Με ένα σύντομο e-mail στους υφισταμένους της, το οποίο στη συνέχεια ανάρτησε στην ιστοσελίδα του επίσημου blog του YouTube, η διευθύνουσα σύμβουλός του, Σούζαν Γουτσίτσκι, ανακοίνωσε στις 16 Φεβρουαρίου την αποχώρησή της. Για πολλούς παροικούντες τη Σίλικον Βάλεϊ η είδηση ακούστηκε σαν τέλος εποχής: η Γουτσίτσκι δεν ήταν απλώς μέλος της στενής ομάδας, αλλά της οικογένειας των Σεργκέι Μπριν και Λάρι Πέιτζ από κτίσεως Google. Οι πρώτες συζητήσεις και σχεδιασμοί της μηχανής αναζήτησης είχαν λάβει χώρα στο γκαράζ της, όταν όλοι ήταν ακόμη twenty something, ο Μπριν στη συνέχεια παντρεύτηκε την αδελφή της (χώρισαν το 2015) και η ίδια εργάστηκε σε όλες τις βαθμίδες της επιχείρησης, με αποκορύφωμα την ανάληψη της θέσης του CEO του YouTube το 2014. Το δικό της ήταν το πρώτο όνομα που αναφερόταν κάθε φορά που τα μέντιουμ της υψηλής τεχνολογίας επιδίδονταν στο άθλημα της αναζήτησης πιθανού διαδόχου του σημερινού επικεφαλής της Alphabet και CEO της Google, Σουντάρ Πιτσάι, ο οποίος κατέχει το αξίωμα από το 2015. Για τον πέραν του κύκλου των ψηφιακών κολοσσών χώρο, όμως, το νέο είχε ευρύτερη σημασία. Σε συνδυασμό με την παραίτηση τον περασμένο Ιανουάριο της δημοφιλούς πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας, Τζασίντα Αρντερν, και στα μέσα Φεβρουαρίου της πρωθυπουργού της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον, έθεσε ένα συνολικό ερώτημα: γιατί καθώς επιστρέφουμε στην κανονικότητα μετά την πανδημία ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός γυναικών ηγετικών στελεχών εγκαταλείπει τη θέση του;

Η πρώην διευθύνουσα σύμβουλος του Yahoo! Μαρίσα Μάγερ το 2014, σε μια εποχή όπου οι τεχνολογικοί κολοσσοί ενθάρρυναν την ανάρρηση γυναικών στην κορυφή για να απαλλαγούν από το στίγμα της «bro culture».
©EPA/LAURENT GILLIERON

Το «great breakup» και η «bro culture»

Οι παρατηρητές των τάσεων του εργασιακού περιβάλλοντος έχουν ήδη προλάβει να δώσουν όνομα στο φαινόμενο: τη «μεγάλη παραίτηση» ακολουθεί τώρα το «μεγάλο διαζύγιο» («great breakup»). Σύμφωνα με εκτιμήσεις που επικαλούνταν η Εμιλι Τσανγκ του Bloomberg, μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Ιανουαρίου 2022 περίπου 2 εκατομμύρια γυναίκες αποχώρησαν από την αγορά εργασίας των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο αριθμός των ανδρών παρέμεινε λίγο-πολύ σταθερός. Με βάση τα ευρήματα μιας μεγάλης έρευνας των συμβουλευτικών εταιρειών LeanIn.Org και McKinsey & Company που διεξήχθη σε 333 αμερικανικές επιχειρήσεις με περισσότερους από 12 εκατομμύρια εργαζομένους, η Χόλι Κόρμπετ έγραφε στο «Forbes» ότι το γεγονός σηματοδοτεί μια αντίδραση. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα όσες βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας, δεν είναι ικανοποιημένες με το καθεστώς που επικρατεί και δεν είναι διατεθειμένες να επιστρέψουν στην προ πανδημίας κατάσταση. Στην κλίμακα της ανόδου υπάρχει ένα «σπασμένο σκαλοπάτι», σημειώνει η Κόρμπετ: σε κάθε 100 άνδρες που προάγονται από τα χαμηλότερα κλιμάκια σε στελεχικό επίπεδο αντιστοιχούν μόνο 87 γυναίκες (και μόλις 82 αν γίνεται λόγος για μη λευκές). Ταυτόχρονα, το 37% των γυναικών αναφέρει υφαρπαγή ιδεών και πρωτοβουλιών από συναδέλφους σε σύγκριση με το 27% των ανδρών.

