Λένε ότι μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις και ίσως να ισχύει. Κάτι που μπορεί επίσης να ισχύει, όμως, είναι ότι ένα όχι ιδιαίτερα όμορφο αλλά ασυνήθιστο πρόσωπο μπορεί να αποσπάσει την προσοχή ανάμεσα σε χίλια άλλα που θαμπώνουν με τα αγαλματένια κάλλη τους. Στις γραμμές που ακολουθούν κάνουμε μια αναδρομή σε δέκα εμβληματικές φιγούρες από τον παλιό καλό κινηματογράφο που κατάφεραν να αποτυπωθούν στη συλλογική μνήμη χάρη στην καθόλου κλασική, αλλά μάλλον ανορθόδοξη γοητεία τους.
Λι Βαν Κλιφ (1925-1989)
Ενα απολύτως συμμετρικό, τριγωνικό πρόσωπο, με σχιστά μάτια, σχεδόν… απειλητικό μουστάκι και χαμόγελο που συνήθως σκότωνε. Δευτεραγωνιστής κυρίως σε γουέστερν στο Χόλιγουντ από τη δεκαετία του 1950 (είναι το πρώτο πρόσωπο που βλέπουμε στην κλασική ταινία του 1952 «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές»), σταρ των ιταλικών «σπαγγέτι» γουέστερν από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Επαιξε σε δύο κλασικές ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε, τις «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (1965) και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (1966), που παραμένει η διασημότερη της καριέρας του. Και όλα αυτά αφότου ο Βαν Κλιφ είχε υπάρξει, για πολλά χρόνια, λογιστής αλλά και παρασημοφορημένος στρατιώτης, ώσπου τον απορρόφησε η υποκριτική.
Το 1959 ο Λι Βαν Κλιφ έπεσε θύμα τροχαίου ατυχήματος, το οποίο του κόστισε την αριστερή του επιγονατίδα. Οι γιατροί του είπαν ότι λόγω του τραυματισμού του δεν θα ήταν ποτέ ξανά σε θέση να καβαλήσει άλογο. Ωστόσο, μέσα σε έξι μήνες πήρε πάλι τα ηνία, πήγε στην Ιταλία και έγινε σούπερ σταρ. Ενδεχομένως όχι και τόσο σπουδαίος ηθοποιός, αλλά η εικόνα του πραγματικά δεν ξεχνιέται με τίποτα. Ο Τζον Κάρπεντερ τον αξιοποίησε θαυμάσια στην «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (1981), μία από τις τελευταίες μεγάλες ταινίες του, καθώς ο καρκινοπαθής Βαν Κλιφ έφυγε πρόωρα από τη ζωή, έπειτα από ανακοπή.
Πίτερ Λόρε (1904-1964)
Μοχθηρή μινιατούρα ανθρώπου, του οποίου το παραπονεμένο βλέμμα και η μελωδική φωνή κάλυπταν πάντα… σαδιστικές διαθέσεις. Γιος γερμανόφωνων Ούγγρων Εβραίων, ο Λάζλο Λούβενσταϊν γεννήθηκε στο Ρουζαχέγκι (τότε βασίλειο της Ουγγαρίας – η σημερινή Σλοβακία), πήγε δημοτικό και γυμνάσιο στη Βιέννη και αρχικά εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στο θέατρο της Βιέννης και αφού έκανε το ντεμπούτο του στη Ζυρίχη, μετέπειτα βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου συνδέθηκε επαγγελματικά με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ αλλά και με τον Φριτς Λανγκ, παίζοντας τον κατά συρροήν δολοφόνο στον κλασικό «Δράκο του Ντίσελντορφ» (1931).
Προτού μετοικήσει στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Λόρε είχε κάνει αξιόλογη καριέρα στην Ευρώπη. Είχε, για παράδειγμα, συνεργαστεί με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στον «Ανθρωπο που γνώριζε πολλά» (1934) – τη μοναδική ταινία που ο Χίτσκοκ ξαναγύρισε αργότερα (το 1956) ως παραγωγή του Χόλιγουντ. Στην Αμερική, όπου πήγε το 1935, έγινε διάσημος ως ντετέκτιβ Mr. Moto σε μια σειρά ταινιών μυστηρίου, έπαιξε τον Ρασκόλνικοφ στο «Εγκλημα και τιμωρία» (1935) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ και έγινε περιζήτητος «καρατερίστας» παίζοντας σε κλασικές ταινίες της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ («Το γεράκι της Μάλτας», «Καζαμπλάνκα», «Αρσενικό και παλιά δαντέλα», «Μυστικός πράκτορας» κ.ά.). Στη δύση της καριέρας του το όνομά του συνδέθηκε με τον βασιλιά των b-movies, παραγωγό και σκηνοθέτη Ρότζερ Κόρμαν («Το κοράκι», «Ιστορίες τρόμου»).
