Η Σοφία Κόπολα έχει αναφέρει ότι οι φωτογραφίες της Τίνα Μπάρνεϊ αποτέλεσαν καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση της αισθητικής της ταινίας της «Αυτόχειρες παρθένοι» (1999). Aλλωστε, οι εικόνες της αμερικανίδας φωτογράφου συχνά θυμίζουν στιγμιότυπα από κινηματογραφικές ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές με έντονη διαχρονική αξία, φέρνοντας στον νου, για παράδειγμα, την ατμόσφαιρα του «Succession», για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους. Παρότι οι δύο γυναίκες διαφέρουν σε πολλά – όπως στην ηλικία (53 ετών σήμερα η Κόπολα, 79 η Μπάρνεϊ) και η γεωγραφική προέλευση (μεγάλωσαν στις αντίθετες ακτές της Αμερικής, τη δυτική και την ανατολική αντίστοιχα) –, τις συνδέουν ως έναν βαθμό η προνομιούχα καταγωγή τους και η τρυφερή αλλά ταυτόχρονα κριτική ματιά τους στα περιβάλλοντα όπου ανατράφηκαν και διαμορφώθηκαν.
Αυτή είναι η σίγουρα η περίπτωση για την Μπάρνεϊ, μια γυναίκα που γαλουχήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια της Ανατολικής Ακτής, σε ένα περιβάλλον «με πανέμορφους εσωτερικούς χώρους, πανέμορφα ρούχα, πανέμορφους ανθρώπους. Ηταν ένα πολύ προνομιούχο περιβάλλον, ένας τρόπος ζωής που είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι υπάρχει», όπως έχει πει.
Η μητέρα της, Λίλιαν Φοξ, ήταν μανεκέν και διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων, ο πατέρας της, Φίλιπ Χένρι Αϊλς, προερχόταν από μια οικογένεια τραπεζιτών, ας πούμε απλώς ότι προπάππους της ήταν ο Εμάνιουελ Λίμαν, συνιδρυτής της Lehman Brothers. Ωστόσο, η μεγάλη επιρροή στη ζωή της ήταν ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, γιατί ήταν εκείνος που την ενθάρρυνε να εξερευνήσει το μέσο της φωτογραφίας από όταν ήταν μικρή. Εκείνη το έπραξε στρέφοντας τον φακό της στους ανθρώπους που την περιέβαλλαν. Αντί να προσπαθήσει να κρύψει την ευνοϊκή θέση της, την ανέδειξε μέσα από το έργο της.
«Ηθελα πολύ να δείξω πόσο με νοιάζει η ύπαρξή μου. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι για τους οποίους νοιαζόμουν, κάθε ίντσα ύπαρξης που με περιέβαλλε και μέσα στην οποία είχα γεννηθεί. Ενιωθα ότι ήταν κάτι που έπρεπε να επισημανθεί γιατί ήταν κάτι το εξαιρετικό», όπως έχει δηλώσει. Είναι μια προσέγγιση που προκάλεσε συζητήσεις στον χώρο της τέχνης.
Και αυτό γιατί με την κάμερά της παρουσίασε με ειλικρίνεια και οξυδέρκεια τις στιγμές τρυφερότητας αλλά και τις εντάσεις που χαρακτηρίζουν τις οικογενειακές σχέσεις – από όπου και αν προέρχονται. Ενσωματώνοντας στοιχεία από την κλασική ζωγραφική του 18ου και 19ου αιώνα όπου οι αριστοκράτες απαθανατίζονταν με μεγαλοπρέπεια, άφησε να έρθουν στην επιφάνεια λανθάνουσες ποιότητες: μια αίσθηση απομόνωσης αλλά και μια έλλειψη συναισθηματικής σύνδεσης. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο της έχει παρουσιαστεί σε πολλά μεγάλα μουσεία και γκαλερί, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) ή το Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας στη Νέα Υόρκη (ICP), αλλά και το κέντρο Jeu de Paume στο Παρίσι, όπου αυτή την περίοδο φιλοξενείται η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεσή της στην Ευρώπη.
Οικογενειακοί δεσμοί
Ο τίτλος της ρετροσπεκτίβας είναι «Family Ties» και μέσα από 55 μεγάλες φωτογραφικές εκτυπώσεις, ασπρόμαυρες και έγχρωμες, αλλά και ανέκδοτα φιλμ, αποπειράται να χαρτογραφήσει σαράντα χρόνια δημιουργίας θέτοντας στο επίκεντρο τις διαχρονικές θεματικές της Μπάρνεϊ: την οικογένεια, τη γενεαλογική συνέχεια και τα κοινωνικά τελετουργικά. Εικόνες που αναδεικνύουν εκφάνσεις της καθημερινής ζωής της αμερικανικής ελίτ όπως μέσα από τη σειρά «Τheater of Manners» (1997) αλλά και των ομοίων της σε Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, μέσα από τη σειρά «The Europeans» (2004).
Αντίστοιχα δηλαδή πορτρέτα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας σε ιστορικά αρχοντικά και μέγαρα που αποκαλύπτουν την ένταση μεταξύ παράδοσης και σύγχρονης ζωής. Η έκθεση είναι χωρισμένη σε θεματικές ενότητες που αποσκοπούν να χαρτογραφήσουν την εξέλιξη της καλλιτεχνικής της γλώσσας. Από τις πρώιμες φωτογραφίες της οικογένειάς της στο θέρετρο της αμερικανικής αριστοκρατίας της Ανατολικής Ακτής, τα γνωστά και μη εξαιρετέα Hamptons, έως τις πιο πρόσφατες φωτογραφικές σειρές στη γηραιά ήπειρο, αυτό που παραμένει κοινό είναι ότι η Μπάρνεϊ αποτυπώνει με ακρίβεια τη σύνδεση, το συναίσθημα αλλά και την απόσταση μεταξύ των ατόμων σε πολυτελείς και συχνά αυστηρά ιεραρχημένες κοινωνικές δομές.
Οι φωτογραφίες της είναι συχνά αμφίσημες: ενώ μοιάζουν να εξυμνούν την πολυτέλεια, αποκαλύπτουν επίσης τη μοναξιά και την ένταση που συνοδεύουν τη ζωή σε κλειστές κοινωνίες. Αν και οι εικόνες της είναι όμορφες και συχνά παραμυθένιες, αποκαλύπτουν την ίδια στιγμή και τη φθορά που μπορεί να κρύβεται πίσω από την επιφάνεια, την απομόνωση και τον καθωσπρεπισμό που συχνά συνοδεύουν τα προνόμια.
Τα σκηνοθετημένα ντοκιμαντέρ
Αυτό που σε προβληματίζει μόλις αντικρίζεις τα έργα της είναι αν πρόκειται για φυσικές ή κατασκευασμένες εικόνες. H ιδιαιτερότητα στην προσέγγισή της είναι ότι η Μπάρνεϊ δημιουργεί ένα είδος σκηνικού θεάτρου όπου οι χαρακτήρες παίζουν ρόλους απόλυτα συμβατούς με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζουν και κινούνται. Οι εικόνες της δεν είναι αυθόρμητες, στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι σκηνοθετημένες και θυμίζουν μάλιστα τους πίνακες της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα και τα «conversation pieces» των άγγλων καλλιτεχνών του 18ου αιώνα. Κοινώς, ανεπίσημα πορτρέτα ανθρώπων που συνομιλούν και αλληλεπιδρούν σε εσωτερικούς χώρους ή σε κήπους. Πέρα από τους ζωγράφους – έχει αναφέρει ως επιρροές της το έργο του Καραβάτζιο, του Τζιότο, του Πιέρο ντέλα Φραντέσκα – η Μπάρνεϊ έχει καθοριστεί από το στυλ της «home photography», κοινώς της φωτογράφισης του άμεσα οικείου περιβάλλοντος από δημιουργούς όπως οι Αμερικανίδες Σάλι Μαν και Μέρι Φρέι.
Παράλληλα, δηλώνει τον θαυμασμό της για την «αλλόκοτη» ματιά Νταϊάν Αρμπους ή τα πορτρέτα του γερμανού φωτογράφου Τόμας Στρουθ και του Γουίλιαμ Eγκλστον, ενώ συμπεριλαμβάνει στο ανθολόγιο των αναφορών της και κινηματογραφιστές όπως ο Βισκόντι ή ο Φελίνι. Αποκαλύπτει δε ότι η σκηνοθεσία είναι απαραίτητη για να αναδειχθεί η αλήθεια πίσω από την επιφάνεια, γι’ αυτό και τα έργα της έχουν περιγραφεί ως «σκηνοθετημένα ντοκιμαντέρ». Το γεγονός ότι χρησιμοποιεί κυρίως φωτογραφικές μηχανές μεγάλου φορμά, όπως η Toyo 4×5, της επιτρέπει να καταγράφει με απίστευτη λεπτομέρεια κάθε στοιχείο των κάδρων της. Οι φωτογραφίες της είναι πλούσιες σε χρώμα και υφή και η μεγάλη κλίμακα επιτρέπει στους θεατές να παρατηρήσουν κάθε στοιχείο της εικόνας – από τις εκφράσεις του προσώπου μέχρι την πολυπλοκότητα των «σκηνικών».
Είπαμε, αυτός ήταν πάντα ο κόσμος της, σε αυτόν επέλεξε να στρέψει τον φακό της. Η Μπάρνεϊ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία από νεαρή ηλικία. Πέρα από την παρότρυνση του παππού της το ενδιαφέρον της οξύνθηκε όταν εργάστηκε εθελοντικά στο τμήμα φωτογραφίας του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης γύρω στο 1971. Δύο χρόνια μετά θα μετακόμιζε στο Αϊντάχο μαζί με τον σύζυγό της και τους δύο γιους τους και εκεί θα σπούδαζε φωτογραφία στο Sun Valley Center for Arts and Humanities από το 1976 έως το 1979, μια απόφαση που θα άλλαζε δραματικά τη ζωή της. Αρχισε να πειραματίζεται με την τέχνη αυτή αφότου συνειδητοποίησε ότι η φωτογραφία ήταν το μέσο για να εκφράσει τις σκέψεις της για τη ζωή, την κοινωνική θέση και τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων.
Από την αρχή της καριέρας της, η Τίνα Μπάρνεϊ εστίασε στην οικογένειά της και τον στενό της κύκλο. Φωτογράφισε τους οικείους της σε σκηνές της καθημερινής ζωής, όπως οικογενειακά δείπνα, παιδικά πάρτι, επετείους, γάμους και μπάρμπεκιου. Στην πορεία επιμελήθηκε και τα πορτρέτα διάσημων προσωπικοτήτων έπειτα από αναθέσεις που της έγιναν από τον περιοδικό Τύπο. Εχει φωτογραφίσει, για παράδειγμα, τη συγγραφέα Τζόαν Ντίντιον, τον εικαστικό Καρλ Αντρέ ή τον γκαλερίστα Λάρι Γκαγκόζιαν, αλλά και ηθοποιούς όπως η Τζένιφερ Λόρενς ή η Τζούλιαν Μουρ.
Μάλιστα στην έκθεση στο κέντρο Jeu de Paume παρουσιάζεται η τελευταία στο σπίτι της, ένα λοφτ στο West Village της Νέας Υόρκης, να γνέφει στον μικρό γιο της σαν να είναι αποστασιοποιημένη από τον εαυτό της και τη ζωή της. Η Μπάρνεϊ απαθανάτισε και τον θρυλικό έμπορο τέχνης Λίο Καστέλι στα 91 του χρόνια, λίγο προτού φύγει από τη ζωή δηλαδή, με την κατά πολύ νεότερη σύζυγό του, Mπάρμπαρα Μπερτότσι. Εκείνη κρατάει αγκαλιά μια μαύρη γάτα και στέκεται κυρίαρχη πίσω του, με την ατίθαση κόμη της να ανεμίζει σαν να πρόκειται για το λάβαρο των κατακτήσεών της, σε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια και δύναμη που έχει μόλις ξεκινήσει.
ΙΝFO
«Tina Barney. Family Ties»: Jeu de Paume, Παρίσι, έως τις 19 Ιανουαρίου 2025.