Ίσως να διαβάσατε τις προηγούμενες ημέρες την είδηση πως ο Λάρι Ελισον, ιδρυτής και CTO της εταιρείας Oracle, εκθρόνισε – προσωρινά έστω – τον Τζεφ Μπέζος από τη θέση του δεύτερου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο.

Ο λόγος για τη μεγάλη αύξηση της περιουσίας του, η οποία υπολογίζεται πλέον σταθερά σε πάνω από 200 δισ. δολάρια, δεν ήταν άλλος από τη φρενήρη κούρσα ανταγωνισμού που έχει προκύψει μεταξύ των επιχειρηματικών κολοσσών της παγκόσμιας βιομηχανίας της τεχνολογίας, η οποία έχει ως βασικό στόχο την κυριαρχία στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Η Oracle λοιπόν ανακοίνωσε πρόσφατα ότι προγραμματίζει μια γιγάντια επένδυση σε data centers, σε κέντρα δεδομένων δηλαδή που έχουν τεράστια υπολογιστική ισχύ και χάρη στα οποία γίνονται εφικτές οι εφαρμογές της τεχνολογίας AI – αυτό κατέστησε τη μετοχή της περιζήτητη.

Η ανακοίνωση από τον Λάρι Έλισον της Oracle ότι προγραμματίζει γιγάντια επένδυση σε data centers, εκτίναξε τη μετοχή της εταιρίας του.

Το ζήτημα με τα data centers ωστόσο έγκειται στο ότι καταναλώνουν ασύλληπτα ποσά ενέργειας και η ανακοίνωση της Oracle ήταν σημαντική διότι αποκάλυψε πως ένα από τα δικά της καινούργια κέντρα δεδομένων θα τροφοδοτείται από τρεις SMRs, small modular nuclear reactors, μικρούς αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες δηλαδή – κάτι το πραγματικά επαναστατικό.

Για να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλάμε, αρκεί να σκεφτείτε πως σήμερα στην Ιρλανδία εκτιμάται ότι για το 21% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στη χώρα ευθύνονται μόνο τα data centers της Google.

Η ασταμάτητη πορεία της ανθρωπότητας προς ένα μέλλον το οποίο θα εξαρτάται από την Τεχνητή Νοημοσύνη αναμένεται να αυξήσει ακόμα περισσότερο τις ανάγκες για ενέργεια λόγω της ακόμα μεγαλύτερης υπολογιστικής ισχύος που θα απαιτείται. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι το 2030 το δίκτυο των data centers παγκοσμίως θα απορροφά το 8%-10% της συνολικής ενέργειας που θα παράγεται στον πλανήτη.

Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό πως η Microsoft κατέληξε σε συμφωνία για την επαναλειτουργία μιας από τις μονάδες πυρηνικού εργοστασίου στην περιοχή Three Mile Island στην αμερικανική Πολιτεία της Πενσιλβάνια προκειμένου να αξιοποιήσει την παραγόμενη ενέργεια στα data centers της. Η συγκεκριμένη μονάδα θα παράγει 835 MW ενέργειας και η επένδυση που θα απαιτηθεί είναι της τάξεως των 1,6 δισ. δολαρίων.

Το συγκεκριμένο πυρηνικό εργοστάσιο είναι γνωστό λόγω του ατυχήματος που είχε γίνει το 1979 στη δεύτερη μονάδα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας – πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά ατυχήματα στην ιστορία των ΗΠΑ (και το μεγαλύτερο σχετιζόμενο με εμπορική χρήση της πυρηνικής ενέργειας στη χώρα), παρ’ όλο που δεν προκάλεσε ανθρώπινες απώλειες ούτε επιβάρυνε σημαντικά το περιβάλλον.

Η μονάδα που θα επαναλειτουργήσει στο πυρηνικό εργοστάσιο στην περιοχή Three Mile Island στην αμερικανική Πολιτεία της Πενσιλβάνια , θα διοχετεύει την παραγόμνενη ενέργεια στα data centers της Microsoft.

Η Ελλάδα πάντως θα μπορούσε να διαδραματίσει τα επόμενα χρόνια σημαντικό ρόλο ως κόμβος δεδομένων (data hub) χάρη στη γεωγραφική θέση της και χάρη στις συγκυρίες, καθώς ετοιμάζονται να συνδεθούν με τη χώρα μας πολλά υποθαλάσσια καλώδια, όπως το σύστημα καλωδίων AAE-1, που θα ενώσει την Ευρώπη με βασικές αγορές στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική.

Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι ως το τέλος της χρονιάς 20 υποθαλάσσια καλώδια θα συνδέουν την Ελλάδα με τις προαναφερθείσες περιοχές. Πολλή συζήτηση γίνεται λοιπόν ήδη για τα data centers που θα δούμε να κατασκευάζονται προσεχώς στη χώρα μας, υπάρχει μάλιστα μεγάλο ενδιαφέρον για την Ανατολική Αττική και ειδικά για τα Μεσόγεια, διότι εκεί προσαιγιαλώνονται τα υποθαλάσσια καλώδια από την Κρήτη και αποτελούν διακλαδώσεις των μεγάλων δικτύων που ξεκινούν από τη Μέση Ανατολή.

Εξού και η Κρήτη είναι η έτερη γεωγραφική περιοχή που συγκεντρώνει επενδυτικό ενδιαφέρον, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και κινήσεις στη Θεσσαλονίκη, που έχει σαφώς τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε «πύλη» για τις χώρες των Βαλκανίων.

Αναφέραμε προηγουμένως πόσο ενεργοβόρα είναι τα data centers, κάτι που φυσικά δεν τα καθιστά ιδιαίτερα φιλικά προς το περιβάλλον, γι’ αυτό και γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια από τα κράτη να τεθεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο στη λειτουργία τους ώστε να αντλούν όλη την ενέργεια που χρειάζονται από ΑΠΕ αλλά και να μειωθεί στο ελάχιστο η χρήση νερού που απαιτείται για την ψύξη τους.

Οι εταιρείες τεχνολογίας αγωνίζονται για την κατασκευή κέντρων δεδομένων γεμάτων με μονάδες επεξεργασίας γραφικών Nvidia ή GPU που μπορούν να εκτελούν μοντέλα generative Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως αυτά που ενεργοποιούν το chatbot ChatGPT της OpenAI. Αυτές οι GPU καταναλώνουν υπερβολικά πολλή ενέργεια και η αυξανόμενη ζήτηση έχει δημιουργήσει εμπόδια για τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων.

Φυσικά πολλές από τις εταιρείες δεν θέλουν να δώσουν στη δημοσιότητα τα σχέδιά τους προκειμένου να μην προσφέρουν πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό. Τα κέρδη ενδέχεται να είναι τεράστια, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν πως η παγκόσμια βιομηχανία του generative AI θα έχει σε λίγα χρόνια τζίρο της τάξης των 8 τρισ. δολαρίων.

Χαρακτηριστική πάντως της φρενίτιδας που επικρατεί όσον αφορά την επένδυση στην AI είναι η κίνηση της Microsoft και της BlackRock, του επενδυτικού κολοσσού με CEO τον billionaire Λάρι Φινκ, να γίνουν μέρος μιας ομάδας εταιρειών που συνεργάζονται για να συγκεντρώσουν τεράστια κεφάλαια για την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων που θα καλύπτουν τις ανάγκες τεχνολογιών Tεχνητής Nοημοσύνης και τη δημιουργία καινοτόμων ενεργειακών υποδομών για την τροφοδοσία τους. Οι εταιρείες αποτελούν μέρος της Global Artificial Intelligence Infrastructure Investment Partnership (GAIIP).

«Δεσμευόμαστε να διασφαλίσουμε ότι η Tεχνητή Nοημοσύνη συμβάλλει στην προώθηση της καινοτομίας και οδηγεί στην ανάπτυξη σε κάθε τομέα της οικονομίας» δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Microsoft, Σάτια Ναντέλα, και συμπλήρωσε πως αυτή η πρωτοβουλία φέρνει κοντά σημαντικούς οικονομικούς και βιομηχανικούς ηγέτες προκειμένου να οικοδομήσουν τις υποδομές του μέλλοντος και να τις τροφοδοτήσουν με βιώσιμο τρόπο. Ο όμιλος στοχεύει να συγκεντρώσει αρχικό κεφάλαιο 30 δισ. δολαρίων, με μελλοντικό στόχο τα 100 δισ. δολάρια.