Το Εθνικό Θέατρο ύστερα από έναν τεταμένο χειμώνα έχει επανέλθει δυναμικά, οι νέες παραγωγές μας που ανέβηκαν την άνοιξη αγκαλιάστηκαν θερμά από το κοινό, όλες οι σκηνές μας είναι γεμάτες, με παραγωγές που πιστεύω ότι είναι αντάξιες του Εθνικού. Παραστάσεις πολύ διαφορετικών θεματικών και σκηνοθετικών τάσεων, που εγείρουν προβληματισμούς σε θεατές και κριτική, που βρίσκουν θερμούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους· ένα θέατρο ζωντανό, με παραγωγές που προκαλούν συζητήσεις για το περιεχόμενό τους, τη φόρμα τους, το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα, ένας γόνιμος διάλογος μεταξύ κοινού και σκηνής.
Οταν πριν από δεκαοκτώ μήνες αναλάμβανα την ευθύνη της διεύθυνσης του Εθνικού, δύο ήταν οι βασικοί μου στόχοι: η παραγωγή υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου παραστάσεων, μέσω της επιλογής κειμένων που συνομιλούν με την εποχή τους και θέτουν ζητήματα και προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο σκεπτόμενο πολίτη, αλλά και η συστηματική προώθηση της ελληνικής πολιτιστικής δημιουργίας και εξαγωγών προκειμένου οι παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου να γίνουν γνωστές σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινό.
Η εξωστρέφεια, η αλληλοκατανόηση και οι ανοικτοί πολιτιστικοί δίαυλοι με φορείς του εξωτερικού και του εσωτερικού είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι των πιστεύω μου για την πολιτιστική πολιτική που θέλω να ακολουθήσουμε. Θέλω να ελπίζω ότι μέσα σε αυτούς τους πρώτους μήνες το Εθνικό Θέατρο, παρά τους περισπασμούς και τις αναχαιτίσεις, έδωσε ένα προμήνυμα των κατευθύνσεων στις οποίες επιθυμεί να κινηθεί τα επόμενα χρόνια, θεατρικά, καλλιτεχνικά, κοινωνικά.
Η διοργάνωση του πρώτου Showcase στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου (29 Μαρτίου – 2 Απριλίου 2023), όπου ξένες/οι επιμελήτριες/ητές φεστιβάλ, καλλιτεχνικές/οί διευθύντριες/ντές, δημοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν παραστάσεις του Εθνικού και να έρθουν σε επικοινωνία με τους ηθοποιούς και συντελεστές που συμμετέχουν σε αυτές, στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και άρχισε να ανοίγει τους δρόμους προς τη διεθνή σκηνή.
Η παράσταση «Goodbye, Lindita» του 24χρονου Μάριο Μπανούσι, που αυτή την εποχή παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών – Σκηνή «Κατίνα Παξινού», γοήτευσε τους ξένους καλεσμένους μας, ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι προπαρασκευαστικές συζητήσεις για την παρουσίασή της σε τρεις πόλεις του εξωτερικού τον ερχόμενο χειμώνα και υπάρχουν ανοιχτές συζητήσεις με άλλα τέσσερα φεστιβάλ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα επικείμενα residencies. Η ενθάρρυνση για ολιγόμηνη μετοίκηση ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό (ηθοποιών, σκηνοθετών, συγγραφέων και γενικότερα ανθρώπων που ασχολούνται με τη σκηνική πράξη) ή και, αντίστροφα, το κάλεσμα ξένων ομοτέχνων τους στην ημεδαπή έχουν ως πρώτιστο στόχο την επαφή τους με τις νέες καλλιτεχνικές και θεατρικές αναζητήσεις και ως εκ τούτου την εξέλιξη της τέχνης και της τεχνικής τους. Κανένα από τα δύο φιλόδοξα προγράμματα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και την αμέριστη βοήθεια του ΥΠΠΟΑ· ήδη έχουν εξασφαλιστεί οι οικονομικοί πόροι για συνέχιση των δύο προγραμμάτων για την επόμενη τριετία.
Παράλληλα, έχει ξεκινήσει μια σειρά συζητήσεων με ιστορικά θέατρα και μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης για συμπαραγωγές, δρομολογούνται μετακλήσεις παραστάσεων του Εθνικού στο εξωτερικό, ενώ έχουν κλειστεί για να συνεργαστούν και ξένοι, σημαντικοί σκηνοθέτες. Το Εθνικό Θέατρο εργάζεται συστηματικά προκειμένου να δημιουργήσει ένα ισχυρό και σταθερό δίκτυο διεθνών συνεργασιών, γι’ αυτό και τον επόμενο χρόνο σκοπεύω να ταξιδεύω πολύ τακτικά σε όλη την Ευρώπη για διεύρυνση των διεθνών σχέσεων του Εθνικού, ταξίδια που θα γίνουν με δικά μου έξοδα, χωρίς να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του θεάτρου.
Οι δράσεις εξωστρέφειας δεν περιορίζονται όμως μόνο στις ευρωπαϊκές ή διεθνείς παραγωγές. Το Εθνικό Θέατρο τείνει τη χείρα και προς ιστορικούς πολιτισμικούς φορείς του εσωτερικού (Φεστιβάλ Αθηνών, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Λυρική Σκηνή, Μουσείο Μπενάκη κ.ά.), θεωρώντας ότι μόνο μέσα από την παράλληλη σύμπλευση μπορεί ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός να ανθήσει και να ανοίξει τα φτερά του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ζώντας και δημιουργώντας σε μια πολυπολιτισμική εποχή, η εθνική σκηνή δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλή και εσωστρεφής. Οφείλει να είναι καλλιτεχνικά και κοινωνικά ενεργή. Οφείλει να είναι διαρκώς παρούσα. Μόνο μέσα από τη συνεχή καλλιτεχνική ώσμωση μπορούν να κατανοηθούν οι νέες τάσεις και τελικά να διευρυνθεί η κατανόησή μας για τη θεατρική τέχνη, αλλά και η οπτική μας για τον σύγχρονο κόσμο.