Στην τελευταία επιθεώρηση της Δήμητρας Παπαδοπούλου που ανέβηκε στο Θέατρο Αλσος το καλοκαίρι υπήρχε ένα σκετσάκι όπου τρεις άνδρες θέλουν να μιλήσουν για γυναίκες και φοβούνται να το κάνουν δημόσια μήπως χρησιμοποιήσουν λέξεις και εκφράσεις που δεν επιτρέπονται στους καιρούς της πολιτικής ορθότητας. Το θεατρικό νούμερο είχε πλάκα και μια παράξενη επικαιρότητα: τελευταία όντως οι άνδρες έχουν αρχίσει να μιλάνε μεταξύ τους για γυναίκες, πράγμα που παλαιότερα σπανίως έκαναν. Γενικά οι άνδρες αποφεύγουν να μιλάνε για όσα δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν. Και οι γυναίκες είναι σίγουρα ένα από τα θέματα για τα οποία δυσκολεύονται να κρύψουν την άγνοιά τους: οι μόνες γυναίκες για τις οποίες μιλάνε κομμάτι είναι οι κόρες τους, άντε και οι μανάδες τους. Σπανιότατα άλλες.
Γιατί τελευταία ξανάρχισαν να το κάνουν; Γιατί έχουν αποδεχθεί το γεγονός ότι στον νέο κόσμο θα τις βρίσκουν μπροστά τους, έτοιμες να διεκδικήσουν ό,τι μπορούν. Οχι, οι άνδρες δεν ενορχηστρώνουν μυστικά κάποιου είδους άμυνα: απλώς μοιράζονται εμπειρίες με τον ίδιο τρόπο που διηγούνται τις εντυπώσεις τους μετά από κάποιο ταξίδι. Αν υπάρχει πλέον ένας νέος ανδρικός ρόλος αυτός είναι ο ρόλος του παρατηρητή. Οι άνδρες παρατηρούν όχι γιατί προσπαθούν να καταλάβουν τον νέο κόσμο, αλλά γιατί προσπαθούν σε αυτόν να προσαρμοστούν. Και χαίρονται, σαν παιδιά που είναι, όταν διακρίνουν ότι υπάρχουν πολλά που μπορούν να τους αποφέρουν ένα κάποιο κέρδος. Ποιο είναι το πιο μεγάλο κέρδος που λαχταρά ένας άνδρας του καιρού μας; Κυρίως η ησυχία του.
Αν υπάρχει μια γενική βεβαιότητα στις γυναίκες πως δεν υπάρχουν άνδρες, μεταξύ των ανδρών υπάρχει μια βεβαιότητα ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν τι θέλουν πια. Παλαιότερα λίγο-πολύ όλοι οι άνδρες πίστευαν πως μια γυναίκα μεγαλώνει έχοντας ερωτευτεί ή έχοντας μισήσει τον μπαμπά της: η συναισθηματική σχέση με τον πατέρα της έχει καθορίσει το γούστο της. Σήμερα αυτό ισχύει όλο και λιγότερο. Οι πιο πολλές νέες γυναίκες βλέπουν τον μπαμπά τους με δυσπιστία – τον αμφισβητούν με καμιά δεκαριά χρόνια (και βάλε) καθυστέρηση. Ως εκ τούτου, δεν τον αναζητούν πια, ούτε και ψάχνουν το αντίθετό του. Τι ψάχνουν; Κανείς άνδρας δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Και αυτή η αδυναμία είναι που χαρακτηρίζει όλες τις σύγχρονες σχέσεις: δεν υπάρχει πια εγχειρίδιο ανδρικής συμπεριφοράς. Ο,τι έχει ένας άνδρας και σε μια γυναίκα αρέσει, για την επόμενη γυναίκα μπορεί να είναι ανυπόφορο.
