Λίγες ημέρες μετά την καταδίκη του από αστικό δικαστήριο για τη σεξουαλική επίθεση κατά της συγγραφέως και δημοσιογράφου E. Τζιν Κάρολ και με την πιθανότητα να του απαγγελθούν κατηγορίες και για άλλα αδικήματα, πληροφορίες θέλουν τον Ντόναλντ Τραμπ να παρακολουθεί τις εξελίξεις για τη διεκδίκηση του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 με εξαιρετική διάθεση. Σύμφωνα με τους «New York Times», δέχθηκε με στωικότητα το τηλεφώνημα της Νίκι Χέιλι (πρέσβεως των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη στη διάρκεια της θητείας του ως 45ου προέδρου των ΗΠΑ, στην οποία μάλιστα είχε προτείνει και το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά εκείνη το είχε απορρίψει) που τον πήρε για να του ανακοινώσει προσωπικά ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι («κάνε αυτό που νομίζεις» φέρεται να της απάντησε), ενώ αντέδρασε στην υποψηφιότητα του Τιμ Σκοτ, γερουσιαστή από τη Νότια Καρολίνα, λέγοντας στους συνεργάτες του: «Αυτόν τον συμπαθώ. Θα λέμε μόνο καλά πράγματα για τον Τιμ».
Ανάλογες αντιδράσεις, όπως γνωρίζουμε, δεν συνηθίζει να επιφυλάσσει για οποιονδήποτε θεωρεί αντίπαλό του ο πρώην πλανητάρχης, αλλά τώρα, ως το μεγάλο φαβορί του κόμματός του, γνωρίζει καλά ότι όσο περισσότερες είναι οι υποψηφιότητες τόσο περισσότερο ενισχύεται η δική του, αφού ο κατακερματισμός θα στερήσει ψήφους από τον βασικό του αντίπαλο, τον κυβερνήτη της Φλόριδας Ρον Ντε Σάντις. Αλλωστε, έτσι εξασφάλισε, κόντρα στις προβλέψεις όλων, την υποψηφιότητά του για τις εκλογές του 2016, τις οποίες τελικά κέρδισε. Αυτή τη φορά καλείται να αποκλείσει οκτώ υποψηφίους – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές -, με τον κυβερνήτη της Βόρειας Ντακότας, Νταγκ Μπέργκαμ, να αναμένεται σύντομα να προβεί σε ανακοίνωση επισημοποίησης της υποψηφιότητάς του και μερικούς ακόμη να το σκέπτονται σοβαρά.
Από την άλλη, στο Δημοκρατικό Κόμμα, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα επικρατήσει των μόλις δύο έτερων διεκδικητών, της συγγραφέως Μαριάν Γουίλιαμσον και του δικηγόρου και γνωστού αντιεμβολιαστή Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ – γιου του Ρόμπερτ και ανιψιού του Τζον Κένεντι -, και θα γίνει έτσι ο μοναδικός αμερικανός πολιτικός άνω των 80 ετών που διεκδικεί τον προεδρικό θώκο. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι να δούμε μια επανάληψη της αναμέτρησης του 2020, αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής.
Ο «44χρονος Τραμπ»
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Ντόναλντ Τραμπ είναι ο κυβερνήτης της Φλόριδας από το 2019, Ρον Ντε Σάντις, απόφοιτος του Yale και της Νομικής Σχολής του Harvard, πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ότι είναι η light εκδοχή του πρώην προέδρου, τον οποίο ανέκαθεν θαύμαζε και θεωρούσε μέντορά του. Αλλωστε ο Τραμπ ήταν εκείνος που τον υποστήριξε όταν αποφάσισε να αναμετρηθεί για τη θέση του κυβερνήτη πριν από πέντε χρόνια. Συντηρητικός, ακροδεξιός εξτρεμιστής κατά πολλούς, με θητεία στο Γκουαντάναμο και πολέμιος των πολιτικών του Μπαράκ Ομπάμα, κατά κάποιον τρόπο ευθύνεται για το ότι υπάρχουν τόσο πολλοί υποψήφιοι, αφού τους έδωσε θάρρος να το κάνουν μια και δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα στη μέχρι στιγμής αναμέτρησή του με τον Τραμπ.
Η «Ρεπουμπλικανή Χίλαρι»
Παρά τη μεγάλη πείρα που διαθέτει στην αμερικανική πολιτική σκηνή, έχοντας θητεύσει σε θέσεις ευθύνης και με πολύ καλή γνώση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, η 51 ετών, ινδικής καταγωγής, πρώην κυβερνήτρια της Νότιας Καρολίνας Νίκι Χέιλι (κεντρική φωτογραφία) επισκιάζεται από τους προαναφερθέντες άρρενες συνυποψηφίους της. Ως πρώην στενή συνεργάτιδα του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δηλώσει ότι δεν θα αναμετρηθεί μαζί του για το χρίσμα, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη, καθώς θεωρεί ότι θα πρέπει να βοηθήσει στην ανάκαμψη της κακής οικονομίας των ΗΠΑ εξαιτίας της προεδρίας Μπάιντεν. Παρόλο που είναι γυναίκα και παιδί μεταναστών, έχει ταχθεί ανοιχτά κατά των αμβλώσεων και προωθεί αυστηρούς ελέγχους και μέτρα κατά της παράτυπης παραμονής ξένων στη χώρα της.
Η ψήφος του ποιμνίου
Αν και ο Μάικ Πενς κατόρθωσε την εποχή που ήταν κυβερνήτης στην Ιντιάνα να επιτύχει τη μεγαλύτερη μείωση της φορολογίας στην ιστορία της Πολιτείας, η πράξη του που είναι ευρύτερα γνωστή είναι η άρνησή του να βοηθήσει τον Τραμπ στην ανατροπή της εκλογής του Τζο Μπάιντεν με τα γεγονότα στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 – πολλοί, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, του αναγνωρίζουν ότι με αυτή του την κίνηση διασφάλισε την πολιτική ομαλότητα στη χώρα και έδειξε, παρά το άνευρο και αδιάφορο προφίλ του, ότι έχει το σθένος να αντισταθεί στον σαρωτικό Τραμπ. Ολοι συμφωνούν ότι δεν διαθέτει τη δυναμική να πάρει το χρίσμα, εν τούτοις, ως αναγεννημένος χριστιανός, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ ποντάρει σχεδόν αποκλειστικά στην ψήφο των συντηρητικών θρησκευόμενων Αμερικανών, οι οποίοι σε αυτή τη μάχη φαίνεται ότι μπορεί και να καθορίσουν τις εξελίξεις.