Η παραίτηση της Σούζαν Γουτσίτσκι από τη θέση της διευθύνουσας συμβούλου του YouTube τον περασμένο Φεβρουάριο άφησε τη Σίλικον Βάλεϊ με ελάχιστες γυναίκες σε ηγετικές θέσεις.
© REUTERS/Arnd Wiegmann/File Photo

Από την άποψη αυτή, η κινητικότητα εκφράζει αποδοκιμασία ως προς τις υφιστάμενες συνθήκες. «Δεν σημαίνει την έξοδο από το εργατικό δυναμικό» επισημαίνει η Λαρέινα Γι της McKinsey, «αλλά την αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών». Είναι ενδιαφέρον ότι η έξοδος μοιάζει να επηρεάζει ιδιαίτερα τον τομέα των ψηφιακών κολοσσών: εκτός από τη Σούζαν Γουτσίτσκι, στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου ανήγγειλε την προσεχή αποχώρησή της και η Μάρνι Λεβίν, Chief Business Officer του Meta (πρώην Facebook). To 2022 είχε προηγηθεί η υπ’ αριθμόν 2 του Meta, Σέριλ Σάντμπεργκ, το 2020 η διευθύνουσα σύμβουλος της IBM, Τζίνι Ρόμετι. Ως αποτέλεσμα, ένα υποστελεχωμένο από γυναίκες επιχειρηματικό πεδίο αποψιλώνεται ακόμα περισσότερο. Η Σάφρα Κατζ, διευθύνουσα σύμβουλος της Oracle, παραμένει η εξαίρεση σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο – ωστόσο εκείνη δεν έχει τεχνολογικό υπόβαθρο, όπως οι υπόλοιπες, αλλά τραπεζικό.

Μεταγραφή του Facebook από το Google, η Σέριλ Σάντμπεργκ υπήρξε το νούμερο 2 της εταιρείας ως την αποχώρησή της τον Αύγουστο του 2022.
©REUTERS/Philippe Wojazer/File Photo

Παρόμοιες τάσεις φυγής σε υψηλό επίπεδο έχουν αντίκτυπο σε όλο το φάσμα των εργαζομένων. Κατά την έρευνα των LeanIn.Org και McKinsey & Company, το 66% των γυναικών κάτω των 30 ετών θα ενδιαφερόταν περισσότερο για την ανέλιξή του αν διαπίστωνε ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη έχουν την επιθυμητή για τις ίδιες ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Το τωρινό χάσμα που επιτείνουν τα εξαντλητικά ωράρια τα οποία απαιτεί η άνοδος σε ανώτερες βαθμίδες δεν τις ικανοποιεί. Η μεταβολή της σύνθεσης του εργατικού δυναμικού δεν δημιουργεί μόνο προβλήματα εικόνας, αλλάζει δυνητικά και την κουλτούρα των εταιρειών. Ενα από τα μηνύματα που περνούσε στο ευρύ κοινό η προβολή της Γουτσίτσκι, της Σάντμπεργκ ή, παλαιότερα, της πρώην CEO του Yahoo!, Μαρίσα Μάγερ, ήταν ακριβώς η αποστασιοποίηση της Σίλικον Βάλεϊ από μια προηγούμενη «bro culture» που χαρακτηριζόταν από σεξισμό, παρενοχλήσεις και υποβιβασμό της γυναικείας προσωπικότητας.

Η Πρώτη Υπουργός της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον, δήλωσε στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου ότι φεύγει έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια στο αξίωμα.,
©REUTERS/Russell Cheyne

«Πρωταθλητισμός» και burnout

Αυτή όμως είναι μόνο η μία όψη της υπόθεσης. Η άλλη έχει να κάνει με το σωματικό και ψυχολογικό κόστος των επαγγελματικών πιέσεων. Οταν τον Οκτώβριο του 2017 η Τζασίντα Αρντερν αναλάμβανε την πρωθυπουργία της Νέας Ζηλανδίας σε ηλικία 37 ετών, ήταν η νεότερη ηγέτις παγκοσμίως. Σχεδόν πεντέμισι χρόνια μετά, στις 19 Ιανουαρίου 2023, ανακοίνωσε αναπάντεχα την παραίτησή της από το αξίωμα επισημαίνοντας ότι δεν είχε πια «άλλη βενζίνη στο ρεζερβουάρ» ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις: «Οι πολιτικοί είμαστε άνθρωποι, δίνουμε τα πάντα για όσο μπορούμε και μετά είναι καιρός να φύγουμε». Υποσχόταν στην κόρη της ότι θα ήταν εκεί το φθινόπωρο, όταν θα ξεκινούσε σχολείο, και έλεγε στον σύντροφό της ότι ήταν επιτέλους καιρός να παντρευτούν. Λιγότερο από έναν μήνα μετά, στις 15 Φεβρουαρίου, παρόμοια θα ήταν η γλώσσα της 52χρονης «πρώτης υπουργού» της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον, η οποία εγκατέλειπε τον θώκο έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια: «Το να δίνεις ό,τι έχεις σε αυτή τη δουλειά είναι ο μόνος τρόπος να την κάνεις, αυτό όμως έχει ημερομηνία λήξης». Στα 10 χρόνια πρωθυπουργίας η Ανγκελα Μέρκελ αισθανόταν ήδη εξαντλημένη και, αν η διάδοχός της στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, δεν είχε αποτύχει το 2018 να συσπειρώσει γύρω της το κόμμα, δεν θα είχε παραμείνει καγκελάριος ως το 2021. Ειδικά η περίπτωση της Αρντερν έφερε στο προσκήνιο τον παράγοντα του burnout: έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς την κρίση της μεγαλύτερης μαζικής δολοφονίας στην ιστορία της χώρας της με τη σφαγή 51 ατόμων σε δύο τζαμιά του Κράιστσερτς στις 15 Μαρτίου 2019 και τη διετή δοκιμασία της πανδημίας ούσα νέα μητέρα (η κόρη της, Νιβ, γεννήθηκε το 2018), η επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος κατανάλωσε μεγάλο μέρος των δυνάμεών της. Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις το γνώριζε η ίδια εξαρχής και το είχε διατυπώσει μάλιστα σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις της μιλώντας στη Μισέλ Πενέλοπε Κινγκ του «Forbes»: «Το να είσαι καλύτερη αδελφή, καλύτερη κόρη, καλύτερη σύντροφος, το να είμαστε καλύτερες στις δουλειές μας, καλύτερες στη φροντίδα, καλύτερες σε όλα, σημαίνει ότι φέρουμε υπερβολικά μεγάλο φορτίο προσδοκιών και ενοχών. Και είναι δύσκολο να το εξισορροπήσεις».

Ως διευθύνουσα σύμβουλος της Oracle, η Σάφρα Κατζ λογίζεται αυτή τη στιγμή ως η ισχυρότερη γυναίκα στη Σίλικον Βάλεϊ.
©EPA/Albin Lohr-Jones / POOL

Αν οι «ενοχές» προκύπτουν από τη σύγκρουση των απαιτήσεων κάλυψης του διπλού ρόλου της επαγγελματικής ζωής και της οικογένειας στο ακέραιο, οι «προσδοκίες» έχουν να κάνουν με το ασυμβίβαστο των στερεοτύπων της γυναίκας και του πολιτικού. Πρόσφατη είναι η περίπτωση της 37χρονης φινλανδής πρωθυπουργού Σάνα Μάριν που επικρίθηκε σφοδρά για ένα πάρτι της (και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε τεστ προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είχε κάνει χρήση ναρκωτικών). Το χάσμα μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας εικόνας, ωστόσο, δεν υπερβαίνει εκείνο μεταξύ της εικόνας που το κοινό αξιώνει από άνδρες και γυναίκες ηγέτες. Γράφοντας στους «New York Times» με αφορμή την παραίτηση της Νίκολα Στέρτζον, η Αμάντα Τάουμπ παρατηρούσε ότι το image του «ισχυρού ηγέτη» επιβάλλει την επίδειξη αυτοπεποίθησης στα όρια του κομπασμού. Ερευνες όμως δείχνουν ότι «αν οι γυναίκες ηγέτες ακολουθήσουν παρόμοια πρότυπα συμπεριφοράς, θεωρούνται αντιπαθείς και η ηγεσία τους ενδέχεται να απονομιμοποιηθεί». Για την Τάουμπ, μία λύση για την άρση της σύγκρουσης αυτής είναι η εικόνα του ηγέτη να αποκτήσει και χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο γυναικείο φύλο, όπως η μητρική περσόνα που κατά καιρούς είχε προβάλει η Αρντερν.

Σε ηλικία μόλις 25 ετών η αυστραλή τενίστρια Άσλεϊ Μπάρτι ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τα κορτ τον Μάρτιο του 2022.
© EPA/DAVE HUNT

Το να ζει κανείς κάτω από το υπέρμετρο φως της σύγχρονης δημοσιότητας δεν είναι εύκολο. Η Τζόσι Κοξ σημείωνε στον ιστότοπο του BBC με αφορμή την παραίτηση της Αρντερν ότι αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει καλή αφορμή για τον επανακαθορισμό της σοβαρότητας του burnout ως συνδρόμου, του διαλόγου γύρω από το ζήτημα της σχέσης της διανοητικής υγείας και της εργασίας και της εξόδου του από τον χώρο των ψιθύρων. Καλύτερη απόδειξη των οριακών καταστάσεων που πολλοί βιώνουν είναι ίσως ένα παράδειγμα από τον αθλητικό χώρο, αυτό της Αυστραλής Ασλεϊ Μπάρτι. Καταξιωμένη τενίστρια με τρεις νίκες σε Grand Slam τουρνουά, 114 συνεχείς εβδομάδες στο νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης και 23,8 εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη, σόκαρε το παγκόσμιο κοινό όταν στις 23 Μαρτίου του 2022 ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τα κορτ σε ηλικία 25 ετών. Εχοντας πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερή της φιλοδοξία το 2021, με τη νίκη της στον τελικό του Γουίμπλεντον, ανακάλυψε ότι δεν ένιωθε την ικανοποίηση που θα περίμενε. Μπαίνοντας σε διαδικασία ενδοσκόπησης τους μήνες που ακολούθησαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να εγκαταλείψει: «Αισθάνομαι εντελώς άδεια, δεν έχω τίποτε άλλο πια να δώσω ως φυσική παρουσία». Για την Μπάρτι, οι απαιτήσεις του αθλήματος, τα ανά τον κόσμο ταξίδια, η απόσταση από την οικογένειά της, δεν συμβαδιζαν με το πρότυπο της ιδιωτικής της ζωής. Σε έναν κόσμο όπου επί τέσσερις δεκαετίες η προσωπική επιτυχία προβάλλεται επίμονα είτε ως επίτευγμα χωρίς κόστος είτε ως ο απόλυτος αντικειμενικός σκοπός που αξίζει κάθε τίμημα, παρόμοιες επιλογές υποδεικνύουν, αν όχι την αλλαγή του παραδείγματος, τουλάχιστον την αμφισβήτηση των όρων του. Ισως η Ασλεϊ Μπάρτι το έθεσε σαφέστερα από όλες στην αποχαιρετιστήρια δήλωσή της: «Φεύγω για να κυνηγήσω άλλα όνειρα».