Τζον Καζάλ (1935-1978)
Ο σπάνιος ηθοποιός θα είχε κάνει σπουδαία καριέρα εάν ο καρκίνος δεν διέκοπτε πρόωρα τη ζωή του, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Γεννημένος στη Βοστώνη, ο ισχνός, νευρώδης, με μια χαρακτηριστική ευρυμετωπία και μονίμως μουτρωμένο ύφος Καζάλ, έπαιξε σε μόλις πέντε(!) κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, αλλά δεν έφυγε ποτέ από τη μνήμη μας. Ηταν ο Φρέντο Κορλεόνε, ο δειλός, ανασφαλής αδελφός του Αλ Πατσίνο στους δύο πρώτους «Νονούς» (1972 & 1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο τεχνικός συνάδελφος του ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζιν Χάκμαν στην εφιαλτική «Συνομιλία» (1974), επίσης του Κόπολα, και ο θρασύτερος της παρέας των φίλων στον «Ελαφοκυνηγό» (1978) του Μάικλ Τσιμίνο.
Αλλά το σήμα κατατεθέν του Καζάλ είναι για εμάς η «Σκυλίσια μέρα» (1975) του Σίντνεϊ Λουμέτ, όπου υποδύθηκε τον σπαρακτικό, ανισόρροπο ληστή (βετεράνο του πολέμου στο Βιετνάμ) που κρατούσε με το αυτόματο ομήρους τους υπαλλήλους στην τράπεζα υπό τις οδηγίες του φίλου του (Αλ Πατσίνο). Για αυτή την ταινία ο Καζάλ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία του Β΄ ανδρικού ρόλου. Η μοναδική μεγάλη διάκριση στην καριέρα ενός ηθοποιού που πολλοί της γενιάς του, όπως ο Πατσίνο και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, τον θεωρούν δάσκαλο.
Ο Καζάλ υπήρξε σύντροφος στη ζωή της Μέριλ Στριπ, η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την απώλεια. Είχαν γνωριστεί στην παραγωγή του σαιξπηρικού έργου «Με το ίδιο μέτρο» (Measure for Measure) το 1976 στο υπαίθριο The Delacorte Theater του Σέντραλ Παρκ, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Shakespeare in the Park».
Τζακ Πάλανς (1919-2006)
Παρασημοφορημένος βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και επαγγελματίας πυγμάχος βαρέων βαρών, ο ουκρανικής καταγωγής Βολοντίμιρ Πάλανιουκ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, άρχισε να ασχολείται με την υποκριτική μετά τον πόλεμο, και αφού αναγκάστηκε να καταφύγει σε επανορθωτική πλαστική επέμβαση στο πρόσωπό του έπειτα από ένα αεροπορικό ατύχημα το 1943 που του προκάλεσε κακώσεις και εγκαύματα.
Ακούραστος «εργάτης» του κινηματογράφου, ο Πάλανς στα forties και τα fifties έγινε διάσημος παίζοντας συνήθως «κακούς» σε κλασικά φιλμ νουάρ («Αγγελοι με ματωμένα χέρια», το 1955, του Ρόμπερτ Ολντριτς, «Πανικός στους δρόμους», το 1950, του Ελία Καζάν), σε αστυνομικά b-movies («Μονομαχία στη Σιέρα Μάντρε», το 1953, ως αντίπαλος του Ρόμπερτ Μίτσαμ), σε πολεμικά δράματα («Εφοδος», 1956) και σε γουέστερν όπως οι «Αρπαγες της γης» (1953) όπου υποδύθηκε τον Τζακ Γουίλσον, έναν σαδιστή πιστολέρο που ηττάται από τον Αλαν Λαντ. Αυτός ο ρόλος οδήγησε τον Πάλανς για δεύτερη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ και στην κατηγορία Β’ ανδρικού ρόλου.
Είχε προηγηθεί η υποψηφιότητά του στον «Πύρινο εφιάλτη» (1953) δίπλα στην Τζόαν Κρόφορντ. Αργότερα πήγε στην Ευρώπη παίζοντας στα… πάντα. Σε ρωμαϊκά έπη («Βαραββάς», 1961) στην «Περιφρόνηση» (1963) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, σε πάρα πολλά σπαγγέτι γουέστερν (π.χ. «Ο μισθοφόρος», 1968), σε ιταλικές αστυνομικές περιπέτειες της δεκαετίας του 1970 («Οι νονοί της πόλης», 1976). Επέστρεψε στην Αμερική, υπήρξε σταρ της τηλεόρασης και συμμετείχε σε υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ όπως ο «Μπάτμαν» (1989) του Τιμ Μπάρτον. Κέρδισε τελικά το Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για την κωμωδία «Τι έκανες μπαμπά στην Αγρια Δύση;», παραγωγής 1991.
Τσαρλς Μπρόνσον (1921-2003)
Τα μάτια του Τσαρλς Μπρόνσον θα μπορούσαν να ανήκουν σε Ασιάτη, τα χείλη του σε Ιταλό ή Γάλλο, τα μαλλιά του σε Ινδιάνο, η μύτη του κατά πάσα πιθανότητα σε Πολωνό (ήταν άλλωστε πολωνικής καταγωγής, γεννημένος ως Τσαρλς Μπουτσίνσκι στην Πενσιλβάνια). Το σώμα του θα μπορούσε να είναι εκείνο ενός καλογυμνασμένου σαμουράι, το μουστάκι του μια λεπτή κορδέλα. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά ενωμένα με έναν κάπως ακανόνιστο τρόπο, έφτιαξαν το πρόσωπο ενός από τους πιο παρεξηγημένους, τους πιο εμπορικούς και συγχρόνως, με τον δικό του τρόπο, πιο γοητευτικούς ηθοποιούς που έχουν περάσει ποτέ από το σελιλόιντ.
Ξεκίνησε παίζοντας γκάνγκστερ σε δευτεροκλασάτες ταινίες και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το όνομά του συνδέθηκε με δύο κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά, τη «Μεγάλη απόδραση» (1963) και το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» (1960). Οπως ο Κλιντ Ιστγουντ, έτσι και ο Μπρόνσον στα μέσα της δεκαετίας του 1960 πήγε στην Ευρώπη και εκεί έγινε σταρ παίζοντας σε σπαγγέτι γουέστερν (Κάποτε στη Δύση, 1968) αλλά και νουάρ γαλλικές ταινίες («Αντίο, φίλε», του 1968, με τον Αλέν Ντελόν, «Ο ταξιδιώτης της βροχής», του 1970, κ.ά.).
Στα seventies επέστρεψε στην Αμερική και, όπως ο Ιστγουντ, υπήρξε το καμάρι της κλασικής αστυνομικής περιπέτειας. Μέτριο ταλέντο αλλά πρόσωπο που δεν σήκωνε πολλά-πολλά και πάντοτε ενέπνεε εμπιστοσύνη. Οταν όμως «πέρασε η μπογιά του», έσβησε. Σήμα κατατεθέν του για πάντα ο «Εκτελεστής της νύχτας» (Death Wish, 1974), ο vigilante των δρόμων της Νέας Υόρκης. Η επιτυχία της ταινίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε ως αποτέλεσμα πολλές πανομοιότυπες συνέχειές της.
Λίνο Βεντούρα (1919-1987)
Πριν από το 1953, όταν στα 34 του χρόνια αποφάσισε να ξεκινήσει καριέρα στην υποκριτική, ο γεννημένος στην Πάρμα της Ιταλίας Αντζολίνο Τζουζέπε Πασκουάλε Βεντούρα (οι γονείς του μετακόμισαν ενώ ήταν παιδί στη Γαλλία και έτσι μεγάλωσε στο Παρίσι), ήταν πυγμάχος. Οι ώρες που είχε περάσει στα ρινγκ είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο συμπαγές σώμα και στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του.
Με την έκφρασή του ο Βεντούρα έλεγε πάντα περισσότερα από όσα χρειαζόταν να πει με το στόμα. Παραμένει μια μεγάλη μορφή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στις δόξες του. Ισως επειδή ο Βεντούρα είχε μια εκπληκτική ικανότητα να είναι το ίδιο καλός στο βαρύ δράμα αλλά και στην ελαφριά κωμωδία. Το κοινό μπορούσε να τον συμπαθήσει ακόμα και όταν έπαιζε σκοτεινούς ήρωες, όπως γκάνγκστερ ή διεφθαρμένους αστυνομικούς.
Εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες που ανήκουν πλέον στα διαμάντια του κλασικού γαλλικού κινηματογράφου: «Οι εραστές του Μονπαρνάς» (1958), «Η δεύτερη πνοή» (1966), «Η συμμορία των Σικελών» (1969), «Η μεγάλη διάρρηξη» (1973), «Δολοφονίες διακεκριμένων» (1976), «Η ανάκριση» (1981). Είναι πολύ κρίμα που ο χώρος του δεν τον τίμησε ποτέ στη Γαλλία. Η μεγαλύτερη διάκριση του Βεντούρα ήταν στα βραβεία Σεζάρ του 1983, όταν προτάθηκε για το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου για τους «Αθλιους» (1982), όπου υποδύθηκε τον Γιάννη Αγιάννη.
Εντουαρντ Τζέιμς Ολμος (1947-)
Την ώρα που ο Ντον Τζόνσον και ο Φίλιπ Μάικλ Τόμας φιγουράριζαν τα λινά κοστούμια τους ως «Σκληροί του Μαϊάμι», ο μεξικανικής καταγωγής Εντουαρντ Τζέιμς Ολμος, που γεννήθηκε στο Ανατολικό Λος Αντζελες, είχε αυστηρό αλλά cool παρουσιαστικό και έδειχνε να παίρνει στα σοβαρά τον ρόλο του προϊσταμένου τους, του αστυνόμου Καστίγιο. Οπότε, τελικά, ήταν ο μόνος που έπειθε ως… αστυνομικός στην πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980, παραγωγής Μάικλ Μαν.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο ο Ολμος φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λος Αντζελες, όπου μεταξύ άλλων σπούδασε υποκριτική. Οπως πολλοί της γενιάς του, ξεκίνησε από την τηλεόραση, παίζοντας μικρούς ρόλους, κυρίως σε αστυνομικές σειρές των seventies όπως οι «Χαβάη Πέντε-0», «Κάνον», «Οι χαμογελαστοί ντετέκτιβ» και «Κότζακ». Ωστόσο, τα σκληρά χαρακτηριστικά και το βλογιοκομμένο πρόσωπο του Ολμος δεν τον βοήθησαν να αναπτύξει κινηματογραφική καριέρα ως μεγάλος σταρ και παρά την υποψηφιότητά του για Οσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου στο «Ανατολικό Λος Αντζελες» (1988) περιορίστηκε στην τηλεόραση.
Από το 2004 έως το 2009 ήταν μεγάλο όνομα χάρη στη σειρά φαντασίας «Battlestar Galactica». Εμφανίστηκε ωστόσο σε αρκετές κλασικές ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου, όπως το «Blade Runner» (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ, καθώς και στη συνέχειά του, «Blade Runner 2049» (2017) του Ντενί Βιλνέβ.
Κλάους Κίνσκι (1926-1991)
Αν η διαστροφή μπορούσε να έχει πρόσωπο, τότε αυτό το πρόσωπο δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από του Κλάους Γκίντερ Καρλ Νακζίνσκι, από τον οποίο μπορούσες να περιμένεις τα πάντα και εκείνος με τη σειρά του, πάντα, σου τα έδινε απλόχερα! Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κίνσκι (γεννημένος στην περιοχή της Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ, στο σημερινό Σόποτ της Πολωνίας) άρχισε να παίζει στο θέατρο, αποκτώντας γρήγορα τη φήμη ενός ακατέργαστου ταλέντου με εξίσου ωμό χαρακτήρα.
Ο κινηματογράφος ήρθε λίγο αργότερα στη ζωή του και ο Κίνσκι δεν έκρυψε ποτέ την απόλυτη περιφρόνηση για την ποιότητα των περισσότερων παραγωγών στις οποίες εμφανιζόταν. Επαιξε σε τόσο πολλές που είναι σχεδόν αδύνατο να συναρμολογηθεί μια ολοκληρωμένη φιλμογραφία του χωρίς λάθη. Κάποτε παρομοίασε τον εαυτό του με πόρνη για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν δίσταζε να παίζει σε οτιδήποτε, από art films όπως το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» (1975) και ταινίες που γύρισε με τον Βέρνερ Χέρτσογκ, μέχρι τα χειρότερα σκουπίδια, σπαγγέτι γουέστερν και poliziotteschi της τελευταίας διαλογής. Το έκανε για τα λεφτά και δεν το έκρυβε.
Αξιο απορίας πώς από αυτόν βγήκε ένα πλάσμα σαν τη Ναστάζια Κίνσκι. Σήμα κατατεθέν του παραμένει το «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» (1972), όπου ο Κίνσκι είναι τέλειος ως μανιακός ισπανός κονκισταδόρ. Αυτή ήταν η πρώτη από τις πέντε ταινίες που γύρισε μαζί με τον Χέρτσογκ. Θα ακολουθούσαν ο «Βόιτσεκ» (1979), ο «Νοσφεράτου» (1979), ο «Φιτζκαράλαντο» (1982) – στα γυρίσματα του οποίου οι δύο άνδρες παραλίγο να αλληλοσκοτωθούν, όπως φαίνεται και στο ντοκιμαντέρ του Χέρτσογκ με τίτλο «Ο καλύτερός μου εχθρός» – και «Κόμπρα Βέρντε» (1987).
Χένρι Σίλβα (1926-2022)
Από τα πρόσωπα που σου έδιναν πάντα την εντύπωση ότι έτσι και έπεφτες πάνω τους τυχαία θα σε ανάγκαζαν να αλλάξεις πεζοδρόμιο! Βέρος «Μπρουκλινέζος» και «αλάνι» των δρόμων, ο Σίλβα παράτησε το σχολείο στα 13 του για να ασχοληθεί με το πάθος του, την υποκριτική, και ξεκίνησε και αυτός από την τηλεόραση παίζοντας μικρούς ρόλους σε σειρές. Πρώτη του κινηματογραφική ταινία ήταν το «Βίβα Ζαπάτα!» (1952) του Ελία Καζάν.
Σύντομα, με τα «αδρά» χαρακτηριστικά του, έγινε χρήσιμο εργαλείο ως «κακός» σε γουέστερν της δεκαετίας του 1950 («The Tall T» του 1957, «The Bravados» του 1958) αλλά και σε δύο κλασικές ταινίες του αμερικανικού σινεμά της επόμενης δεκαετίας, τον «Ανθρωπο της Μαντζουρίας» (1962) και τη «Συμμορία των 11» (1960). Αργότερα, αυτά τα σκληρά χαρακτηριστικά του τον έκαναν διάσημο στην Ευρώπη και κυρίως στην Ιταλία, όπου ο Σίλβα έπαιξε σε σπαγγέτι γουέστερν («Ενα ποτάμι δολάρια», 1966) αλλά και σε αστυνομικές ταινίες – συνήθως τον γκάνγκστερ (π.χ. «Οι εκβιαστές», 1972).
Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, πίσω στην Αμερική, ο Σίλβα έπαιξε «κακούς» σε δεκάδες βιντεοταινίες, ενώ ο Τζιμ Τζάρμους τον χρησιμοποίησε στο θαυμάσιο φιλμ του «Ghost Dog: Ο τρόπος των σαμουράι» (1999). Πέρα από ένα πέρασμα από τη «Συμμορία των 11» του 2001, αυτή ήταν και η τελευταία ταινία του Σίλβα για τον κινηματογράφο. Εφυγε από τη ζωή λίγο πριν συμπληρώσει τα 96 του χρόνια.
Πάουερς Μπουθ (1948-2017)
Στρογγυλοπρόσωπος, συνήθως αγέλαστος, ο τεξανός ηθοποιός πέρασε τα παιδικά και προεφηβικά του χρόνια κάνοντας σκληρή σωματική εργασία («έκοβε» βαμβάκι), αλλά έγινε το πρώτο μέλος της οικογένειάς του που φοίτησε στο Πανεπιστήμιο, σπουδάζοντας υποκριτική στο Southern Methodist University. Ο Μπουθ δούλεψε επί σειρά ετών στο θέατρο στη Νέα Υόρκη, έκανε κάποια κινηματογραφικά περάσματα σε ρόλους-αστραπή σε φιλμ όπως το «Ψωνιστήρι» (1980) και φάνηκε ότι θα μπορούσε να περάσει στην πρώτη γραμμή όταν το 1983 ενσάρκωσε με τον πιο αντισυμβατικό τρόπο τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, ήρωα των σελίδων του συγγραφέα Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Ωστόσο, τα φωτεινά αλλά «άβολα» χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν τον βοήθησαν να γίνει σταρ. Παρέμεινε πολυάσχολος στην τηλεόραση αλλά και σε δεύτερους ρόλους του κινηματογράφου, όπου συνήθως «έκλεβε» σκηνές όπως συμβαίνει στο «Χωρίς κανέναν δισταγμό» (1987) του Γουόλτερ Χιλ και τον «Νίξον» (1995) του Ολιβερ Στόουν. Το «Σμαραγδένιο δάσος» (1985), μια οικολογικού προσανατολισμού περιπέτεια του Τζον Μπούρμαν, με τον Μπουθ σε ρόλο αρχιτέκτονα, ο οποίος αναζητεί το εξαφανισμένο παιδί του στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζόνιου, είναι ίσως η καλύτερη ταινία του.