Ενας επίγειος παράδεισος είναι το ολοκαίνουργιο One&Only Kéa Island, το οποίο άνοιξε στην Τζια τον περασμένο Ιούνιο αναβαθμίζοντας τις επιλογές φιλοξενίας στο νησί.
Σε αντίθεση όμως με άλλα πολυτελή θέρετρα, τα οποία μοιάζουν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, το One&Only Kéa Island έχει επιδιώξει το εντελώς αντίθετο.
Και το έχει καταφέρει. Σε απόλυτη σύνδεση και σχέση με την τοπική κοινότητα, τους κατοίκους και τους επισκέπτες της Τζιας, έρχεται σε άμεσο διάλογο μαζί τους και αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι, έτσι ώστε όχι μόνο να προσφέρει την καλύτερη δυνατή εμπειρία στους φιλοξενούμενούς του, αλλά και να μπορεί να δίνει κάτι πίσω στον τόπο που το υποδέχθηκε με τόση θέρμη.
Ενδεικτικό της φιλοσοφίας αυτής είναι το «Artist in Residence» που εγκαινιάστηκε στις 27 Ιουλίου με την έναρξη της έκθεσης «Daydreaming in Kéa» («Ρεμβάζοντας στην Κέα») του εικαστικού Πάβλου Χαμπίδη, με επιμελήτρια τη Σωτηρία Αντωνοπούλου, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Αυγούστου.
Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που απευθύνεται σε καλλιτέχνες, οι οποίοι θα καλούνται να διαμείνουν στο πανέμορφο resort, για να μπορούν ανενόχλητοι και με ιδανικές συνθήκες, σε έναν χώρο υψηλής αισθητικής, να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν τα έργα τους.
Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, οι επισκέπτες του θερέτρου θα μπορούν να αλληλεπιδρούν μαζί τους μέσω εργαστηρίων, εκθέσεων και εκδηλώσεων. Στη συνέχεια τα έργα θα παρουσιάζονται στο ξενοδοχείο με μια έκθεση ανοιχτή στο ευρύτερο κοινό.
Ένας παλιός γνώριμος
Η επιλογή του Πάβλου Χαμπίδη να ξεκινήσει το εν λόγω πρόγραμμα είναι πολύ εύστοχη καθώς ο καλλιτέχνης, εκτός από το ότι έχει αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην αποτύπωση μέσω των σκίτσων του της ομορφιάς της χώρας μας, έχει και μια στενή σχέση με την Κέα, η οποία κρατά από τη δεκαετία του 1980, τότε που το νησί αναφερόταν συχνά ως «Μικρό Παρίσι» λόγω της δημοτικότητάς του στον κόσμο των καλλιτεχνών και των διανοούμενων.
Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη εικαστικός, ο οποίος έχει σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας, έχει ζήσει και εργαστεί σε μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο, όπως το Βερολίνο, το Παρίσι, το Τόκιο, η Γενεύη, οι Βρυξέλλες και η Αθήνα.
Οι πίνακές του έχουν παρουσιαστεί σε πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις παγκοσμίως, με τις υδατογραφίες του να ξεχωρίζουν ιδιαιτέρως.
Ο ίδιος μας μίλησε για την πρόσφατη εμπειρία του στο One&Only Kéa Island, για την αξία ενός προγράμματος όπως το «Artist in Residence» για το νησί και τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, για την έκθεση «Daydreaming in Kéa», αλλά και για τα μελλοντικά του σχέδια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέρετρο παρήγαγε σε περιορισμένο αριθμό καλλιτεχνικές εκδόσεις τριών έργων του Πάβλου Χαμπίδη, οι οποίες είναι αριθμημένες και υπογεγραμμένες από τον ίδιο. Τα αντίγραφα θα είναι διαθέσιμα αποκλειστικά στην μπουτίκ του One&Only Kéa Island.
Κύριε Χαμπίδη, είστε ο καλλιτέχνης με τον οποίο εγκαινιάζεται το πρόγραμμα «Artist in Residence» του One&Only Kéa Island». Πώς προέκυψε η συνεργασία αυτή;
Η ιδέα για τη δημιουργία του προγράμματος ήταν της Σωτηρίας Αντωνοπούλου, η οποία είναι δημιουργός της Keos Culture και συνεργάτιδα του One&Only Kéa Island για πολιτιστικές δραστηριότητες. Με την κυρία Αντωνοπούλου είχα συνεργαστεί στο παρελθόν εκθέτοντας τα έργα μου στην γκαλερί της στο Βουρκάρι.
Πέρυσι ο γενικός διευθυντής του resort, Jerome Colson, είδε τη δουλειά μου και ενθουσιάστηκε. Το ενδιαφέρον του αυτό οδήγησε σε συζητήσεις, στη συγκρότηση του προγράμματος, και τελικά στην πρόταση να δημιουργήσω μία σειρά έργων με την προοπτική αυτής της έκθεσης.
Μιλήστε μας για τα έργα της έκθεσης.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Ρεμβάζοντας στην Κέα» και δείχνουμε μια σειρά σχεδίων με σινική μελάνη, νερομπογιές, μολύβια νερομπογιάς και γκουάς (ένας τύπος χρώματος παρόμοιος με αυτόν της υδατογραφίας), τα οποία έκανα κατά την πρόσφατη διαμονή μου στο νησί.
Πρόθεσή μου είναι να αναδείξω χαρακτηριστικές, ενίοτε απρόσμενες, οπτικές γωνίες, καθημερινές στιγμές, αλλά και λεπτομέρειες του resort, οι οποίες ασκούν στον επισκέπτη μία λανθάνουσα, ανεπιτήδευτη γοητεία.
Αν και όλα τα έργα της έκθεσης είναι καινούργια, εμπνευσμένα από τη διαμονή σας στο πολυτελές θέρετρο, η σχέση σας με την Τζια μετρά πολύ περισσότερα χρόνια. Βρίσκετε ότι έχει αλλάξει το νησί; Αν ναι, πώς;
Η έκθεση αποτελείται από σχέδια τα οποία έχω κάνει στο ίδιο το θέρετρο, καθώς και άλλα με θέμα πάντα το νησί. Επιπλέον εκτίθενται και τρία λάδια. Θέλαμε να δείξουμε ότι το θέρετρο δεν είναι απομονωμένο και θέλει να εντάσσεται στη συνολική εμπειρία της Κέας.
Το ότι το νησί έχει αλλάξει είναι αυτονόητο. Η ακινησία δεν είναι ζωή. Τώρα, φυσικά, εύκολα μπορεί κανείς να δηλώσει ότι η αλλαγή είναι ποσοτική, όπως όμως παντού, πάντα και σε όλα, η πρόοδος και τα όποια οφέλη συνεπάγονται και απώλειες.
Αλλαξε, όπως θα ήταν αναμενόμενο, οικιστικά. Και μάλιστα αισθητά. Πλην όμως, η καθημερινότητα γλιστράει νωχελικά. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως έχει αλλάξει η ίδια η ακτή. Νοσταλγώ τόσο πολύ, όμως αδυνατώ να εντοπίσω τα αγαπημένα μου «βραχίδια».
Το μακρινό 1986 ήταν κάπου ανάμεσα στο Γιαλισκάρι και το Βουρκάρι. Παραμένει όμως ένα νησί για «dolce far niente» (η χαρά τού να μην κάνεις τίποτα), καλλιτεχνική αναζήτηση και περισυλλογή.
Εχετε παλαιότερα έργα στην προσωπική σας συλλογή που απεικονίζουν το νησί όπως ήταν τότε;
Εχω αρκετά σχέδια με θέμα την Τζια που πάνε πίσω στο 2015 και το 2017. Εχω όμως και δύο-τρία ακόμα πιο παλιά, του 1986, τα οποία έχουν να κάνουν με την τότε τζιώτικη εμπειρία. Είναι οι θρυλικοί «αχινοφάγοι».
Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι μπορεί να συμβάλλει το πρόγραμμα «Artist in Residence» του One&Only Kéa Island στην προώθηση της τέχνης και στην ανάδειξη του έργου καταξιωμένων καλλιτεχνών, αλλά και νεότερων;
Αυτή καθαυτή η επιλογή του προγράμματος «Artist in Residence», το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε έναν καλλιτέχνη αφενός να δημιουργήσει επί τόπου, αφετέρου να παρουσιάσει το αποτέλεσμα της δουλειάς του, αρκεί. Δεν παίζει ρόλο αν είναι καταξιωμένος ή μη. Η επιλογή δίνει κύρος στο resort, βήμα στους καλλιτέχνες και εικαστική ψυχαγωγία στον κόσμο.
Αν και πρόκειται για ένα ολοκαίνουργιο resort, το One & Only Kéa Island μοιάζει να υπήρχε πάντα εκεί, εναρμονισμένο με το υπόλοιπο τοπίο. Κρίνοντας από τη διαμονή σας εκεί, ποια είναι η σύνδεσή του με την τοπική κοινότητα και το ίδιο το νησί;
Ηδη αποτελεί έναν πόλο αναφοράς για το νησί, απασχολεί έναν σεβαστό – για την κλίμακα του νησιού – αριθμό νέων ανθρώπων και η επιθυμητή συνέργεια αρχίζει να παίρνει μορφή. «Οργωσα», κατά την προσφιλή μου πρακτική, το θέρετρο και, ένα απόγευμα, έχοντας μόλις τελειώσει την περιπλάνησή μου, την ώρα της ρέμβης, είδα το resort να φαντάζει μπροστά μου σαν μία πραγματική όαση.
