«Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου/ και σαν είμαι με παρέα/ και σαν έχω μοναξιά/ κάθε μια σου ρουφηξιά/ είναι μια ψηλή ιδέα» έγραφε ο Γεώργιος Σουρής, μετατρέποντας σε ποίηση μία από τις πιο γνώριμες και διαχρονικές εικόνες της καθημερινότητάς μας και στην Ελλάδα: εκείνη του καφενείου (και της καφετέριας που το διαδέχθηκε) όπου οι θαμώνες, με συντροφιά ή και ολομόναχοι, απολαμβάνουν το αγαπημένο τους χαρμάνι. Καθημερινή συνήθεια όχι μόνο (όλων σχεδόν) των Ελλήνων αλλά δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, ο καφές μάς ξυπνάει και μας συντροφεύει στα μικρά διαλείμματα της ημέρας ή και την ώρα της δουλειάς, έχοντας συνδέσει τη γεύση του με όλες τις κοινωνικές μας δραστηριότητες: από τις πιο χαρούμενες (το αντάμωμα φίλων, το κλείσιμο ενός ωραίου γεύματος ή δείπνου κ.λπ.) ως τις πιο θλιβερές (κηδείες και μνημόσυνα), οπότε ως «καφές της παρηγοριάς» έρχεται με τα αρωματικά χαρμάνια του και με τη διακριτική πίκρα του να σκεπάσει για λίγο την αφόρητη πίκρα της απώλειας. «Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε/ κι άλλος κανείς δεν ξέρει,/ τα βρήκα μέσα στον καφέ,/ τα διάβασα στο χέρι» γράφει με τη σειρά του ο Οδυσσέας Ελύτης αναφερόμενος στη μεταφυσική διάσταση που και ο ελληνικός λαός έχει δώσει σε ένα φλιτζάνι αραβικού καφέ – ή μάλλον στα κατακάθια του: όταν θεωρεί πως μπορεί να του αποκαλύψουν το μέλλον. Επιβεβαιώνοντας, ακόμα και διά της δεισιδαιμονίας, πως ο καφές είναι κάτι παραπάνω από ένα ρόφημα. Είναι παρέα στη μοναξιά, είναι «γιατρικό» και απόλαυση, είναι αφορμή για συγκέντρωση και ενδοσκόπηση, είναι μια καθημερινή ιεροτελεστία που καθένας από εμάς τη βιώνει με τον δικό του τρόπο, ως μια απόλυτα προσωπική υπόθεση.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω