«Δεν είμαι παρά ένας συνηθισμένος τύπος που προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να παραμείνει εκτός φυλακής…». Με αυτά πάνω-κάτω τα λόγια περιγράφει τον εαυτό του ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, τον οποίο υποδύεται ο ιρλανδός ηθοποιός Λίαμ Νίσον στην τελευταία ταινία του Νιλ Τζόρνταν «Ντετέκτιβ Μάρλοου», που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Νουάρ με τα όλα του, ο «Ντετέκτιβ Μάρλοου» δεν είναι η πρώτη ταινία που αναφέρεται στην περίπτωση αυτού του τόσο ιδιαίτερου και συγχρόνως τρομερά γοητευτικού ιδιωτικού ερευνητή στην Ιστορία της ποπ κουλτούρας του 20ού αιώνα. Και πολύ πιθανόν, ούτε η τελευταία. Γιατί αυτός ο σκοτεινός και συγχρόνως μελαγχολικός, κυνικός, μα ταυτόχρονα ηθικός ήρωας που προέκυψε από τη φαντασία του αμερικανού συγγραφέα Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888-1959) δεν θα πάψει ποτέ να απασχολεί τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, που τον έχουν τιμήσει πάμπολλες φορές. Aρχής γενομένης από το 1944, όταν πρώτος ο Ντικ Πάουελ τον υποδύθηκε με το όνομά του στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ραντεβού με τον θάνατο» (Murder, Μy Sweet) του Εντουαρντ Ντμίτρικ. Και λέμε με το όνομά του διότι είχαν προηγηθεί ο Βρετανός Τζορτζ Σάντερς και ο Αμερικανός Λόιντ Νόλαν στις ταινίες του 1942 «The Falcon Τakes Οver» και «Time to Κill», οι οποίες αν και αποτελούν μεταφορές ιστοριών του Τσάντλερ με τον Μάρλoου, σε αυτές ο ντετέκτιβ έχει διαφορετικό όνομα.
Η νέα «ανάγνωση»
Τo σενάριο του νέου «Ντετέκτιβ Μάρλοου» δεν είναι βασισμένο σε κάποια ιστορία του Τσάντλερ. Ο Γουίλιαμ Μόναχαν, βραβευμένος με Οσκαρ σεναριογράφος του «Πληροφοριοδότη» (2006), παρέδωσε ένα σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα «The Black-Eyed Βlonde» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια») του βραβευμένου με Booker Τζον Μπάνβιλ (υπό το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ), ο οποίος εμπνεύστηκε από τον Τσάντλερ για να δημιουργήσει μια νέα περιπέτεια του ντετέκτιβ. «Βρήκα το σενάριο εντελώς συναρπαστικό… αλλά ένιωσα ότι κάτι έλειπε στο δεύτερο μέρος και πήρα τη δική μου πορεία εκεί» είπε ο Νιλ Τζόρνταν μιλώντας για την ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν επίσης η Νταϊάν Κρούγκερ σε ρόλο «μοιραίας γυναίκας» και η Τζέσικα Λανγκ (που υποδύεται τη μητέρα της).
«Εργάζομαι πολύ στο σινεμά, αλλά πραγματικά το χαίρομαι όταν βλέπω να μου προσφέρονται αυτές οι ευκαιρίες, γιατί ήρωες σαν τον Μάρλοου δεν υπάρχουν πια ανάμεσά μας». Λίαμ Νίσον
Συνομιλώντας σε πρότερο χρόνο μέσω zoom με τον Λίαμ Νίσον για μια άλλη σχετικά πρόσφατη ταινία του, το «Black Light» (2022), ο ιρλανδός ηθοποιός έκανε από μόνος του μια αναφορά στον «Ντετέκτιβ Μάρλοου» και στην απόφασή του να υποδυθεί έναν ήρωα που από μικρός είχε αγαπήσει τόσο πολύ. «Εργάζομαι πολύ στο σινεμά αλλά πραγματικά το χαίρομαι όταν βλέπω να μου προσφέρονται αυτές οι ευκαιρίες, γιατί ήρωες σαν τον Μάρλοου δεν υπάρχουν πια ανάμεσά μας», μας είχε πει τότε ο Νίσον. «Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με τον Νιλ Τζόρνταν, ο οποίος έδωσε τη δική του πινελιά στον Μάρλοου, έναν ρόλο που νομίζω πως είναι ονειρικός για κάθε ηθοποιό». Μιλώντας αργότερα για την ταινία, ο Νίσον αναφέρθηκε στον «θρύλο» του Φίλιπ Μάρλοου χάρη στον συγκεκριμένο κώδικα ηθικής που προσπαθεί να τηρήσει αλλά και στη μοναχικότητά του. «Στα μάτια μου είναι ένας πληγωμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ που τίποτα δεν τον σοκάρει πια για τους ανθρώπους».