Ολοένα και πιο συχνά, όποτε μας δίνεται η ευκαιρία, ρωτάω κοπέλες ποιος άνδρας τους αρέσει. Την πιο θεαματική σκηνή την έζησα ένα βράδυ που σε ένα τραπέζι υπήρχαν μεταξύ μας πέντε κοπέλες, διαφορετικής ηλικίας, και όλες μόνες – συμβαίνει όλο και συχνότερα. Το εντυπωσιακό δεν ήταν ότι πήρα πέντε διαφορετικές απαντήσεις: αυτό μπορεί να συμβεί σε ζητήματα γούστου. Το αληθινά ενδιαφέρον ήταν ότι οι πέντε απαντήσεις δεν είχαν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Αν ο άνδρας τού σήμερα δεν έχει έναν απαραίτητο οδηγό συμπεριφοράς στις σχέσεις του (και πρέπει να κάνει ό,τι για αυτόν πιο δύσκολο, δηλαδή να εμπιστευτεί το ένστικτό του), η γυναίκα μοιάζει να μην έχει ξεκάθαρο γούστο – πράγμα ακόμα πιο παράξενο. Τη βραδιά που ρώτησα τις κοπέλες, μεταξύ των απαντήσεων υπήρχε ένας μπασκετμπολίστας, ένας μόνο ηθοποιός, ένας παίκτης ριάλιτι, ένας γνωστός κοσμικός που αγνοώ τι δουλειά κάνει και ένας τραγουδιστής που δεν ήταν ο Σάκης Ρουβάς, αλλά κάποιος του έντεχνου. Ακόμα πιο πολύ ενδιαφέρον είχε το γεγονός ότι οι τέσσερις που άκουγαν την επιλογή της πέμπτης την αποδομούσαν εντελώς. Οι πιο μεγάλες δήλωναν τον θαυμασμό τους για μικρότερους και οι μικρότερες θεωρούσαν sex symbols της εποχής μας μεγαλύτερους – αυτό συνέβαινε πάντα και συμβαίνει και τώρα. Oμως καμία μα καμία δεν έπειθε πως αυτόν που θεωρούσε ωραίο τώρα θα τον θεωρεί εξίσου του γούστου της και σε έναν χρόνο. Αυτό είναι και η κορυφαία διαφορά ανδρών και γυναικών των ημερών μας: ο άνδρας, αιχμάλωτος ακόμα σεξιστικών αντιλήψεων, αυτή που θεωρεί κουκλάρα θα τη θεωρεί τέτοια ακόμα κι όταν τα χρόνια του περάσουν. Η γυναίκα του καιρού μας μπορεί να αλλάξει γούστο σε δύο μήνες. Μέχρι να δει έναν άλλον μπασκετμπολίστα του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε. Ή μόλις αρχίσει ένα καινούργιο ριάλιτι.
Πορευόμαστε προς μια εποχή που οι άνδρες δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να είναι συμβατοί με τους κανόνες των καιρών και οι γυναίκες αλλάζουν γούστο πιο εύκολα από ό,τι τσάντες. Η έλλειψη μιας μόδας (ή, για να το πω κάπως διαφορετικά, ο θάνατος του στερεοτύπου) θα έπρεπε να κάνει αυτόν τον νέο κόσμο λιγότερο δεδομένο και κατ’ επέκταση πιο συναρπαστικό, αλλά δεν είναι έτσι. Απλώς οι γυναίκες πιστεύουν πως αλλάζοντας γούστο κάνουν ολοένα και μεγαλύτερη επίδειξη προσωπικότητας και οι άνδρες συζητούν μεταξύ τους σαν τους αστείους ήρωες της επιθεώρησης της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Κάποτε αντάλλασσαν πληροφορίες για αυτοκίνητα ή ταβέρνες, τώρα ζητούν συμβουλές για το πώς θα είναι περισσότερο αποδεκτοί. Βαφτίζοντας την αμηχανία τους προβληματισμό.
Ανδρες και γυναίκες μοιάζουν ξαφνικά να διανύουν μια εποχή εφηβείας. Κάπου θα βγάλει όλο αυτό, αλλά είναι δύσκολο να το καταλάβεις.
Οι γυναίκες ίσως δεν θα βρουν ποτέ ξανά ένα ανδρικό πρότυπο γιατί είναι πια απολύτως πεπεισμένες πως αυτό που είχαν τους το καλλιεργούσαν. Ο μεταφεμινισμός που σιγά-σιγά κυριαρχεί θα τις κάνει όλες πιο περίπλοκες, δηλαδή λιγότερο δεδομένες και για αυτό πιο θελκτικές. Είναι βέβαιο ότι τώρα αληθινά κάθε γυναίκα θα προτάξει τη μοναδικότητά της – το παλιό φεμινιστικό μανιφέστο θα δικαιωθεί διά της καταστροφής του: οι γυναίκες θα βρουν όσα τις (ξε)χωρίζουν όπως οι έφηβες που είναι υποχρεωμένες να μεγαλώσουν γρήγορα. Και οι άνδρες; Οι άνδρες θα μάθουν επιτέλους να καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Θα γίνουν περισσότερο φίλοι γιατί θα είναι υποχρεωμένοι να διηγούνται μεταξύ τους όχι παραμυθένια κατορθώματα, αλλά αληθινές ιστορίες. Θα παρατείνουν μια εφηβεία κατά την οποία έχουν σπυράκια, όχι εξαιτίας της ακμής, αλλά εξαιτίας της παρακμής τους. Θα ψάχνουν όχι απαντήσεις (που δεν υπάρχουν) αλλά ερωτήσεις που ποτέ δεν έκαναν. Ισως αρχίσουν να μιλάνε και για σεξ. Προσποιούμενοι ότι συζητούν προβλήματα άλλων, πιθανότατα. Αλλά επιτέλους με τον αυθορμητισμό του εφήβου που ανακαλύπτει πως πολλά που νόμιζε ότι ξέρει δεν είναι έτσι ακριβώς.