Το να θέτει κανείς υποψηφιότητα για πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ ευκολότερο από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Τη δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, έπρεπε κάποιος να εκφωνεί 12 λόγους την ημέρα, να είναι διαρκώς επί ποδός πολέμου και να προσβλέπει σε έναν εξαντλητικό, ατέλειωτο μαραθώνιο. Σήμερα; «Μπορείς να κάνεις πολιτική από το σπίτι σου». Χάρη στα podcasts απευθύνεσαι σε εκατομμύρια πολίτες. Χάρη στο Twitter έχεις τις αντιδράσεις τους – «είναι σαν μια καθημερινή δημοσκόπηση». Ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Ρόμπερτ Κένεντι ο Νεότερος. Που δεν είναι υποψήφιος πρόεδρος προς το παρόν, απλώς διεκδικητής του χρίσματος των Δημοκρατικών απέναντι στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, «φίλο της οικογένειας εδώ και 40 χρόνια». Αυτό όμως είναι λεπτομέρεια. Για τον 69χρονο γιο του Ρόμπερτ Κένεντι που επανήλθε στη δημοσιότητα το 2021 ως διακεκριμένος εκπρόσωπος του αντιεμβολιαστικού κινήματος, η προεκλογική περίοδος είναι πρωτίστως ευκαιρία αυτοπροβολής και ανάδειξης μιας πλατφόρμας που το περιοδικό «Time» σκιαγραφεί συνοπτικά ως «Make America Great Again για Δημοκρατικούς» – της «προοδευτικής» εκδοχής του τραμπισμού, με άλλα λόγια. Πώς ένας από τους εκπροσώπους της κατεξοχήν φιλελεύθερης πολιτικής οικογένειας της Αμερικής επέλεξε αυτή τη διαδρομή;

Οπως όλα τα μέλη αυτής της γενιάς των Κένεντι, ο Ρόμπερτ φέρει το βάρος της τραγωδίας. Ηταν 9 χρόνων όταν δολοφονήθηκε ο πρόεδρος θείος του στο Ντάλας, 14 όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε στο Λος Αντζελες. Βρέθηκε να αποβάλλεται από διάφορα σχολεία, συνελήφθη ως χρήστης μαριχουάνας. Παρά το ότι ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, κόπηκε στις πρώτες του εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Τον Σεπτέμβριο του 1983 συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης, καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή υπό τον όρο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Εισήχθη σε κέντρο αποτοξίνωσης και εντάχθηκε στην περιβαλλοντική οργάνωση National Resources Defense Council (Συμβούλιο Αμυνας Φυσικών Πόρων). Αυτή η τελευταία του απόφαση θα καθόριζε και τη μετέπειτα καριέρα του.

Με τον θείο του, Τζον Κένεντι, στον Λευκό Οίκο το 1961.
©JFK LIBRARY

Περιβαλλοντικός σταυροφόρος και συνωμοσιολόγος

Στην ηλικία των 30 ετών ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ βρήκε έναν σκοπό στον οποίο μπορούσε να αφοσιωθεί. Ως δικηγόρος αγωνίστηκε για την προστασία των ποτάμιων συστημάτων, κινήθηκε για τη δικαστική δίωξη ρυπογόνων βιομηχανιών, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γηγενών Αμερικανών. Το 1986 έγινε επίκουρος καθηγητής Περιβαλλοντικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πέις της Νέας Υόρκης. Η γοητεία του επωνύμου του μεταξύ των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών ισοδυναμούσε με τακτικές βολιδοκοπήσεις υποψηφιότητας για πολιτικά αξιώματα, τις οποίες απέρριπτε σταθερά με το επιχείρημα ότι δεν θα είχε χρόνο για την οικογένειά του (που αντιμετώπισε κατά καιρούς διάφορα προβλήματα: τον εθισμό του στα ναρκωτικά, περιπτώσεις δικής του απιστίας, την αυτοκτονία της δεύτερης συζύγου του Μέρι Ρίτσαρντσον, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, το 2012). Ενα εξώφυλλο του «New York Magazine» το 1995 τον παρουσίαζε ως «Ο πραγματικά σημαντικός Κένεντι». Ηταν παρών στις προεκλογικές εκστρατείες του Αλ Γκορ και του Τζον Κέρι – στην πρώτη μάλιστα περίπτωση επικρίνοντας ανοικτά τον ακτιβιστή και προσωπικό του φίλο Ραλφ Νέιντερ για την επιμονή του σε μια ανεξάρτητη υποψηφιότητα που αποσπούσε ψήφους από το Δημοκρατικό Κόμμα. Το 2008 τάχθηκε υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, όταν όμως το προεδρικό χρίσμα κέρδισε ο Μπαράκ Ομπάμα στήριξε την υποψηφιότητά του. Στη διάρκεια μάλιστα της μεταβατικής περιόδου μετά τη νίκη του επί του Τζορτζ Μπους, ο Ομπάμα ζύγιζε τον διορισμό του ως διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας, προτού καταλήξει αλλού εξαιτίας της στάσης του Κένεντι στο θέμα του εμβολιασμού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ συντάχθηκε με εκείνους που πίστευαν ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό και έγινε μία από τις δυνατότερες φωνές του κινήματος. Ακολούθησε έκτοτε η υιοθεσία μιας ακολουθίας (αναπόδεικτων) συνωμοσιολογικών εξηγήσεων για σειρά γεγονότων: η CIA ήταν αναμεμειγμένη στη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι· ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι δεν δολοφονήθηκε από τον καταδικασμένο σε ισόβια για την πράξη αυτή Σιρχάν Σιρχάν αλλά από έναν σωματοφύλακά του· οι Ρεπουμπλικανοί «προέβησαν σε μια μαζική, συντονισμένη εκστρατεία προκειμένου να υπονομεύσουν τη θέληση του λαού το 2004» υφαρπάζοντας από τον Τζον Κέρι τη νίκη στις προεδρικές εκλογές χάρη σε «πειραγμένες» μηχανές ψηφοφορίας που τους έδωσαν τη νίκη στην κρίσιμη Πολιτεία του Οχάιο· η τεχνολογία 5G χρησιμοποιείται «για να συλλέγει τα δεδομένα μας και να ελέγχει τη συμπεριφορά μας»· ο πρώην επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Μεταδοτικών Ασθενειών των ΗΠΑ και κορυφαίος ανοσολόγος Αντονι Φάουτσι, ο οποίος επιχείρησε να αντιταχθεί στην ασυνάρτητη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ ως προς την πανδημία, είναι «ο ισχυρός τεχνοκράτης που βοήθησε στην οργάνωση και στην εκτέλεση του πραξικοπήματος του 2020 ενάντια στη δυτική δημοκρατία».

Η φυσιογνωμική του ομοιότητα με τον πατέρα του, RFK, στα νεανικά του χρόνια είναι εμφανής.
©EPA

Η αύρα του επωνύμου, η πρότερη δράση ως περιβαλλοντικού ακτιβιστή, η χλιαρή αποδοχή ενός 80χρονου προέδρου από τη βάση, ερμηνεύουν ως έναν βαθμό την απήχηση της τάξης του 15%-20% που συγκεντρώνει στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Παρά το ότι η οικογένεια έχει σχεδόν στο σύνολό της αποκηρύξει την υποψηφιότητά του (ακόμα και η τρίτη σύζυγός του, η ηθοποιός Τσέριλ Χάινς, αν και είναι στο πλάι του, ενίοτε αστειεύεται ότι θα αντιμετωπίσει την εκστρατεία πηγαίνοντας στις Μπαχάμες και επινοώντας ένα νέο είδος του κοκτέιλ μαργαρίτα «που θα περιέχει και Xanax»), ο ίδιος όχι μόνο επιμένει ότι είναι σημαιοφόρος του φιλελευθερισμού των Κένεντι, αλλά έχει υιοθετήσει και το στυλ του λογότυπου της εκστρατείας του πατέρα του το 1968. Η εικόνα του θυμίζει πράγματι κάτι από το παρελθόν: η Βέρα Μπέργκενγκρουεν παρατηρούσε τον περασμένο Ιούλιο στο «Time» ότι κάπως έτσι ίσως θα έμοιαζε ο RFK αν ζούσε ως τα 60 του. Και κάποιες από τις θεματικές του, όπως η σκληρή κριτική κατά των δισεκατομμυριούχων και των μεγάλων επιχειρήσεων, ακούγονται σαν απόηχος πιο ριζοσπαστικών πολιτικών ρευμάτων που κυκλοφορούν μεταξύ των Δημοκρατικών και δεν εκπροσωπούνται από τον Τζο Μπάιντεν.

Κάποιες άλλες είναι λίαν αμφιλεγόμενες. Ο Ντόναλντ Τραμπ πράγματι «δεν είναι και πολύ καλός τύπος», το βασικό πρόβλημά του όμως είναι ότι «ξεπουλήθηκε στη Pfizer» για τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εξισώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τη χιτλερική Γερμανία. Η καταδίκη των δισεκατομμυριούχων αίρεται στην περίπτωση υποστηρικτών του όπως ο ιδρυτής του Twitter, Τζακ Ντόρσεϊ, και ο σημερινός του CEO, Ιλον Μασκ («πατριώτες αφοσιωμένοι στη δημοκρατία»), το περιβαλλοντικό μένος κατά των μεγάλων επιχειρήσεων υποχωρεί όταν πρόκειται για το κρυπτονόμισμα, παρά την αποδεδειγμένη αύξηση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκαλεί η εξόρυξή του. Η φορολόγηση του πλούτου δεν τον συγκινεί, η ιδέα ενός καθολικού βασικού εισοδήματος δεν τον ενδιαφέρει καν. Διαβεβαιώνει τυχόν ανησυχούντες ότι είναι «τύπος του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς». Διακηρύττει ότι θα «σφραγίσει μονίμως τα σύνορα» και θα δημιουργήσει ένα «Φρούριο Αμερική, οπλισμένο ως τα δόντια στο εσωτερικό». Διόλου παράξενο, επομένως, το ότι επαινείται δημοσίως από φάρους της Ακρας Δεξιάς όπως ο πρώην παρουσιαστής του Fox Τάκερ Κάρλσον και ο πρώην στρατηγικός νους του Τραμπ, Στιβ Μπάνον.

Ο Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ προσέρχεται για να καταθέσει σε ακρόαση της αμερικανικής Γερουσίας στις 20 Ιουλίου 2023.
©REUTERS/Jonathan Ernst

Και αντι-Κένεντι και insider

Παρόμοιες υψηλές προσωπικότητες εξάρουν τον Κένεντι για την υποτιθέμενη τόλμη του. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως μάρτυρας του ελεύθερου λόγου ο οποίος λόγω της στάσης του στο ζήτημα του εμβολιασμού λογοκρίθηκε πλήρως από τα mainstream μέσα ενημέρωσης για δύο δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, ο Ρόμπερτ Κένεντι είναι ο απόλυτος insider. Τα κείμενά του για τα εμβόλια, την «κλοπή» του 2004 και άλλα τινά δημοσιεύονταν στο «Rolling Stone». Τα βιβλία του εκδίδονται από τον κορυφαίο εκδοτικό οίκο Simon & Schuster. H εκστρατεία του για το χρίσμα των Δημοκρατικών έχει καλυφθεί επανειλημμένα από το «Time», τη «Washington Post», τους «New York Times», το «Atlantic», το κανάλι Fox. Τη διευθύνει ο Ντένις Κούσινιτς, πρώην υποψήφιος και ο ίδιος στις εσωκομματικές εκλογές το 2004 και το 2008. Η συζήτηση του Κένεντι στα τέλη Ιουνίου με τη Ρεμπέκα Τρέιστερ του «New York Magazine» είναι ένα longform name-dropping ηθοποιών, επιχειρηματιών, πολιτικών και άλλων φίλων του. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου, σημειώνει η Τρέιστερ, που ανήκει στη χορεία όσων «μεγάλωσαν με την ιδέα ότι ο λόγος τους θα ακούγεται και θα θεωρείται έγκυρος». Οχι απαραίτητα επειδή στηρίζεται σε ορθολογική σκέψη ή επιστημονικά δεδομένα, αλλά ως προέκταση του πλούτου και της εξουσίας τους.