Διαχρονικός ήρωας
Η διαχρονικότητα του Φίλιπ Μάρλοου φαίνεται στην ίδια την πορεία του στον χρόνο. Ο χάρτινος ήρωας «γεννήθηκε» στα τέλη τη δεκαετία του ’30 και ενώ το είδος της pulp αστυνομικής λογοτεχνίας είχε πια ωριμάσει στην Αμερική, κατ’ αρχάς μέσα από τις εκδόσεις του περιοδικού «Black Mask», όπου ένας άλλος ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, είχε πρωτοεμφανιστεί. Οπως ο Σπέιντ, έτσι και ο Μάρλοου αρχικά υπήρξε ήρωας μικρών ιστοριών και μάλιστα το όνομα του ήρωα στις δύο πρώτες μικρές ιστορίες του Τσάντλερ είναι Μάλορι. Εν συνεχεία, με τον «Μεγάλο ύπνο» (1939) ο Μάρλοου «προήχθη» σε ήρωα μεγάλων μυθιστορημάτων.
Το ενδιαφέρον με τον συγκεκριμένο ντετέκτιβ είναι ότι δείχνει να προσαρμόζεται σε κάθε εποχή γιατί αρκετές από τις ταινίες που αφηγούνται τα κατορθώματά του ξεφεύγουν από την Αμερική της δεκαετίας του 1930 και τον τοποθετούν σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως για παράδειγμα συνέβη στην ταινία «Ο τρίτος δολοφόνος περιμένει» (Marlowe, 1969) του Πολ Μπόγκαρτ με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γκάρνερ, ή στον «Μεγάλο αποχαιρετισμό» (The Long Goodbye, 1973) του Ρόμπερτ Ολτμαν, όπου τον υποδύεται ο Ελιοτ Γκουλντ – ίσως η πιο ανορθόδοξη επιλογή ηθοποιού για αυτόν τον ρόλο.
Η ταινία «Πάθος και αίμα» (The Βig Sleep, 1946) του Χάουαρντ Χοκς, που με τα χρόνια καθιερώθηκε όπως πρέπει με τον τίτλο
«Ο μεγάλος ύπνος», παραμένει μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων του Τσάντλερ. Είναι επίσης το αρχέτυπο του φιλμ νουάρ και μετά την «Καζαμπλάνκα» (1942) η καλύτερη ταινία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος ταίριαξε γάντι στον ρόλο του Μάρλοου. Για την ακρίβεια, χάρη σε αυτήν ο Μπόγκαρτ ταυτίστηκε με τον Μάρλοου – αν και η ειρωνεία εδώ είναι ότι ο ίδιος ηθοποιός είχε υποδυθεί και τον Σαμ Σπέιντ στο «Γεράκι της Μάλτας» (1941) του Τζον Χιούστον.
Ο «ιδανικός» Ρόμπερτ Μίτσαμ
Εκτοτε πολλοί ηθοποιοί έχουν υποδυθεί τον Μάρλοου στο σινεμά και στην τηλεόραση, ανάμεσά τους ο Τζέιμς Κάαν στο «Ενοχο παρελθόν» (Poodle Springs, 1998) και ο Πάουερς Μπουθ, στην αρκετά δημοφιλή σειρά «Philip Marlowe, Private Eye» (1983-1986). Ωστόσο, ο ηθοποιός που φάνηκε να πλησιάζει καλύτερα από κάθε άλλον τον αντιήρωα του Τσάντλερ ήταν ο Ρόμπερτ Μίτσαμ (1917-1997), πολλά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση του Μάρλοου στο σινεμά, συγκεκριμένα το 1975 στην ταινία «Δέκα δολοφόνοι για τον επιθεωρητή Μάρλοου» (Farwell, My Lovely) του Ντικ Ρίτσαρντς. Iσως ο Μίτσαμ να έπρεπε να είχε παίξει τον ρόλο νωρίτερα, γιατί δείχνει κάπως μεγάλος, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι πολύ ελκυστικός υποδυόμενος έναν άνθρωπο που δείχνει πολύ κουρασμένος από την αδικία του κόσμου αλλά συγχρόνως έτοιμος να κάνει κάτι για να αλλάξει τα πράγματα.
Πάντως, και για τον ίδιο τον Λίαμ Νίσον ο Ρόμπερτ Μίτσαμ υπήρξε ο ιδανικός Μάρλοου. Ο 71χρονος ηθοποιός δηλώνει τεράστιος θαυμαστής του Μίτσαμ από την εφηβεία του και τον είχε δει αμέτρητες φορές στις δύο ταινίες όπου υποδύθηκε τον Μάρλοου – η δεύτερη αποτελεί ένα ριμέικ του «Μεγάλου ύπνου» που γυρίστηκε το 1978 από τον Μάικλ Γουίνερ και στην Ελλάδα προβλήθηκε ως «Ο επιθεωρητής Μάρλοου ξανακτυπά», είναι ωστόσο κατώτερη της πρώτης.