Εχετε ασχοληθεί πολύ με τις υδατογραφίες (ακουαρέλες). Τι είναι αυτό που σας γοητεύει σε αυτές;
Οι υδατογραφίες αποτελούν πλέον το ήμισυ, τουλάχιστον, της καλλιτεχνικής μου παρουσίας. Οχι της δημιουργίας, αλλά της παρουσίας. Αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας. Δεν μπορείς να την παραγνωρίσεις, ούτε να την αρνηθείς.
Εχω όμως ζήσει πολλές χαρές χάρη στις υδατογραφίες και είμαι ευγνώμων για όσα μου έχουν προσφέρει. Τόσο σε επίπεδο δημιουργίας όσο και σε επαγγελματικό, εμπορικό, επίπεδο. Δουλεύω πάντα «in situ» (επί τόπου) και αξιοποιώ την άνεση που έχω, αλλά και τη χαρά που βρίσκω στο σκιτσάρισμα.
Να προσθέσω ότι με χαροποιεί και με γλυκαίνει η ανταπόκριση του κοινού, η οποία διαχέεται σε ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα φιλοτέχνων. Με διασκεδάζει δε να σκέφτομαι ότι η εμμονική μου ενασχόληση με το σκιτσάρισμα, με στυλό, με μολύβι, με πενάκια και μελάνια, όλη αυτή η ευχέρεια την οποία έχω αποκτήσει μετά από εμπειρία δεκαετιών, το να κεντάω, όπως λέω, με το πενάκι, αξιοποιείται με αυτόν τον τρόπο.
Η αρχή έγινε το 2004, όταν μου ανετέθη από τη Louis Vuitton η δημιουργία του ταξιδιωτικού σημειωματαρίου (Carnet de Voyage) για την Αθήνα. Στη συνέχεια έκανα τα αντίστοιχα για τους Παξούς και τις Σπέτσες.
Από την άλλη, πότε-πότε σκέφτομαι ότι πάει να γίνει ένας εξαναγκασμός. Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς ένα πορτφόλιο με χαρτιά και τα στοιχειώδη για να αποθησαυρίσω, ενδεχομένως, κάποια λεπτομέρεια, ένα αστικό σκηνικό, κάποια «αδέσποτη» υπαίθρια σύνθεση.
Πέρυσι, παρουσιάστηκε η ατομική σας έκθεση με τίτλο «Sguardo greco» στο Museo Archeologico Regionale di Agrigento, στη Σικελία. Μιλήστε μας για την εμπειρία. Πώς ήταν για έναν Ελληνα να αποδίδει, με τη δική του ματιά, ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και τέχνης εκτός συνόρων;
Επισκέφθηκα τη Σικελία και την Κοιλάδα των Ναών ήδη το 2004. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τότε ότι θα επέστρεφα πάνω από 12 χρόνια αργότερα αναλαμβάνοντας τη δημιουργία του λευκώματος «Spring in the Valley».
Στη θέση του αρχαίου Ακράγαντα βρίσκεται ένας από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους του κόσμου, όπου πέρασα έναν μήνα στον ξενώνα των αρχαιολόγων και ολοκλήρωσα εκατό και κάτι σχέδια.
Περιπλανήθηκα σε εκείνη την τεράστια έκταση όπου ξεφυτρώνουν επτά, αν θυμάμαι καλά, αρχαίοι δωρικοί Ναοί, το Γυμνάσιο χαμένο μέσα στις αμυγδαλιές, ο βωμός της Δήμητρας, το Ασκληπιείο, τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά και οι τάφοι και ο Τύμβος του Θήρωνα.
Αλλά και η Κολυμβήθρα (Kolymbéthra), ένα παραμυθένιο φαράγγι πνιγμένο μέσα σε μία τροπικών διαστάσεων βλάστηση, στο οποίο καθώς κατεβαίνεις θαρρείς και θα συναντήσεις τον Πάνα και ξεμοναχιασμένες νύμφες.
Φυσικά με κολάκευε το γεγονός ότι η διεύθυνση του Ιδρύματος ανάθεσε αυτό το έργο σε εμένα, έναν Ελληνα. Και αν και δεν είναι τυχαίο, προκαλεί εντύπωση ότι στη Σικελία οι άνθρωποι έχουν τόσο έντονα συνείδηση αυτής της ελληνικής κληρονομιάς. Το νησί είναι ποτισμένο από ελληνικότητα.
Ετοιμάζετε κάτι τώρα; Υπάρχουν σχέδια για το άμεσο μέλλον;
Βεβαίως. Αυτή την περίοδο τυγχάνει να δουλεύω εκ νέου σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο για το οποίο συνεργάζομαι με τον Τζον Παπαδόπουλος και αφορά την Αρχαία Αγορά των Αθηνών.
Παράλληλα, βρήκα επιτέλους έναν τρόπο για να ικανοποιήσω μία χρόνια επιθυμία μου και έχω αρχίσει να ζωγραφίζω τα πρώτα μου κεραμικά. Και άλλα σχέδια είναι στα σκαριά, για κάποια όμως από αυτά λείπει η… σχεδία.