική εξέγερση του συνταγματάρχη Ουράμπι απείλησε προς στιγμήν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, η χώρα έγινε βρετανικό προτεκτοράτο. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι 30.000 Ελληνες κυριαρχούσαν «με το εμπορικό τους δαιμόνιο στη διακίνηση των οπωροκηπευτικών, στην επεξεργασία τροφίμων, στην παρασκευή αναψυκτικών, οινοπνευματωδών και τσιγάρων, στον εκκοκκισμό και στην εξαγωγή βάμβακος», οι 20.000 Ιταλοί είχαν συμβάλει καίρια στην αρχιτεκτονική της πόλης, οι Αγγλοι παρείχαν την τεχνογνωσία της διακυβέρνησης.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.