Μπορεί να είναι εντύπωσή μου – μία από αυτές που σχηματίζονται κάθε φορά που κάνω το λάθος να πιστεύω πως ο κύκλος των πολλών φίλων μου είναι ένα είδος μικρογραφίας της Ελλάδας -, μπορεί όμως και να μην είναι. Οπως και να ‘χει, νομίζω ότι πλέον «κρατάνε» τη Σαρακοστή πολύ περισσότεροι Ελληνες από όσους το έκαναν πριν από δέκα ή από είκοσι χρόνια. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει γιατί ξαφνικά γίναμε όλοι περισσότερο θρήσκοι ή ακόμα καλύτεροι χριστιανοί. Συμβαίνει απλώς γιατί πολλοί χρησιμοποιούν αυτές τις σαράντα ημέρες που χωρίζουν τις Απόκριες από το Πάσχα ως μια ευκαιρία για αποτοξίνωση από την κρεατοφαγία. Βρίσκουν την αφορμή που ψάχνουν για να πουν «όχι» σε σουβλάκια, κοτόπουλα και πίτσες με αλλαντικά – πιστεύουν δε ότι είναι και ευκολότερο αυτόν τον καιρό να βρεις να φας κάτι λαδερό και νηστίσιμο. Δεν ισχύει: αν θέλεις, πάντα βρίσκεις – άσε που όλα τα λαδερά είναι εύκολο και να τα μαγειρέψεις. Απλώς (και στην προκειμένη περίπτωση) είναι το μυαλό σου αυτό που δημιουργεί παράξενες βεβαιότητες.
Εμπειρικά έχω προσέξει και κάτι άλλο: ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να τηρούν το έθιμο της Σαρακοστής από τη στιγμή που αυξήθηκαν τα γκουρμέ εστιατόρια – ειδικά αυτά που βασίζουν πολλά πιάτα τους σε ψάρι, καραβίδες, γαρίδες και μαλάκια. Εντάξει, δεν ζούμε πια στην εποχή της συκοφαντημένης αστακομακαρονάδας, αλλά μια μακαρονάδα με καραβίδες τη βρίσκεις πλέον παντού. Είναι επίσης εξαιρετικά εύκολο να βρεις μακαρονάδα με γαρίδες, ενώ αν κάποτε το κριθαρότο με καραβίδες το έκαναν λίγοι και καλοί τώρα δεν υπάρχει εστιατόριο που να σερβίρει ψαρικά το οποίο να μη σου το προτείνει. Τίποτα δεν έχει προοδεύσει σε αυτή τη χώρα περισσότερο από τη γαστρονομία της Σαρακοστής: πλέον μπορείς να βρεις χωρίς κρέας ό,τι με κρέας έχεις συνηθίσει. Υπάρχει σουβλάκι με ξιφία αλλά και παστίτσιο με τόνο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος