Δέκα τετράκις εκατομμύρια βατ είναι ένα εντυπωσιακό ποσό ενέργειας, από εκείνα που οι επιστήμονες απαξιούν να καταγράφουν με μηδενικά και προτιμούν να αναπαριστούν με δυσνόητους εκθέτες. Καθώς όμως η περί ης ο λόγος έκλυση ήταν μόνο μια έκλαμψη δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου, μπορεί να τη θεωρήσει κανείς και ανύπαρκτη. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στο μηδέν και στο άπειρο που γεφυρώθηκε στιγμιαία στο Εθνικό Εργαστήριο Λόρενς Λίβερμορ της Καλιφόρνιας (LLNL) στις 8 Αυγούστου 2021 ενδέχεται να λογίζεται κάποτε ως η καταστατική πράξη μιας νέας εποχής. Επιτυγχάνοντας να αποδώσει το 70% της εισαγόμενης ενέργειας, το πείραμα πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλο έως σήμερα στην επιστημονική τεκμηρίωση της δυνατότητας της πυρηνικής σύντηξης προς εμπορική εκμετάλλευση. Με τις συνέπειες της πλανητικής υπερθέρμανσης να αυξάνονται και τις δυτικές κυβερνήσεις να εντάσσουν στην ατζέντα τους προγράμματα εξάλειψης της χρήσης άνθρακα μέχρι το 2030, η σύντηξη φαντάζει ως η ιδανική μελλοντική τεχνολογία για τη θραύση της εξάρτησης από τις επικίνδυνες, ρυπογόνες πηγές στις οποίες βασίστηκε η ανθρωπότητα από τη Βιομηχανική Επανάσταση και εντεύθεν. Είναι εφικτή ωστόσο μια εξέλιξη που προαναγγέλθηκε και στο παρελθόν για να βαλτώσει τελικά εξαιτίας του μεγέθους των τεχνικών προκλήσεων;

Η ιδέα της χρήσης της ως παρόχου άφθονης, καθαρής, ανεξάντλητης ενέργειας χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920, όταν ο Αρθουρ Εντινγκτον, μελετητής και εκλαϊκευτής της Θεωρίας της Σχετικότητας, καθώς και ο άνθρωπος που πρόσφερε την πρώτη απόδειξή της με την παρατήρηση μιας ηλιακής έκλειψης το 1919, εισηγήθηκε τη λειτουργία του μηχανισμού καύσης των αστέρων. Πρακτικά, σύμφωνα με το μοντέλο του Εντινγκτον, ο Ηλιος και οι ομόλογοί του ανά το Σύμπαν είναι τιτάνια εργοστάσια σύντηξης πυρήνων υδρογόνου και μετατροπής τους σε πυρήνες ηλίου. Οι λεπτομέρειες της συγκεκριμένης ακολουθίας συμπληρώθηκαν από τον αστροφυσικό Χανς Μπέτε, ο οποίος τιμήθηκε το 1967 με Βραβείο Νομπέλ ακριβώς για αυτές τις εργασίες του. Η απλότητα και η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας υπήρξαν εξαρχής γοητευτικές για τους επιστήμονες: η αφθονία του υδρογόνου στη φύση και η σταθερότητα της σύντηξης ήταν προτιμητέες σε σχέση με τα ασταθή άτομα της σχάσης και τους κινδύνους διαρροών, τήξης και ραδιενεργού μόλυνσης που συνεπαγόταν η χρήση του ουρανίου. Ταυτόχρονα με τα πρώτα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, συστήθηκαν εργαστήρια που προσδοκούσαν να καταστήσουν παρελθόν τους αντιδραστήρες σχάσης.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω