Η Σίλβια Γουίλντενστιν τα είχε όλα. Πέντε επαύλεις σε τρεις ηπείρους, έναν στάβλο με καθαρόαιμα άλογα, σεφ και οδηγούς στην υπηρεσία της, το lifestyle που ταιριάζει στη σύζυγο ενός από τους επιφανέστερους εμπόρους έργων τέχνης στον κόσμο. Μετά τα έχασε όλα. Οταν ο Ντάνιελ Γουίλντενστιν πέθανε σε ηλικία 84 ετών το 2001, οι κληρονόμοι του, Αλεκ και Γκάι, έσπευσαν να της εκμυστηρευθούν ότι ο πατέρας τους είχε αφήσει μόνο χρέη. Ο μόνος τρόπος σωτηρίας της ήταν να υπογράψει την αποποίηση της κληρονομιάς. Για την άνετη διαβίωσή της θα φρόντιζαν εκείνοι.
Σταδιακά, όμως, διαπίστωσε ότι τα πολύγλωσσα έγγραφα που υπέγραψε («ακόμη και στα γιαπωνέζικα») απλώς την απέκλειαν από κάθε περιουσιακό στοιχείο: μέγαρα, άλογα, ενδύματα και πίνακες της αφαιρέθηκαν, το προσωπικό της σταμάτησε να πληρώνεται, οι προσκλήσεις στις οικογενειακές συγκεντρώσεις τερματίστηκαν. Πεισμωμένη, προσέφυγε στη γαλλίδα δικηγόρο Κλοντ Ντιμόν Μπεγκί.
Η υπόθεση της κίνησε την περιέργεια. Μέσα σε μία πενταετία, όπως έγραφε πρόσφατα η Ρέιτσελ Κόρμπετ στους «New York Times», θα ανακάλυπτε έναν λαβύρινθο συναλλαγών, δανείων, χειραγώγησης στοιχείων, απάτης και φοροδιαφυγής προορισμένων να αποκρύψουν έναν εκτιμώμενο θησαυρό ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το κουβάρι που ξετυλίχθηκε έκτοτε οδήγησε στην αποκάλυψη μιας ιστορίας απίστευτου πλούτου, εμμονικής διακράτησής του και σιωπής αντίστοιχης της μαφίας.
Μυστικά και ψέματα
Ο πλούτος των Βελντενστέν, οι οποίοι έγιναν Γουίλντενστιν όταν μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, προέρχεται από τον 19ο αιώνα, οι πηγές του όμως είναι ακόμη παλαιότερες. Ο πατριάρχης της οικογένειας, Νατάν Βελντενστέν, ήταν ράφτης στην προσαρτημένη στη Γερμανική Αυτοκρατορία μετά τη δεινή ήττα των Γάλλων στον πόλεμο του 1870 Αλσατία, ο οποίος βρέθηκε κατά τύχη να πουλά τον πίνακα μιας πελάτισσάς του για 1.000 φράγκα. Σαγηνευμένος από την επιτυχία, επένδυσε το μερίδιό του σε δύο άλλους πίνακες.
Σύντομα ανακάλυψε ότι η τέχνη του 17ου και του 18ου αιώνα βρισκόταν πολύ χαμηλά στο χρηματιστήριο αξιών της εποχής. Εργα κορυφαίων ζωγράφων, όπως των Ζαν-Ονορέ Φραγκονάρ, Ζαν-Αντουάν Βατό και Ζακ-Λουί Νταβίντ, θεωρούνταν δείγματα μιας ξεπερασμένης τεχνοτροπίας και παρέμεναν στα αζήτητα. Τολμώντας να πάει κόντρα στο ρεύμα των καιρών, ο Βελντενστέν έγινε συνομιλητής των Ρότσιλντ και των Ροκφέλερ.
Το 1905 η εταιρεία Wildenstein & Co. είχε το δικό της κτίριο στο κέντρο του Παρισιού. Αργότερα ο γιος του, Ζορζ, θα άνοιγε εκεί για εξάσκηση το δικό του παράρτημα της επιχείρησης – και το 1918 θα νοίκιαζε δύο ορόφους στον Πάμπλο Πικάσο, τον οποίο και θα επιδοτούσε σε αντάλλαγμα για το δικαίωμα πρώτης επιλογής από την παραγωγή του. Το 1932 ο ίδιος θα εγκαινίαζε στη Νέα Υόρκη, στην Ανατολική 64η Οδό, μια μεγαλειώδη γκαλερί η οποία θα σηματοδοτούσε τις απαρχές του εξαμερικανισμού της επιχείρησης. Από τις αίθουσές της περνούσαν πλέον καθ’ οδόν προς τις συλλογές φιλότεχνων κροίσων αριστουργήματα του Ραφαήλ, του Καγιεμπότ, του Σεζάν.
Ο Ζορζ Βελντενστέν υπήρξε ακούραστος ως προς την αναζήτηση πελατών και αδίστακτος ως προς την υπεράσπιση των συμφερόντων του – τόσο αδίστακτος ώστε ενδεχομένως να συνάψει συμφωνία με τον διάβολο: μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Καρλ Χάμπερστοκ, γερμανός έμπορος τέχνης με διασυνδέσεις στη ναζιστική ιεραρχία που έφταναν ως τον Γκέρινγκ και τον ίδιο τον Χίτλερ, είχε ισχυριστεί ότι προτού διαφύγει στις ΗΠΑ ο Βελντενστέν είχε με τις κατοχικές Αρχές αρκετές δοσοληψίες κάτω από το τραπέζι (καθώς τυπικά η επιχείρησή του είχε τεθεί υπό «άρια» διεύθυνση) οι εισπράξεις των οποίων κατατέθηκαν σε μυστικό λογαριασμό. Ο ισχυρισμός παραμένει αναπόδεικτος. Αλλά η μυστικότητα είναι μια διαχρονική αξία για τον art dealer.
Το σημαντικότερο προσόν ενός εμπόρου τέχνης είναι η εχεμύθεια. Τα ποσά που διακινούνται είναι τεράστια, τα ονόματα που δραστηριοποιούνται στον χώρο διάσημα, η προέλευση των έργων πολλές φορές ακαθόριστη. Ο τρόπος που ο πακτωλός των λεηλατημένων από τους Ναζί καλλιτεχνικών θησαυρών των Εβραίων έρευσε σε πολλές περιπτώσεις μέσα από μεσάζοντες, ιδιωτικές συλλογές, αφανείς αγοραπωλησίες σε μείζονα μουσεία, κρατικά και μη, τα οποία ακόμη και σήμερα προβαίνουν σε επιστροφές σε κληρονόμους δικαιούχων, είναι χαρακτηριστικός της συνυφασμένης με τον χώρο μυστικότητας. Τεχνάσματα ώστε για φορολογικούς ή άλλους λόγους να αποκρύπτεται η ιδιοκτησία υπάρχουν άφθονα.
Αρκεί να αναφέρει κανείς την περίπτωση του ακριβότερου πίνακα που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία: το 2017 ο «Salvator Mundi» του Λεονάρντο ντα Βίντσι αγοράστηκε για 450,3 εκατομμύρια δολάρια από τον σαουδάραβα πρίγκιπα Μπαντρ μπιν Αμπντάλα, μόνο και μόνο για να διαρρεύσει λίγους μήνες μετά η πληροφορία ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης ήταν ο διάδοχος του θρόνου πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Οι συναλλαγές, όμως, οφείλουν να αποκρύπτονται όχι μόνο χάριν του πελάτη αλλά και του εμπόρου. «Δεν επιτρέπεται κανείς να μιλάει για το στοκ του» δήλωνε ευθαρσώς ο Ντάνιελ Γουίλντενστιν στα απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν στα γαλλικά το 1999 με τίτλο «Marchands d’Art». «Γιατί; Γιατί αποτελούν το υλικό των ονείρων. Κάθε έμπορος οφείλει να διατηρεί την ψευδαίσθηση των αριστουργημάτων που έχει ή δεν έχει στην κατοχή του». Αυτό που υπαινίσσεται εδώ ο Γουίλντενστιν είναι ένα παιχνίδι εξουσίας.
