«Η ίδια η μουσική είναι για εμένα μια ανώτερη δύναμη και μια διεθνής γλώσσα που έχει την ικανότητα να μιλάει κατευθείαν στην ψυχή μας, ανεξάρτητα εάν έχουμε μουσική παιδεία ή όχι. Πολλές φορές συγκινούμαι και μόνο με τη σκέψη ότι οι συνθέτες, άνθρωποι σαν κι εμάς, με το ταλέντο τους δημιουργούν κάτι τόσο μοναδικό και αιώνιο. Δεν αγγίζουν έτσι το θείο;» αναρωτιέται – προφανώς ρητορικά – η Αννα Αγάθωνος.

Η μονωδός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής συμμετέχει στην πρώτη στη χώρα μας παρουσίαση της μονόπρακτης όπερας του Μπέντζαμιν Μπρίτεν «Ο κατακλυσμός του Νώε» (αύριο Μ. Δευτέρα 14/4 και μεθαύριο Μ. Τρίτη 15/4 στο Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»). «Ως ανυπάκουη και αντιδραστική κυρία Νώε, φέρνω ένα αρκετά κωμικό στοιχείο στη γνωστή ιστορία της Βίβλου, την οποία ο άγγλος συνθέτης διηγείται με έναν πρωτότυπο και ευφάνταστο τρόπο, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή πολλών παιδιών και στη χορωδία αλλά και στην ορχήστρα».

Άννα Αγάθωνος

Η παράσταση είναι μόλις μία από τις δεκάδες – το λιγότερο ενδιαφέρουσες – εκδηλώσεις που συνθέτουν το φετινό «παλίμψηστο» του Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής και παρουσιάζονται σε διαφορετικούς, ακόμα και ετερόκλητους μεταξύ τους, χώρους και μάλιστα με ελεύθερη είσοδο. Από τις εγκαταστάσεις της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ μέχρι την Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών, το κτίριο του Παλαιού Χρηματιστηρίου και το Φετιχιέ Τζαμί στην Πλάκα.

Η δράση της ΕΛΣ και του Υπουργείου Πολιτισμού, που ξεκίνησε μάλλον δειλά το 2022, φτάνει φέτος αισίως στην τρίτη της έκδοση, αποδεικνύοντας ανάγλυφα το ενδιαφέρον του κοινού αλλά και τον μαεστρικό τρόπο με τον οποίο μία τέτοια καλλιτεχνική πρόταση συντονίζεται και συνομιλεί με το πνεύμα κατάνυξης που προηγείται των ημερών του Πάσχα και μας καταλαμβάνει μάλλον συλλογικά – ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων και αισθημάτων.

«Το Φεστιβάλ είναι μια σύμπραξη καλλιτεχνών που αντιμετωπίζουν ζητήματα όπως η θρησκεία, τα Θεία Πάθη, η λατρεία και η σχέση της μουσικής με τη θρησκευτική εμπειρία με τον δικό τους τρόπο, με τις δικές τους καταβολές, το δικό τους λεξιλόγιο και τη δική τους αισθητική.

Είναι μια «έκθεση» διαφορετικών φωνών πάνω στο ίδιο θέμα» περιγράφει ο Θέμελης Γλυνάτσης, ο οποίος σκηνοθετεί την όπερα του Μπρίτεν: «Η τοποθέτηση τόσο πολλών διαφορετικών μουσικών ειδών σε ένα φεστιβάλ καταρρίπτει τις διαχωριστικές γραμμές και αφήνει, πολλές φορές και ακούσια, τις αισθητικές καταβολές να εισχωρήσουν η μία στην άλλη στην εμπειρία των ακροατών, μια και η περιπλάνησή τους στο κέντρο της πόλης και η δυνατότητα να ακούσουν τόσο διαφορετικά είδη μουσικής δημιουργούν μια αίσθηση συνέχειας και συγγένειας».

Θέμελης Γλυνάτσης

Για τον Γλυνάτση, η μουσική ήταν πάντα ένας τρόπος του ανθρώπου να ερμηνεύσει το μεταφυσικό. Μια νοητή γέφυρα προς το υπερβατικό. «Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και στον κυνικά κοσμικό 20ό αιώνα, πολλοί συνθέτες που θεωρούμε μοντερνιστές ή πειραματιστές έγραψαν θρησκευτική μουσική. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο «καλλιτεχνικός εξαναγκασμός», που επηρεάζει ακόμα και καλλιτέχνες που δεν είχαν σχέση με τη θρησκεία, είναι πως συχνά η ενασχόληση με την τέχνη, ακόμα και με την πιο ρηξικέλευθη τέχνη, δημιουργεί έντονα θρησκευτικά ζητήματα.

Ενας δεύτερος λόγος είναι πως η λατρευτική μουσική, είτε μιλάμε για μεσαιωνικό ύμνο είτε για συνθέσεις του Λίγκετι ή του Στόκχαουζεν, επιτρέπει την εξερεύνηση «υπερβατικών» ή και ακραίων συνθετικών και ακροαματικών εμπειριών. Η μουσική επιτρέπει στον ακροατή (αλλά και στον συνθέτη) όχι την αποκωδικοποίηση, αλλά το βίωμα μιας επισφαλούς ισορροπίας πάνω από το πολιτισμικό χάσμα του «υλικού» και του «πνευματικού», που κατ’ εμέ είναι η βασική αξία της θρησκευτικής εμπειρίας» λέει.

«Το ενδιαφέρον με το Φεστιβάλ είναι ότι αν και το λατρευτικό στοιχείο προβάλλεται, αυτό δεν αποκλείει τη συμπερίληψη άλλων ειδών κοινού. Αλλωστε η έννοια της λατρευτικότητας είναι υποκειμενικά προσλαμβανόμενη. Ιδίως στη μουσική, η έννοια του θείου ως πηγής έμπνευσης ποτέ δεν απέκλεισε τόσες μουσικές από ευρύτερη ακρόαση.

Ειδάλλως, για να μιλήσουμε ιστορικά, τόσες καντάτες, λειτουργίες ή ρέκβιεμ θα ήταν αντικείμενο ακρόασης μόνο, με τη στενή έννοια, θρησκευόμενων» συμπληρώνει ο Νίκος Γαλενιανός, για τον οποίο το φετινό Φεστιβάλ αποτελεί μάλλον ορόσημο, αφού στο πλαίσιό του θα παρουσιάσει τη συστηματική μελέτη μιας δεκαετίας στον «Χαμένο Παράδεισο» του Τζον Μίλτον.

Νίκος Γαλενιανός

«Μέσα σε αυτά τα χρόνια έγραψα κομμάτια συνδεόμενα με αυτή την πηγή, τα οποία σταδιακά ενώθηκαν ως παζλ, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα ενιαίο έργο. Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη αβίαστα διεκδίκησαν θέση συνομιλητή στη ροή. Αυτόνομα μέρη του έργου, με διαφορετική ενορχήστρωση, φωνητικά και μη, έχουν ήδη παρουσιαστεί στην Ολλανδία. Πυλώνες του έργου είναι ένα trio soprano, το γυναικείο φωνητικό σύνολο CHÓRES, ένα παλιό κλασικό harmonium και ηλεκτρονική μουσική.

Οι φωνές συχνά ακροβατούν σε εκφραστικά και τεχνικά όρια, ενώ κομμάτι της έρευνας είναι η σχέση που προκύπτει από τη διαφορά της κλίμακας του trio με το ογκώδες φωνητικό σύνολο. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της σύνθεσης συνέπεσε με την ακαδημαϊκή μου έρευνα σε σχέση με την αφασία και την προγλωσσική ηλικία ως μουσικό υλικό. Απόηχος της αναζήτησης αυτής υπάρχει σε όλη τη ροή του έργου. Πρόκειται για την ολοκλήρωση ενός μεγάλου κύκλου σύνθεσης και έρευνας».

Τη φωνητική διδασκαλία στις CHÓRES που συμμετέχουν στο «Paradise Lost: Μορφαί δαιμονίων» (μεθαύριο Μ. Τρίτη 15/4 στο Παλαιό Χρηματιστήριο Αθηνών) του Γαλενιανού έχει αναλάβει η Ειρήνη Πατσέα. Επιπλέον, η ίδια συμμετέχει ως μέλος του φωνητικού συνόλου Les Vibrations Sympathiques, υπό τη διεύθυνση του Παύλου Κόρδη, καθώς και στη συναυλία με τίτλο «Το μεγαλείο του ελάχιστου», με χορωδιακά έργα των Τζον Τάβενερ και Αρβο Περτ (μεθαύριο Μ. Τρίτη 15/4 στην Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών).

Ειρήνη Πατσέα

«Η λατρεία, ως είδος έκφρασης στραμμένης προς το μεταφυσικό, μοιάζει να συνοδεύει την ανθρώπινη δημιουργικότητα σε όλο το φάσμα της Ιστορίας» λέει. «Η λατρευτική μουσική αποτελεί ένα καθολικό και διαχρονικό καλλιτεχνικό είδος, το οποίο, είτε παρέμεινε ακέραιο στο πέρασμα του χρόνου είτε πλάθεται σήμερα με νέα και απρόσμενα δημιουργικά μέσα, αφορά πάντα την ανήσυχη εκείνη πλευρά του ανθρώπου που συνειδητά ή ασυνείδητα επιθυμεί να εξερευνήσει το ζητούμενο της πνευματικότητας. Συνεπώς, με τη λατρεία ως αντικείμενο της καλλιτεχνικής αναζήτησης, το Φεστιβάλ προσφέρει στο κοινό ένα μεγάλο εύρος μουσικής δημιουργίας αλλά και ερμηνευτικών ιδεών, που είτε μένει πιστό στην παράδοση είτε προκύπτει από νέες τάσεις, οι οποίες δεν παύουν όμως να συνδέονται με την ανθρώπινη ανάγκη για κατάνυξη» καταλήγει.

Η επιλογή της λέξης «κατάνυξη», την οποία διαχωρίζει από τη θρησκευτικότητα, δεν είναι τυχαία. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη της το Φεστιβάλ της ΕΛΣ και του ΥΠΠΟ έχει ένα εκ προοιμίου πολυσυλλεκτικό ακροατήριο: «Αφορά τόσο το φιλόμουσο και πεπαιδευμένο κοινό όσο και κάποιον που θα ήθελε να παρακολουθήσει συναυλία για πρώτη φορά στη ζωή του. Προσωπικά, δεν θεωρώ πως η ουσία του βρίσκεται στη θρησκευτικότητα, αλλά στη μουσική, δημιουργική και ερμηνευτική παλέτα που προσφέρει».

Ενας θεσμός που αγκαλιάστηκε από το κοινό

Τι κάνει όμως τόσο αγαπητό και τελικά επιτυχημένο ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στη λατρευτική μουσική; Για την Αρτεμη Μπόγρη, η οποία συμμετέχει στο «ιδιαίτερα ευφυές», όπως το χαρακτηρίζει, project του Νίκου Γαλενιανού, η λέξη-κλειδί είναι η αλήθεια.

Άρτεμις Μπόγρη

«Το κοινό συγκινείται πάντα από την αλήθεια. Η θρησκευτική μουσική έχει από τη φύση της μια δωρικότητα και μια απλότητα, γιατί μιλάει για τα συναισθήματα και τις σκέψεις που καθημερινά βασανίζουν και απασχολούν την ανθρώπινη ύπαρξη, με έναν τρόπο βαθιά πνευματικό. Από την περσινή μου εμπειρία στο Φεστιβάλ εκείνο που κράτησα και θυμάμαι ήταν η ιδιαίτερη εντύπωση που έκανε στο κοινό το γεγονός ότι ο πόνος και το πένθος μπορούν να εκφραστούν από ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου, από έναν βυζαντινό ύμνο ή και από ένα μοιρολόι με έναν τόσο διαφορετικό τρόπο, που όμως αφήνει στο τέλος την ίδια γεύση και την ίδια σκέψη.

Την αληθινή συγκίνηση, χωρίς τίποτα το επιτηδευμένο. Αυτή είναι η δύναμη της πνευματικότητας και της αλήθειας και η θρησκευτική μουσική έχει την ικανότητα να το πετύχει με τον πιο άμεσο και ανεπιτήδευτο τρόπο. Για εμένα υπάρχει κάτι ανώτερο, που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τα λόγια, όμως μπορούμε να το φανταστούμε. Αυτό μας είναι πιο εύκολο να το ζωγραφίσουμε ή να το τραγουδήσουμε. Εχω σκεφτεί πολλές φορές ότι ένα μουσικό αριστούργημα δεν γράφτηκε από έναν άνθρωπο. Γράφτηκε από κάτι ανώτερο, που δεν εξηγείται. Από κάτι μεταφυσικό» καταλήγει η αναγνωρισμένη μεσόφωνος.

