Στην Πούντα ντέλα Σαλούτε (ή Πούντα ντέλα Ντογκάνα), στην είσοδο του Μεγάλου Καναλιού της Βενετίας, υπάρχει ένα ορόσημο. Εγκαταστάθηκε εκεί το 1897 για να δείχνει με σαφήνεια στους κατοίκους της «βασίλισσας του Αδρία» τον εχθρό τους: το ύψος των νερών. Μια πόλη χτισμένη σε 118 νησιά που ορίζεται από 177 κανάλια, 391 γέφυρες και επικοινωνεί με βάρκες αντί τροχοφόρων εξαρτάται αναμφίβολα από τις διαθέσεις της παλίρροιας. Την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα το όριο ξεπεράστηκε μόλις έξι φορές. Μία πλημμύρα ανά περίπου τρία χρόνια, έστω και με τα περιορισμένα μέσα άμυνας της εποχής, ήταν διαχειρίσιμη. Fast forward εκατό χρόνια αργότερα, στην πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα, η κατάσταση έχει προσλάβει διαστάσεις εκτάκτου ανάγκης: το μέσο ύψος της λιμνοθάλασσας έχει ανέβει κατά 33 εκατοστά και η παλίρροια έχει υπερβεί το όριο 150 φορές. O συνδυασμός της θέσης της πόλης, των γεωλογικών παραγόντων και της κλιματικής αλλαγής απειλεί πλέον με εξαφάνιση ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και οι λύσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή δείχνουν ήδη τα όρια των σημερινών δυνατοτήτων να αποτραπούν οι δραματικές συνέπειες της πλανητικής υπερθέρμανσης.
Η Βενετία αποτελεί θαύμα της αρχιτεκτονικής και θαύμα της ιστορίας. Μεσαιωνικό και αναγεννησιακό κέντρο εμπορίου σίτου, μεταξωτών και μπαχαρικών για όλη τη Μεσόγειο, η «Γαληνοτάτη Δημοκρατία» εξελίχθηκε σε μείζονα δύναμη της εποχής. Παρέμεινε πόλη-κόσμημα, πλούσια και πόλος έλξης των γραμμάτων και των τεχνών ακόμη και όταν μετά τον 16ο αιώνα η αναδιάταξη των ευρωπαϊκών θαλάσσιων γραμμών γύρω από τα λιμάνια του Βορρά και της Δύσης που εξυπηρετούσαν πια το ατλαντικό εμπόριο υποβάθμισε τη σημασία της. Με την ήττα της από τον Ναπολέοντα στους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης και την κατάλυση της αυτόνομης ύπαρξής της το 1797, η Βενετία εισήλθε στη νεωτερικότητα παλινδρομώντας μεταξύ αυτοκρατορίας των Αψβούργων και ανεξαρτησίας ως το 1866, όταν ενσωματώθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας. Ενάμισης αιώνας πολιτικής σταθερότητας βοήθησε τη μετεξέλιξή της σε τουριστικό προορισμό παγκόσμιας εμβέλειας, ανέδειξε όμως και την αυξανόμενη απειλή των υδάτων για την ίδια την υπόστασή της.
Ενα τσουνάμι στη Γαληνοτάτη
Η λιμνοθάλασσα της Βενετίας υπόκειται στους νόμους της παλίρροιας και της άμπωτης. Τα θεμέλια της πόλης, έλεγε τον Σεπτέμβριο του 2022 στον διαδικτυακό τόπο του BBC η Σάλι Στόοουν, λέκτορας της Σχολής Αρχιτεκτονικής του Μάντσεστερ, έχουν τεθεί στη λάσπη και στον πηλό που αποτελεί το ανώτερο στρώμα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, χωρίς να φτάνουν στο βραχώδες υπόστρωμα. Η φυσική φθορά τους και η δράση των τεκτονικών πλακών έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή υποχώρησή τους προς ένα χαμηλότερο επίπεδο συμπιεσμένου πηλού. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα η Βενετία έχει βυθιστεί κατά 15 εκατοστά και η υποχώρηση συνεχίζεται με ρυθμό περίπου 2 χιλιοστών τον χρόνο. Λόγω θέσης η πόλη πάντοτε αντιμετώπιζε εποχικά φαινόμενα πλημμύρας – «acqua alta». Η «ανύψωση τoυ νερού» σε συνάρτηση με τη διάβρωση των θεμελίων και την προοδευτική αλλαγή του κλίματος κατέστησε το πρόβλημα χρόνιο και τη λύση του επιτακτική ανάγκη που αντιμετωπίστηκε με την κατασκευή του MOSE (Modulo Sperimentale Elettromeccanico – Πειραματική Ηλεκτρομηχανική Αρθρωση) – ένα είδος πλωτών τειχών με 78 τμήματα που σηκώνονται με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα ώστε να συγκρατούν τα νερά από την είσοδό τους στη λιμνοθάλασσα και στη συνέχεια βυθίζονται και πάλι κάτω από την επιφάνεια.
Το τεχνολογικό αυτό επίτευγμα, όμως, συνιστά παράλληλα και μελέτη περίπτωσης των παθογενειών του ιταλικού κράτους. Η υλοποίησή του έχει τις ρίζες της στη μεγάλη πλημμύρα του 1966, όταν το ύψος του νερού έφτασε τα 194 εκατοστά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1970, το Ιταλικό Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών προκήρυξε διαγωνισμό για την εξεύρεση λύσης. Τα πλωτά τείχη, η νικητήρια ιδέα, είναι ακριβώς η τεχνική που εφαρμόζεται σήμερα. Θεωρητικά, όμως, θα έπρεπε να έχουν υψωθεί δεκαετίες νωρίτερα. Η ιταλική κυβέρνηση υπέγραψε συμβόλαιο με μια κοινοπραξία εταιρειών το 1984 με την προοπτική το έργο να παραδοθεί το 1995. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε μόλις το 2003. Η νέα χρονολογία ολοκλήρωσης ήταν το 2011. Το 2010 μια επιτροπή ειδικών συζητούσε ακόμη το μέταλλο που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στους αρμούς. Στο γραφείο του Μαγίστρου των Υδάτων, γοητευτική αναγεννησιακή ορολογία για τον δημοτικό αξιωματούχο επί των δημοσίων έργων, έφταναν καταγγελίες για πρόσωπα που πίεζαν για την προώθηση της κατασκευής ανεξαρτήτως της ποιότητάς της. Το 2014 η Εισαγγελία της Βενετίας αποκάλυψε την ύπαρξη ενός δικτύου με σκοπό την υπερτιμολόγηση υλικών και τη διαφθορά εκείνων που θα διασφάλιζαν την απρόσκοπτη ροή του δημόσιου χρήματος. Συνελήφθησαν 35 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Μάγιστρος. Η χρηματοδότηση διακόπηκε ως το 2018, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου ήταν ήδη έτοιμο. Τον Νοέμβριο του 2019 μια ισχυρή θύελλα χτύπησε τη Βενετία ανεβάζοντας τη στάθμη των νερών κατά 187 εκατοστά – ως «πραγματικό τσουνάμι» το περιέγραφε στο «National Geographic» τον Ιούλιο του 2022 ο Μάρκο Μαλαφόντε που το έζησε εκείνη την ημέρα. Το 85% της πόλης πλημμύρισε, η πλατεία του Αγίου Μάρκου μετατράπηκε σε λίμνη, τουρίστες κατέφυγαν με τις βαλίτσες τους στη γέφυρα του Ριάλτο «σαν πρόσφυγες της κλιματικής κρίσης», σύμφωνα με τη δηκτική παρατήρηση των «New York Times». Στη διαφθορά και στην καθυστέρηση προστέθηκε και η αβελτηρία. Οπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, τα πλωτά τείχη θα μπορούσαν να είχαν υψωθεί αποτρέποντας την καταστροφή, κανείς όμως δεν είχε τη σαφή δικαιοδοσία να δώσει την απαραίτητη εντολή – και κανείς δεν τόλμησε να πάρει την πρωτοβουλία.
Εκτοτε, σε μια διαδικασία που θα είναι οικεία σε πολλούς και στην Ελλάδα, ο κρατικός μηχανισμός αποφάσισε βάσει της στερνής του γνώσης να κινητοποιηθεί εσπευσμένα αλλάζοντας τη διοικητική δομή και δημιουργώντας μια νέα ρυθμιστική αρχή με επικεφαλής την Ελιζαμπέτα Σπιτς. Με τη δική της πρωτοβουλία δοκιμές του «Μωυσή» (ομόηχο του ακρωνυμίου MOSE στα ιταλικά) για τον χωρισμό των υδάτων ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2020. Οι εποχές της πλημμυρίδας που ακολούθησαν απέδειξαν ότι τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ του κόστους δόθηκαν αν μη τι άλλο δίκαια. Ελαφρές υπερχειλίσεις που δεν ξεπερνούν το ύψος δυνατής καταιγίδας δεν δημιουργούν πρόβλημα στην πόλη. Ωστόσο, την επιτυχία συνοδεύει ένα ανησυχητικό στοιχείο. Οι προβλέψεις των ειδικών έκαναν λόγο για χρήση σε εξαιρετικές περιστάσεις ανόδου της στάθμης των νερών κατά περίπου ένα μέτρο ή πέντε φορές τον χρόνο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους. Στα δυόμισι χρόνια της πειραματικής λειτουργίας τους (το έργο υπολογίζεται να παραδοθεί επίσημα τον προσεχή Δεκέμβριο) τα πλωτά τείχη έχουν ανέβει 49 φορές. Αν δεν πρόκειται για εκδήλωση της πλανητικής υπερθέρμανσης, πρόκειται για πρόγευσή της.
Προσεχώς βάλτος ή «παράδεισος του Instagram»;
Στα τέλη Μαρτίου η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έδωσε στη δημοσιότητα μια έκθεση που προειδοποιούσε, ακόμη μία φορά, για την κρισιμότητα της δεκαετίας που διανύουμε. Ως προς την ίδια τη Βενετία, οι εκτιμήσεις της έκαναν λόγο για άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 70 εκατοστά ως τα τέλη του αιώνα, εφόσον το επίπεδο των εκπομπών άνθρακα παραμείνει υψηλό. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνθήκης θα είναι τα τείχη να είναι διαρκώς υψωμένα. Κάτι τέτοιο θα περιορίσει δραστικά την ανανέωση των υδάτων στην κλειστή λιμνοθάλασσα της πόλης. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Λουίτζι ντ’ Αλπάο έλεγε στους «New York Times» ότι η περιοχή θα μετατρεπόταν στον «βάλτο της Βενετίας». Κάποιοι άλλοι, όπως ο αρχιμηχανικός εμπνευστής του MOSE Αλμπέρτο Σκότι, θεωρούν ότι η συζήτηση για πιθανές εξελίξεις πενήντα ή εκατό χρόνια στο μέλλον είναι άτοπες: «Ποιος ξέρει πώς θα είναι η λιμνοθάλασσα ή οι τεχνολογίες μας;». Από την πλευρά του, ο δήμαρχος Λουίτζι Μπρουνάρο ζήτησε κονδύλια ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος δεκαετίας για την περαιτέρω ενίσχυση των υδατοστεγών συστημάτων. Τον περασμένο Νοέμβριο εγκαινιάστηκε ήδη μια σειρά γυάλινων φραγμάτων που προστατεύουν τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, η οποία βρίσκεται σε χαμηλότερο έδαφος. Το χαρακτηριστικό όμως της κλιματικής αλλαγής είναι οι εναλλαγές ακραίων συνθηκών. Στη διάρκεια του χειμώνα του 2022 η Ιταλία βίωσε μια παρατεταμένη ξηρασία εξαιτίας της οποίας το ύψος του χιονιού στις Αλπεις ήταν κατά 53% χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Ως αποτέλεσμα, τον Φεβρουάριο επικράτησε στη Βενετία το φαινόμενο «acqua bassa», της άμπωτης, με στεγνά κανάλια, που σύμφωνα με τον Κρις Λίβσεϊ του CBS επιβαρύνει εξίσου με τις πλημμύρες τα δομικά στοιχεία της πόλης, καθώς εκθέτει σε διάβρωση από το οξυγόνο το σύστημα των πυλώνων από ξύλο και πλίνθο πάνω στο οποίο είναι χτισμένη. Ενδειξη ότι ακόμη και αν διευθετηθεί το μείζον πρόβλημα, δεν υπάρχει εύκολη οδός διαφυγής από το αδιέξοδο της πλανητικής υπερθέρμανσης.
Στο μεταξύ, η συντήρηση των πλωτών τειχών της Βενετίας είναι ήδη αλμυρή. Εγγίζοντας τα 63 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, στα οποία πρέπει να προστεθούν οι 323.000 που στοιχίζει η κάθε ανύψωσή τους, θέτει ήδη ερωτήματα για το μέλλον. Ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Γούστερ της Μασαχουσέτης Φάμπιο Καρέρα έλεγε στον ιστότοπο του BBC τον Σεπτέμβριο του 2022 ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες θα ευνοούσαν ένα πιο μακρόχρονο σχέδιο, πιο περίπλοκο και εξίσου ακριβό ως αρχική επένδυση, το οποίο όμως θα εξασφάλιζε οριστική σωτηρία. Πρόκειται για το Delta Project (ή Delta Works), πνευματικό τέκνο του μηχανικού Γιόχαν φαν Βέεν, το οποίο δημιουργήθηκε στη Νοτιοδυτική Ολλανδία προκειμένου να την προστατέψει από την εισβολή των υδάτων της Βόρειας Θάλασσας. Με συνολικό μήκος 30 χλμ., 13 φράγματα, αναχώματα και υδατοφράκτες, το σύστημα αυτό είναι 18 φορές μεγαλύτερο από το MOSE. Στοίχισε επίσης 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ και χρειάστηκε τέσσερις δεκαετίες (από το 1954 ως το 1997) έως ότου ολοκληρωθεί. Ο Καρέρα, όμως, υποστηρίζει ότι μία εκδοχή του θα απάλλασσε για πάντα τη Βενετία από τον κίνδυνο. Αν η πρότασή του γίνεται αντικείμενο συζήτησης, έστω και θεωρητικής, αυτό συμβαίνει γιατί η φθορά δεν περιορίζεται στις εποχιακές καταστροφές. Ο Τζόζεφ Φέλαν στο άρθρο του για το BBC επισήμανε, για παράδειγμα, ότι το 60% των κτιρίων εκατέρωθεν του Μεγάλου Καναλιού έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές που εν μέρει οφείλονται στα κύματα των θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Η αντικατάσταση των παραδοσιακών vaporetti και των βενζινακάτων με ηλεκτροκίνητα υδροπτέρυγα θα μείωνε τη σπατάλη ενέργειας κατά 80% και θα απέτρεπε τη ζημιά από τους κυματισμούς, καθώς τα συγκεκριμένα σκάφη προξενούν ανυψώσεις νερού μόνο 5 εκατοστών αντί του 1 μέτρου των συμβατικών με το ίδιο μέγεθος. Δεν είναι λίγες οι παρόμοιες μικρότερου εύρους παρεμβάσεις που πρέπει να θεσπιστούν για να αντιστραφεί η σημερινή κατάσταση.
Υπάρχει επίσης ένα ερώτημα που ξεπερνά την αριθμητική: τι είδους πόλη θα είναι η Βενετία που θα διασωθεί; Στο απόγειό του, τον 16ο αιώνα, ο πληθυσμός της έφτανε τις 170.000. Η σταδιακή υποχώρηση του εμπορίου και της ισχύος της σήμανε και την αργή αλλά αδιάκοπη μείωσή του. Πλέον οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τις 55.000. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο την επισκέπτονται 5,5 εκατομμύρια τουρίστες – νούμερο αντίστοιχο της Μαδρίτης και κατά τι μικρότερο της Αθήνας (6,4 εκατομμύρια), αστικών συγκροτημάτων με πληθυσμό τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο. Πόλη-μουσείο ανέκαθεν, λόγω των πολιτισμικών θησαυρών της, η Βενετία τείνει να μετατραπεί κατά τους «New York Times» σε «παράδεισο του Instagram» ή θεματικό πάρκο. Για να επιβιώσει ως ζωντανός οργανισμός, όχι ως σκιά του εαυτού της, δεν αρκεί η μονοπώληση της προσφοράς εργασίας από την τουριστική βιομηχανία. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα υποδεικνύουν, κατά τον Φάμπιο Καρέρα, μια διέξοδο. Καθώς η πόλη βρίσκεται στην πρωτοπορία της χρήσης τεχνολογιών ενάντια στην κλιματική αλλαγή, θα όφειλε να επιδιώξει τη μετατροπή της σε κέντρο νεοφυών επιχειρήσεων με περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Θα ήταν ταιριαστό η γεωφυσική παραδοξότητα που υπήρξε το αίτιο της ακμής αλλά και της παρακμής της Βενετίας να συμβάλει σήμερα στην αναστήλωσή της.