Στο επάγγελμά του κατεξοχήν νόμισμα δεν είναι το δολάριο ή το ευρώ, αυτές είναι μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνται για να κρατείται το σκορ. Νόμισμα των εμπόρων τέχνης είναι η πληροφορία – και ο οίκος των Γουίλντενστιν λεγόταν ότι διέπρεπε σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με τη Ρέιτσελ Κόρμπετ, η εταιρεία «διέθετε έναν θρυλικά ενημερωμένο κατάλογο τού πού βρίσκονταν οι πιο περιζήτητοι πίνακες του κόσμου, με πληροφόρηση που σε μερικές περιπτώσεις προερχόταν από την κατασκοπεία των αντιπάλων – ακόμη και από παγίδευση τηλεφώνων, αν πιστέψουμε έναν από αυτούς». Εν τέλει, σε ένα άθλημα εξασκημένων στη σιωπή επικρατεί ο βουβός: «Στην οικογένειά μου έχουμε αναγάγει τη διακριτικότητα σε επίπεδο πλήρους αφωνίας» έγραφε ο Γουίλντενστιν. «Δεν μιλάμε. Δεν συζητάμε. Δεν μιλάμε καν ο ένας για τον άλλον».
Η κομβική λέξη εδώ είναι η λέξη «οικογένεια». Αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα ηνία του οίκου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ντάνιελ εργάστηκε σε δύο κατευθύνσεις: τη γιγάντωση της επιχείρησης και τον περιορισμό της στον εξ αίματος κύκλο. Την πρώτη την πέτυχε με απόλυτη προσήλωση στην αγορά – ενίοτε χωρίς ηθικούς φραγμούς. Το 1947 ο θάνατος του σπουδαίου γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ άφησε 700 πίνακες και χιλιάδες σχέδια στην κατοχή τριών μακρινών του συγγενών.
Οσμιζόμενος το κέρδος, ο Γουίλντενστιν πλησίασε έναν ακόμη μακρινότερο, τον τροφοδότησε με 1 εκατομμύριο δολάρια και έπειτα από δέκα χρόνια στα δικαστήρια βρέθηκε με 500 πίνακες στην κατοχή του. Στα απομνημονεύματά του ομολογεί ότι κράτησε «τους πιο ωραίους, τους πιο μεγαλειώδεις», οι οποίοι σε σημερινές τιμές υπολογίζεται ότι αξίζουν πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Τους κατέστησε αφανείς, εκμεταλλευόμενος τις πατροπαράδοτες μεθόδους των εταιρειών-βιτρίνων, των καταπιστευμάτων, των φορολογικών παραδείσων, των «ελεύθερων λιμανιών» – ειδικών οικονομικών ζωνών στη Γενεύη, στη Ζυρίχη, στο Μονακό, στο Λουξεμβούργο, στη Σιγκαπούρη, στο Ντέλαγουερ, στο Πεκίνο, όπου τα έργα τέχνης αποθηκεύονται, αγοράζονται ή πωλούνται χωρίς φόρους και δασμούς. Ντεγκά, Μανέ, Μονέ, Σεζάν, Νταβίντ, Ματίς, Πικάσο, Ρέμπραντ, Καραβάτζιο, ο αριθμός των έργων τέχνης που η Wildenstein & Co. διέθετε ήταν ασύλληπτος.
Για να διατηρηθεί μια τέτοια ισχύς, ο Ντάνιελ Γουίλντενστιν επένδυσε στην ομερτά της φαμίλιας. Ο Αλεκ και ο Γκάι φοιτούσαν στο Lycée Français της Νέας Υόρκης, στο οποίο πηγαινοέρχονταν με λιμουζίνα. Στα παιδιά απαγορεύθηκε οποιαδήποτε άλλη σταδιοδρομία εκτός από αυτήν του πατέρα. Οταν παντρεύτηκαν, παρά τη θέλησή τους, φρόντισε να μείνουν όλοι μαζί, στο ίδιο μέγαρο. Η Κριστίνα Χάνσον, μοντέλο από τη Σουηδία και σύζυγος του Γκάι, δεν εμφανίστηκε ποτέ σε ταμπλόιντ. Η Τζόσλιν Περισέ έγινε διαβόητη για τις πλαστικές εγχειρήσεις της, χώρισε από τον Αλεκ το 1999 και του απέσπασε κατά τις φήμες το ακριβότερο διαζύγιο στα χρονικά της Νέας Υόρκης – 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Διόλου παράξενο που όταν ο Αλεκ πέθανε στα 67 του, το 2008, ο Γκάι εκμεταλλεύθηκε τις οικονομικές δυσχέρειες της δεύτερης συζύγου του, Λιούμπα Στουπάκοβα, προκειμένου να πάρει τον έλεγχο ενός καταπιστεύματος που ο αδελφός του είχε προνοήσει για εκείνη και να την απομακρύνει από την υπόλοιπη οικογένεια. Το δίδαγμα του πατρός Γουίλντενστιν ως προς την περιουσία είχε γίνει κατανοητό.
Η αρχή της πτώσης
Στην περίπτωση της Σίλβια Γουίλντενστιν, όμως, οι γιοι του Ντάνιελ υπερέβησαν τα όρια. Το 2009 η Κλοντ Ντιμόν Μπεγκί κατόρθωσε να πείσει τη Στουπάκοβα να συνεργαστεί μαζί της – και χάρη στα έγγραφα από το αρχείο του Αλεκ που της παραχώρησε τα νήματα άρχισαν να ξηλώνονται: ένα τζετ Gulfstream, ένα γιοτ, ένα τεράστιο ράντσο στην Κένυα, ένα κτιριακό συγκρότημα στις Παρθένες Νήσους, εταιρείες-φαντάσματα στα νησιά Κέιμαν και στο Γκέρνσεϊ αποδείκνυαν ότι όχι μόνο ο Ντάνιελ δεν είχε πεθάνει χρεωμένος αλλά και ότι η οικογενειακή περιουσία ήταν υπεράνω φαντασίας.
Ο θάνατος της Σίλβια Γουίλντενστιν το 2010 δεν της επέτρεψε να διεκδικήσει τα 300 εκατομμύρια ευρώ που η Ντιμόν Μπεγκί θεωρούσε ότι δικαιούνταν, όμως από το σημείο αυτό και μετά τη σκυτάλη πήρε το γαλλικό κράτος. Επιδρομές σε οικίες, ιδρύματα, (βολικά) ξεχασμένες κρύπτες, αποκάλυψαν τουλάχιστον 30 χαμένους πίνακες, έργα τέχνης που οι Ναζί είχαν αρπάξει από Εβραίους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «επιχειρηματικές δομές που ειδικεύονταν στη φοροδιαφυγή».
Το 2017 και το 2018 ο Γκάι Γουίλντενστιν και οι κληρονόμοι της πέμπτης γενιάς της δυναστείας αθωώθηκαν από τις κατηγορίες για φορολογική απάτη ύψους 866 εκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με κάποιους και χάρη σε φιλίες με υψηλά ιστάμενους που έχουν δικές τους φιλίες με υψηλά ιστάμενους, όπως ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί. Ωστόσο, το 2021 το υπουργείο Δικαιοσύνης προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατηγορώντας τους Γουίλντενστιν για ξέπλυμα χρήματος. Η νέα δίκη αναμένεται εντός του μήνα.
Για πολλούς, γράφει η Ρέιτσελ Κόρμπετ, η οικογενειοκρατία που επικρατεί στον χώρο του εμπορίου της τέχνης «έχει μεταβάλει ένα αξιακό σύστημα που κάποτε βασιζόταν στους ειδήμονες σε ένα άλλο που διέπεται από τον νόμο της σπανιότητας». Οπως οι Γουίλντενστιν εξαγόρασαν πλήθος έργων του 17ου και του 18ου αιώνα, έτσι και οι Ναχμάντ εξασφάλισαν ένα τεράστιο πλήθος έργων του Πικάσο, οι Μουγκράμπι ένα αντίστοιχο εκείνων του Αντι Γουόρχολ. Το αποτέλεσμα είναι οι τιμές να επιβάλλονται από μια ολιγαρχία προς αποκλειστικά δικό της όφελος και μείζονα αριστουργήματα να παραμένουν αθέατα.
Τίποτα όμως δεν διαρκεί για πάντα, ούτε και μια δυναστεία εκατόν πενήντα ετών. Το 2017 η εμβληματική γκαλερί της Ανατολικής 64ης Οδού πουλήθηκε αντί 79,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Την τελευταία τριετία η οικογένεια έχει ρευστοποιήσει ιδιοκτησίες αξίας άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Πολλοί πίνακες που στο παρελθόν ήταν καταγεγραμμένοι ως δικοί τους βγήκαν σε δημοπρασία υπό άλλα ονόματα. Ο 72χρονος Ερίκ Τιρκέν, ιστορικός της Τέχνης και ένας από τους διασημότερους ντετέκτιβ χαμένων αριστουργημάτων των μεγάλων δασκάλων της κλασικής εποχής, το θέτει επιγραμματικά: «Βλέπω το τέλος αυτής της αυτοκρατορίας».