«La cucaracha, la cucaracha…». Το χορεύαµε στα παιδικά πάρτι µικροί τρώγοντας πακοτίνια και πίνοντας αναψυκτικά. Το είχε ανακαλύψει ένας στο κασετόφωνο των γονιών του και είχε γίνει αµέσως δηµοφιλές στον µικρόκοσµό µας, µια παρέα που πήγαινε στην ίδια τάξη, ζούσε στην ίδια γειτονιά και τα απογεύµατα µαζευόταν στο ίδιο σπίτι για να (µη) διαβάσει τα µαθήµατά της. Παραξενευτήκαµε όταν µάθαµε πως cucaracha – µας είχε εντυπωσιάσει η λέξη και φανταζόµασταν πως αναφερόταν σε κάτι γκλάµουρ – καλείται στα ισπανικά η κατσαρίδα. Ποιος εµπνέεται από µια κατσαρίδα για να γράψει τραγούδι; Αρχίσαµε να χαρακτηρίζουµε «κουκαράτσες» και «κουκαράτσους» όποιον µας έµπαινε στο µάτι: Αυστηρές µαµάδες («η κουκα-µαµα-ράτσα µου µε έβαλε σήµερα τιµωρία»), καθηγητές («πάλι απροειδοποίητο τεστ έβαλε ο κουκαράτσος»), αχώνευτους συµµαθητές. Αυτά στα µακρινά 80s. Οταν τις προάλλες, ανοίγοντας τα µάτια µου από έναν βαρύ ύπνο, είδα απέναντί µου, στον τοίχο, µια ευµεγέθη µαύρη σκιά που δεν υπήρχε το προηγούµενο βράδυ και η οποία παρέπεµπε εµφανώς σε κατσαρίδα-γίγαντα, το πρώτο πράγµα που ήρθε στον αγουροξυπνηµένο εγκέφαλό µου ήταν το µεξικανικό τραγούδι. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί, µπορεί και να έχω αρχίσει να τρελαίνοµαι. Συνειρµικά σκέφτηκα τους παιδικούς φίλους µε τους οποίους χόρευα την «cucaracha». Αναρωτήθηκα πώς θα αντιδρούσαν τώρα αν έβλεπαν το τέρας (περί τέρατος επρόκειτο) απέναντί τους. Οσο αποκτούσα πιο καθαρή αίσθηση των πραγµάτων τόσο µεγάλωνε ο πανικός µου. Να την πλησιάσω; Και αν πηδήσει πάνω µου; Να προσπαθήσω να τη σκοτώσω; Με τι; Θα κάνει κρατς; Εκανε. «Ηταν µεγάλη ή µικρή;» µε ρώτησαν. «Σε ηλικία;». «Σε µέγεθος, χαζέ!». «Τεράστια!». «Τότε πρέπει να ήταν γριά!». Ούτε αυτό µε έκανε να τη λυπηθώ! «Αν είδες µία, θα δεις και άλλες» µε προειδοποίησαν και µου διηγήθηκαν φριχτές ιστορίες για ανθρώπους που τους δάγκωσαν κατσαρίδες και γέµισαν φλύκταινες. Δεν µου έφτανε «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», έπρεπε να περιµένω και τα εγγόνια της! Διάβασα και ένα πρόσφατο άρθρο σύµφωνα µε το οποίο η αυξηµένη παρουσία κατσαρίδων στη Θεσσαλονίκη αποτελεί σηµαντικό πρόβληµα για τη δηµόσια υγεία, καθώς είναι φορείς παθογόνων και αλλεργιογόνων. Ευτυχώς είµαι στην Αθήνα. Μετέτρεψα όµως το σπίτι µου σε ναρκοπέδιο για κατσαρίδες. Ψέκασα. Εβαλα στα σοβατεπί τη δηλητηριώδη αλοιφή που την τρώνε και πέφτουν ξερές. Εκρυψα πίσω από τις ηλεκτρικές συσκευές και τα έπιπλα κατσαριδοπαγίδες. Ενας φίλος µού πρότεινε να ψεκάσω τις γωνίες µε χυµό φρέσκου λεµονιού. Το έκανα. Ενας άλλος να σφουγγαρίσω µε νερό στο οποίο έχω διαλύσει πιπέρι καγιέν και λιωµένες σκελίδες σκόρδο. Το έκανα κι αυτό και το σαλόνι µου µυρίζει σκορδαλιά. Ενας τρίτος µού πρότεινε να πάρω γάτα, για να τις σκοτώνει και να µου τις φέρνει στο κρεβάτι όπως κάνει και σε εκείνον – αυτός δεν πρέπει να µε πολυσυµπαθεί. Εγώ πάλι, στην ιδέα µιας νέας επίσκεψης, σκέφτοµαι να πουλήσω το σπίτι και να αρχίσω να περιπλανιέµαι σαν τη Φράνσις Μακ Ντόρµαντ στο «Nomadland». Και εξακολουθώ να έχω την απορία που είχα και ως παιδί: Ποιος εµπνέεται από µια κατσαρίδα για να γράψει τραγούδι;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος