Ακόμη και όποιος δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τη μουσική των Rolling Stones, δεν θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητήσει την καθηλωτική παρουσία του Μικ Τζάγκερ πάνω στη σκηνή. Το σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος, ένα στόμα με παχιά χείλη από τα οποία κρέμεται μια αυθάδης γλώσσα, δεν θα μπορούσε να περιγράφει καλύτερα το εκτόπισμα του αειθαλούς ρόκερ. Και χάρη σε αυτό το σκηνικό χάρισμα, ο Τζάγκερ, μαζί με τα εναπομείναντα μέλη του θρυλικού συγκροτήματος, τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Ρονι Γουντ, εξακολουθεί να γεμίζει στάδια στις συναυλίες του, όπως συμβαίνει στην εφετινή πανευρωπαϊκή περιοδεία του γκρουπ που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο και μόνο μέσα στον Ιούλιο έκανε στάσεις στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου, στις Βρυξέλλες, στη Βιέννη, στο Παρίσι και στη Στοκχόλμη. Το live βρίσκεται στο αίμα του καλλιτέχνη, ο οποίος έκλεισε τα 79 του χρόνια στις 26 Ιουλίου· η σκηνή είναι ο φυσικός του χώρος και εκεί μπορεί να διαπρέψει. Ο κινηματογράφος δεν είναι ωστόσο ζωντανό μέσο, παρόλο που όταν παρακολουθείς μια ταινία νιώθεις ότι όλα συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή που τα βλέπεις. Το σινεμά απαιτεί πολύ χρόνο, πολλές αναμονές, πολλές καθυστερήσεις, πολλές λήψεις, πολλές σκηνές που πρέπει να ξαναγυριστούν, ατελείωτες ώρες στη μονταζιέρα… Και εκεί, ο λευκός άνδρας με τα πιο ελκυστικά ίσως χείλη στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανέκαθεν χώλαινε.
Το φλερτ του Μικ Τζάγκερ με την 7η Τέχνη ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν οι Rolling Stones βρίσκονταν στα ντουζένια τους. Για την ακρίβεια, το 1970 διανεμήθηκαν στις αίθουσες δύο ταινίες με τον Τζάγκερ εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Και ενώ στη μία, το «Performance», ένα πολύ παράξενο γκανγκστερικό (και όχι μόνο) φιλμ του Ντόναλντ Κάμελ το οποίο σήμερα έχει γίνει cult, ο Τζάγκερ φάνηκε ότι μπορούσε να προσθέσει μια πικάντικη αύρα με τη χαρακτηριστική παρουσία του (παίζει κάτι από τον εαυτό του, έναν διάσημο ρόκερ που φιλοξενεί στο σπίτι του έναν σκληρό γκάνγκστερ), στην άλλη, τον «Νεντ Κέλι» – όπου ο Τζάγκερ όχι μόνον ήταν ο πρωταγωνιστής αλλά και ο ήρωας του τίτλου – φάνηκαν οι υποκριτικές αδυναμίες του. Ο «Νεντ Κέλι» του Τόνι Ρίτσαρντσον είναι ένα αλλόκοτο biopic γουέστερν που αναφέρεται στον ομώνυμο τύπο, τον άπορο γιο μιας οικογένειας ιρλανδών μεταναστών στην Αυστραλία, ο οποίος ωθούμενος από την άδικη συμπεριφορά της αστυνομίας, κατάφερε να γίνει ο πιο διαβόητος κακοποιός down under. Η «αναρχική» ιδεολογία της ταινίας και η γενικότερη φιλοσοφία της «κατά του συστήματος» εξηγούν την ανάμειξη του Τζάγκερ, όμως η απλοϊκή αντιμετώπιση του θέματος από τον Ρίτσαρντσον και η κάθε άλλο παρά ελκυστική παρουσία του ρόκερ στον ρόλο του Κέλι, μας κάνουν να συμφωνήσουμε με μια από τις κριτικές που έχουν γραφεί για το «Νεντ Κέλι»: «Αυτή η ταινία αξίζει για όσους θέλουν να δουν πώς μοιάζει ο Μικ Τζάγκερ με ένα μούσι α λα Αβραάμ Λίνκολν». Η αποτυχία του «Νεντ Κέλι» στα ταμεία ώθησε τον Τζάγκερ να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για μια καριέρα στην υποκριτική (αν βέβαια υπήρχαν ποτέ τέτοια σχέδια) και να περιοριστεί σε ρόλους guest, εμφανίσεις περισσότερο διακοσμητικές, με μόλις οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες μέσα σε 50 χρόνια, εντελώς ξεχασμένες οι περισσότερες. Ανάμεσά τους το φουτουριστικό θρίλερ «Επιχείρηση: Αθανασία» (1992) με τον Αντονι Χόπκινς, ο «Συνοδός κυριών» (2001) με τον Αντι Γκαρσία και προσφάτως, η τελευταία του, «Διαρρήκτης υψηλής τέχνης» (2019), όπου υποδύθηκε έναν μυστηριώδη συλλέκτη έργων τέχνης (και εδώ ήταν όντως καλός).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.