Κατά μία έννοια, ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ είναι ο αντι-Κένεντι – ο αντίποδας αυτού που πρέσβευαν ο πατέρας του και ο θείος του τη δεκαετία του ’60. Εκείνοι πολιτεύτηκαν με ένα όραμα αισιοδοξίας, αυτός προωθεί ένα μήνυμα καχυποψίας. Εκείνοι τάχθηκαν υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, αυτός εκδηλώνεται υπέρ των αποκλεισμών. Εκείνοι επέκτειναν την προοδευτική κοινωνική συμμαχία του Νιου Ντιλ, αυτός συγκεντρώνει γύρω του ένα ετερόκλητο σύνολο αντιεμβολιαστών, Δεξιών, ανεξάρτητων, Δημοκρατικών που γοητεύονται από τον τραμπικό λαϊκισμό. Η σύγκριση με τον Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι άτοπη. Ο ένας θέλει να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη, ο άλλος να παλινορθώσει την Αμερική των παιδικών του χρόνων. Ο ένας καταφέρεται κατά του «βάλτου της Ουάσιγκτον», ο άλλος κατά των μεγάλων συμφερόντων. Ο ένας συνέκρινε αρχικά τον κορωνοϊό με τη γρίπη, ο άλλος εξακολουθεί να πιστεύει ότι «υπάρχουν καλύτεροι υποψήφιοι από τον ιό HIV ως αιτία του AIDS». Αμφότεροι κραυγάζουν ότι τους διώκει το κατεστημένο. Και τον Κένεντι δεν τον αφήνει να κοιμηθεί το τρόπαιο του Τραμπ – εξού και ονειρεύεται τη «συνένωση της Αριστεράς και της Δεξιάς σε ένα λαϊκιστικό κίνημα».

Πολλοί αμερικανοί αρθρογράφοι θεωρούν την εκστρατεία του Κένεντι σημείο των καιρών. Δεν είναι. Η συνωμοσιολογική της πτυχή έχει μακρά σειρά προγόνων, από τους νατιβιστές του 19ου αιώνα ως τον μακαρθισμό του 20ού. Η απήχησή της μπορεί να στηρίζεται στα social media, στα podcasts, στην online διάδοση του μηνύματος πολύ περισσότερο από ό,τι στην καθημερινή επαφή με τους ψηφοφόρους, αλλά δεν διαφέρει κατά βάση από τη χρήση του εκάστοτε επικρατούντος μέσου που πάντοτε αναζητούσαν τα αουτσάιντερ για να πολλαπλασιάσουν την ένταση της φωνής τους – κάποτε ήταν οι ταχυδρομικές επιστολές, έπειτα η τηλεόραση, σήμερα το Twitter και το Instagram. Η διάστασή της ως προσωπικού οχήματος κάποιου που δεν έχει ασκήσει πολιτικό αξίωμα είναι ασυνήθιστη για τους Δημοκρατικούς (αν εξαιρέσει κανείς ακτιβιστές όπως οι πάστορες Τζέσε Τζάκσον και Αλ Σάρπτον το 1984 και το 2004, αντίστοιχα), όχι όμως και για τις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, όπου πλούσιοι όπως ο Στιβ Φορμπς του ομώνυμου περιοδικού και η πρώην CEO της Hewlett-Packard Κάρλι Φιορίνα εμφανίζονται τακτικά στις λίστες των υποψηφίων για το χρίσμα.

O «ηλικιωμένος αλλά ωραίος απόγονος της ιστορικότερης πολιτικής οικογένειας της Αμερικής», όπως τον περιγράφει η Ρεμπέκα Τρέιστερ, δεν έχει και πολλές ελπίδες να επικρατήσει του Τζο Μπάιντεν. Θα μπορούσε βέβαια να τον πιέσει δημοσκοπικά, ίσως και να επωφεληθεί από κάποια μείζονα αποτυχία της προεδρίας τους επόμενους μήνες, αλλά αν απαιτηθεί εναλλακτική, οι ψηφοφόροι του κόμματος θα προτάξουν πιθανότατα την ηλικιακή ανανέωση. Πολιτικά, επίσης, ένας υποψήφιος που αμφισβητεί επιστημονικά δεδομένα, που μετέρχεται οικείες στη γλώσσα του τραμπισμού έννοιες, που κάνει αμφίσημες δηλώσεις για τα υπαρξιακά για την παράταξή του ζητήματα των όπλων και των αμβλώσεων, που λοξοδρομεί από τα αριστερά προς τα δεξιά, από τον περιβαλλοντισμό στον λαϊκισμό, δεν φαίνεται να ταιριάζει στο σημερινό εκλογικό σώμα των Δημοκρατικών. Γιατί παρά την παράδοση, το όνομα και το παρελθόν, ο RFK Jr. δεν είναι ο Κένεντι που έχουν συνηθίσει.