Το συγκεκριμένο είδος μουσικής αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγεται να παρουσιάζεται έχουν το δικό τους μερτικό στην επιτυχία της διοργάνωσης. «Θεωρώ ότι εν μέρει η επιτυχία του Φεστιβάλ οφείλεται σε αυτή τη διεξαγωγή του ταυτόχρονα σε πολλά σημεία της πόλης, κάποια εκ των οποίων αποτελούν εξ ορισμού χώρους συναυλιακούς, άλλα είναι ή υπήρξαν χώροι θρησκευτικής λατρείας και άλλα συνιστούν ξεχωριστά δείγματα αρχιτεκτονικής του αστικού τοπίου.

Αυτή η περιφορά της μουσικής και κατά συνέπεια και του κοινού σε όλα αυτά τα διαφορετικά σημεία της Αθήνας δημιουργεί κατ’ αρχάς σίγουρα την αίσθηση της παρακολούθησης ενός πολύ σημαντικού γεγονότος για την πόλη που δεν πρέπει να χάσει κανείς και επιπλέον, για εμένα τουλάχιστον, συνάδει, κατά κάποιον τρόπο, με την ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς θυμίζει κατά κάποιον τρόπο τη συνάντηση των Επιταφίων στην Πλάκα ή το πέρασμα από τις πολλές εκκλησίες του ιστορικού κέντρου το βράδυ της Ανάστασης» απαντά η Θεοδώρα Μπάκα, η οποία ερμηνεύει τη 14η Συμφωνία του Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, μεθαύριο Μ. Τρίτη, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. «Δεν πρόκειται για μια συμφωνία με μεγάλη ορχήστρα και εκτενή ορχηστρικά μέρη» εξηγεί η καταξιωμένη mezzo soprano.

Θεοδώρα Μπάκα

«Ο Σοστακόβιτς στο συγκεκριμένο έργο χρησιμοποιεί μια ορχήστρα εγχόρδων, μερικά κρουστά, έναν βαθύφωνο και μία υψίφωνο. Οι δύο σολίστ τραγουδούν με τη συνοδεία αυτού του ορχηστρικού συνόλου 11 μελοποιημένα ποιήματα των Λόρκα, Απολινέρ, Κίχελμπεκερ και Ρίλκε. Το νήμα που συνδέει αυτά τα ποιήματα είναι η παρουσία του θανάτου. Καθένα από αυτά αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στον θάνατο και μάλιστα τον άδικο, τον πρόωρο, τον βίαιο».

Τι είναι άλλωστε συμβολικά η Μεγάλη Εβδομάδα; Η τελική και η πλέον αντιληπτή από τον ανθρώπινο νου αναμέτρηση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

«Η περίοδος της Μεγάλης Εβδομάδας αποτελεί μια συνθήκη ιδιαίτερη για τον λαό μας, καθώς είναι μια περίοδος που βιώνεται έντονα στη χώρα μας. Ασχετα με τον βαθμό θρησκευτικότητας που φέρει μέσα του ο καθένας μας, τη συγκεκριμένη περίοδο του έτους θα πλησιάσουμε μια λατρεία είτε με την παρουσία μας στον Επιτάφιο ή την Ανάσταση είτε με πολλούς άλλους τρόπους» λέει η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου, διευθύντρια της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ, την οποία θα απολαύσουμε στην όπερα του Μπρίτεν αλλά και στη συναυλία «Maria Martem» του μουσικού συνόλου Ex Silentio (σήμερα Κυριακή των Βαΐων το απόγευμα, στην Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών).

Κωνσταντίνα Πιτσιάκου

«Ειδικά τις ημέρες αυτές βρισκόμαστε πιο κοντά στη λατρεία του Υψηλού περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή του χρόνου. Το Φεστιβάλ λοιπόν έρχεται και προσφέρει – ακριβώς μέσα σε αυτό το πνεύμα της περιόδου του Πάσχα – υψηλή τέχνη. Δίνει στον καθένα μας την τέχνη που έχει ανάγκη για να αισθανθεί κάτι πέρα από τον εαυτό του, να έρθει πιο κοντά στο θείο, πιο κοντά στο συναίσθημα, πιο κοντά στην κατάνυξη. Η λατρευτική μουσική επιτρέπει με την εξωστρέφειά της τη σύνδεση του καθενός μας, ασχέτως της πίστης του. Εχει οικουμενικό, πανανθρώπινο και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και μια δυνατή ικανότητα να δημιουργεί συναισθήματα που υπερβαίνουν την καθημερινή συνθήκη».

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο εκκλησιαστικό κτίριο της Α’ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών.

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος