Αντιπροσωπεύει καλλιτέχνες οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε βιομηχανίες που γειτνιάζουν με τον κόσμο της τέχνης – κινηματογράφο, μόδα, μουσική, gaming και τεχνολογία. Η Μαρτίν ντ’ Ανγκλεζάν-Σατιγιόν, μια κομβική παίκτρια στον χώρο της τέχνης και των γκαλερί, είναι δημιουργός του MDAC (2019), ενός πρακτορείου νέας κοπής που συνεργάζεται με γκαλερί, και όχι µόνο, για να διευρύνει την εμβέλεια των καλλιτεχνών μέσα από την παραγωγή και την παρουσίαση υβριδικών, συνεργατικών πρότζεκτ που εμπλέκουν πολλά δημιουργικά πεδία σε μια εντυπωσιακή «αλληλεπικονίαση».
Δεν κάνει κάτι που είναι άμεσα κατανοητό γιατί δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, όμως την έχουν εμπιστευτεί καλλιτέχνες όπως ο Φιλίπ Παρενό, ο Τίνο Σεγκάλ ή ο Γουές Αντερσον και σκοπεύει να πει πολλά για αυτό στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το απόγευμα της 30ής Μαΐου, σε μια συζήτηση με την Αφροδίτη Γκόνου, τη σύμβουλο προγράμματος σύγχρονης τέχνης του μουσείου, που φέρει τον τίτλο «Καταρρίπτοντας τα όρια μεταξύ της τέχνης και άλλων πεδίων: από την επιστήμη και την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τη μόδα και το gaming».
Η εκδήλωση είναι η πρώτη από τις τρεις που διοργανώνονται και εντάσσονται στο πλαίσιο της νέας δράσης του μουσείου με τίτλο «Contemporary Groundbreakers» και πρόκειται να ακολουθήσουν οι Νταϊάνα Κάμπελ (στις 20 Ιουνίου) και Βικτόρια Σίνταλ (στις 20 Σεπτεμβρίου).
Μας εξηγείτε ποια είναι η ιδιαιτερότητα του MDAC όσον αφορά την εκπροσώπηση των καλλιτεχνών;
«Τα χρόνια που εργαζόμουν ως γκαλερίστα δούλεψα κυρίως με καλλιτέχνες που κάνουν φιλμ, βίντεο, ψηφιακά έργα και σύνθετες εγκαταστάσεις. Καλλιτέχνες που βρίσκονται στο επίκεντρο των πιο σημαντικών διεθνών μπιενάλε και μουσειακών εκθέσεων και αποτελούν μοχλούς πολιτιστικής καινοτομίας. Ενα δίκτυο νέων ιδρυμάτων είναι αφιερωμένο σε αυτά τα μέσα, αναθέτουν και προγραμματίζουν εγκαταστάσεις που αλλάζουν τα δεδομένα και αυξάνουν την ορατότητα των καλλιτεχνών σε ένα κοινό που διευρύνεται ή δημιουργεί νέες πλατφόρμες για immersive ψηφιακές εγκαταστάσεις που πολλαπλασιάζονται διεθνώς, όπως για παράδειγμα το Light Art Space στο Βερολίνο (πλέον LAS Art Foundation), το PΗΙ Foundation for Contemporary Art στο Μόντρεαλ κ.λπ. Το MDAC δημιουργήθηκε για να αξιοποιήσει αυτή τη ζήτηση και να επεκτείνει τα συστήματα υποστήριξης καλλιτεχνών. Διότι τους/τις φέρνουμε σε επαφή σε κλάδους όπως η μόδα, η μουσική και το gaming που διευρύνουν τις ευκαιρίες για πρόσβαση σε νέα δίκτυα, τεχνογνωσία, πόρους αλλά και κοινό. Από αυτή την άποψη εργαζόμαστε σε πρότζεκτ όπως το VIVE Arts (τμήμα της τεχνολογικής εταιρείας HTC), με τη Louis Vuitton και ένα νεοσύστατο fund με έδρα το Λονδίνο. To MDAC λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο της τέχνης και αυτόν της βιομηχανίας και πιστεύω ότι αυτό το μοντέλο θα γίνει το νέο πρότυπο που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με την εκπροσώπηση από την γκαλερί για καλλιτέχνες αυτών των μέσων».
Tι κάνετε συγκεκριµένα για την παραγωγή, την έκθεση αλλά και τη συλλεκτική δυναµική των έργων των καλλιτεχνών µε τους οποίους δουλεύετε;
«Οι καλλιτέχνες με τους οποίους έχουμε εμπλοκή συνεργάζονται με δημιουργικούς ανθρώπους από πεδία όπως το AI, το gaming, το VR, το AR, η ηλεκτρονική μουσική, η προηγμένη ακουστική κ.λπ. Βρίσκουμε συλλέκτες νέας κοπής που δεν είναι αγκιστρωμένοι στα τελετουργικά του κόσμου της τέχνης όπως τον γνωρίζουμε, καθώς και νέους πάτρονες και επενδυτές που ενδιαφέρονται για την παραγωγή και τη διανομή υβριδικών έργων. Οσον αφορά την έκθεση και προβολή, βρίσκουμε ασυνήθιστα περιβάλλοντα, όπως μουσικά φεστιβάλ, οίκους μόδας και τοποθεσίες στη δημόσια σφαίρα που είναι ισχυρά πεδία επικοινωνίας με το ευρύ κοινό. Ομοίως, το MDAC βρίσκει διανομή στη βιομηχανία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, στην έκδοση των ψηφιακών παιχνιδιών, στις πλατφόρμες NFT κ.λπ. Συμμερίζομαι την άποψη του καναδού φιλοσόφου Μάρσαλ Μακ Λούαν ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο ενημερώνει τον πολιτισμό που έχει γεράσει για το τι του συμβαίνει. Το MDAC βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτού του συστήματος και είμαι σίγουρη ότι με τον καιρό κι άλλοι θα ακολουθούσουν το μοντέλο πάνω στο οποίο πρωτοπορούμε».
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να αφήσετε το πιο συµβατικό µοντέλο της γκαλερί το οποίο υπηρετούσατε;
«Ημουν συνιδρύτρια της Thomas Dane Gallery στο Λονδίνο το 2003 και ενεργή σε αυτήν ως το 2015. Είχα το προνόμιο να συνεργαστώ με καλλιτέχνες που αψηφούν τα όρια των τεχνών, όπως ο σκηνοθέτης Στιβ Μακ Κουίν, ο ιρλανδός εικαστικός Τζον Τζέραρντ που εργάζεται στην ψηφιακή προσομοίωση, ο τούρκος εικαστικός Κουτλούγκ Αταμάν που δημιουργεί σύνθετες βιντεο-εγκαταστάσεις και ο λιβανέζος καλλιτέχνης πολυμέσων Ακραμ Ζαατάρι. Η ενέργειά μου διοχετεύθηκε στο να διευκολύνω την παραγωγή, την έκθεση και τη συλλογή των έργων τους, οπότε ο σπόρος για τη δημιουργία του MDAC φυτεύτηκε εκείνη την περίοδο. Με ελκύει το μέλλον και συνεπώς η τεχνολογία στις πιο προηγμένες μορφές της. Οι συνεργασίες με καλλιτέχνες και επιστήμονες από άλλους τομείς είναι επίσης στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου για τη δημιουργία νέων μορφών και τρόπων σκέψης. Τιμώ με τον τρόπο μου τους συλλέκτες και τους υποστηρικτές των τεχνών για τους οποίους η υπέρτατη επιβράβευση είναι το προνόμιο να συνοδεύουν έναν καλλιτέχνη στην πορεία του, να δημιουργούν κάτι που προκαλεί και θέτει ερωτήματα. Ο πλούτος εταιρειών και ιδιωτών που συνδέεται με την τεχνολογία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ασία, προσφέρει πολλές ευκαιρίες από αυτή την άποψη. Υπάρχει σημαντική ζήτηση από την κινηματογραφική βιομηχανία, το gaming και την τεχνολογία για συνεργασία με visual artists προκειμένου να τεθεί υπό αμφισβήτηση η παγιωμένη διαδικασία σκέψης. Το έχουμε δει να συμβαίνει στον κλάδο του luxury όπως και στον κινηματογράφο με αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Αισθάνθηκα ότι είχε έρθει ο καιρός να αξιοποιήσω αυτές τις ευκαιρίες, γι’ αυτό δημιούργησα το MDAC ως μια εμπορική πλατφόρμα για καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες που προσανατολίζονται στο μέλλον».
Τι καθορίζει µε ποιους καλλιτέχνες θα συνεργαστείτε;
«Πρέπει να νιώσω ότι ένας ηλεκτρισμός περιβάλλει το έργο, αυτή η σπίθα που μου λέει ότι ένας καλλιτέχνης σπρώχνει τα εννοιολογικά όρια, ότι ερευνά, αφουγκράζεται και διαισθάνεται το μέλλον. Συνεργάζομαι με καλλιτέχνες το έργο των οποίων αντανακλά τις σύγχρονες συνθήκες, είτε πρόκειται για το βουητό της νέας τεχνολογίας, την υπαρξιακή απειλή της κλιματικής έκτακτης ανάγκης ή τον επικίνδυνο χορό με την ποπ κουλτούρα. Αυτός ο ηλεκτρισμός είναι παρών στη μακροχρόνια συνεργασία μου με τον Τζον Τζέραρντ, ο οποίος έχει επηρεάσει με καθοριστικό τρόπο τη σκέψη μου γύρω από τη νέα τέχνη όπως και τη δημιουργία του MDAC. Ο Τζέραρντ εκπροσωπείται από την Pace Gallery και σχεδιάζουμε ένα υβριδικό έργο που συνδυάζει την ψηφιακή προσομοίωση, το ΑΙ και τη ζωντανή κίνηση στην παρουσίαση στον δημόσιο χώρο. Βρίσκω ότι υπάρχει αντίστοιχη ενέργεια στη δουλειά του Λόρενς Λεκ, ο οποίος εκπροσωπείται από τη Sadie Coles HQ, προέρχεται από την αρχιτεκτονική και επεκτείνει τις έννοιες του δομημένου περιβάλλοντος μέσα από το μέσο της κινηματογραφικής οικοδόμησης του κόσμου, για να σας δώσω μερικά παραδείγματα».