Ηταν ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι του. Ο πατέρας του τού έφερε μία πυξίδα. Το μικρό παιδί, καθώς άρχισε να την εξετάζει, ξεκίνησε να τρέμει και να κρυώνει. Το γεγονός ότι η μαγνητική βελόνα συμπεριφερόταν σαν να την επηρέαζε ένα κρυμμένο πεδίο δυνάμεων και όχι κάποια μηχανική μέθοδος τού προκάλεσε ένα αίσθημα απορίας. «Πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύ κρυμμένο πίσω από τα πράγματα» σκέφτηκε. Και εκείνο το ανήσυχο παιδί, που άργησε να μιλάει και που έλεγε ψιθυριστά τις λέξεις προτού δοκιμάσει να τις πει φωναχτά, με αποτέλεσμα να του αποδοθεί χαρακτηρισμός «Der Depperte» (ο αργός) από την οικογένεια του, ήταν αποφασισμένο να ξεκλειδώσει τα μυστικά του Σύμπαντος.
Το παραπάνω περιστατικό περιγράφεται διεξοδικά στην πολυσέλιδη βιογραφία του σούπερ σταρ της Φυσικής Αλμπερτ Αϊνστάιν, η οποία μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός με την υπογραφή του δημοσιογράφου, ιστορικού και συγγραφέα Γουόλτερ Αϊζακσον, ο οποίος έχει ανασυνθέσει μεταξύ άλλων τις ζωές πεφωτισμένων προσωπικοτήτων όπως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Στιβ Τζομπς και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το βιβλίο με τίτλο «Albert Einstein – H βιογραφία μιας ιδιοφυΐας» περιγράφει κάθε πτυχή της προσωπικότητας του ανθρώπου με το «φωτοστέφανο των ηλεκτρισμένων μαλλιών» που έγινε σύμβολο της σοφίας.
Ο επιστήμονας
Η αναζήτησή του άρχισε το 1895, όταν σε ηλικία 16 ετών φαντάστηκε πώς θα ήταν να τρέχει δίπλα σε μια φωτεινή ακτίνα. Πέντε χρόνια αργότερα, ο λόρδος Κέλβιν, καταξιωμένος φυσικός, σε μια επίσημη διάλεξή του στη Βρετανική Εταιρεία για την Προαγωγή της Φυσικής διαβεβαίωνε τους ακροατές τους ότι «δεν απομένει τίποτε νέο να ανακαλυφθεί στη Φυσική πλέον». Ομως ο 26χρονος Αϊνστάιν, ένας άσημος υπάλληλος του Ελβετικού Γραφείου Ευρεσιτεχνιών, σκεφτόταν διαφορετικά. «Λοιπόν, τι σκαρώνεις, βρε παγωμένη φάλαινα, βρε καπνισμένο, ξεραμένο, κονσερβαρισμένο κομμάτι ψυχής…; Γιατί δεν μου έστειλες ακόμη τη διατριβή σου; (…) Σου υπόσχομαι τέσσερις εργασίες σε αντάλλαγμα». Η ανεπίσημη επιστολή του Αλμπερτ Αϊνστάιν προς τον φίλο του Κόνραντ Χάμπιχτ το 1905 ήταν το προανάκρουσμα της ριζικής επιστημονικής ανατροπής που σχεδίαζε. Πράγματι, του υποσχέθηκε τέσσερις εργασίες: η πρώτη αφορούσε την ακτινοβολία και τις ενεργειακές ιδιότητες του φωτός, η δεύτερη ήταν ένας προσδιορισμός των αληθινών μεγεθών των ατόμων, η τρίτη εξηγούσε την άτακτη κίνηση των μικροσκοπικών σωματιδίων σε ένα υγρό και η τέταρτη, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελούσε «απλώς ένα πρόχειρο προσχέδιο που αφορά την ηλεκτροδυναμική των κινούμενων σωμάτων και χρησιμοποιεί μια τροποποίηση της Θεωρίας του Χώρου και του Χρόνου». Και αυτό το προσχέδιο τελικά αποκαθήλωσε τη νευτώνεια Φυσική δίνοντας μια δραστικά αναμορφωμένη όψη του Σύμπαντος, πρώτα με την Ειδική και δέκα χρόνια αργότερα, το 1915, με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας. Αυτό που ξέχασε να γράψει στον φίλο του, γιατί δεν το είχε σκεφτεί ακόμη, ήταν ότι εκείνη τη χρονιά θα έγραφε και μια πέμπτη εργασία, ένα σύντομο συμπλήρωμα στην τέταρτη, όπου θα διατύπωνε ίσως την κομψότερη εξίσωση της επιστήμης (E=mc2), τόσο σύντομη ώστε να μοιάζει φτιαγμένη για να αγκαλιαστεί από την pop κουλτούρα και να γίνει logo σε βαμβακερά Τ-shirt και κούπες του καφέ.
Οπως γράφει ο ιστορικός της επιστήμης Ντέιβιντ Κάσιντι, η σκέψη του Αϊνστάιν συμβολίζει σήμερα περισσότερο τη δυνατότητα της ριζικής αναθεώρησης των ιδεών μας, όπως και της συνειδητοποίησης ότι το Σύμπαν υπακούει όχι στην ωρολογιακή, μηχανική ακρίβεια του Νεύτωνα, αλλά στην παράδοξη, εκ πρώτης όψεως, σύλληψη ενός τετρασδιάστατου καμπυλωμένου χωροχρόνου. Ο Αϊνστάιν έτσι πέρασε στο Πάνθεον πλάι στους Αριστοτέλη, Γαλιλαίο και Νεύτωνα, με τη θεωρία του να επαληθεύεται θεωρητικά όταν οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια μια έκλειψης το 1919 επιβεβαίωσαν την πρόβλεψή του για τον βαθμό στον οποίο η βαρύτητα καμπυλώνει το φως. Οπως περιγράφει ο Γουόλτερ Αϊζακσον στο βιβλίο, «γιόρτασε το νέο αγοράζοντας ένα καινούργιο βιολί. Ωστόσο, καταλάβαινε τον ιστορικό αντίκτυπο της ανακοίνωσης ότι οι νόμοι του σερ Ισαάκ Νεύτωνα δεν ίσχυαν πλέον πλήρως για όλες τις πλευρές του Σύμπαντος. «Νεύτωνα, συγχώρησέ με» έγραψε. «Βρήκες τον μοναδικό τρόπο που ήταν δυνατός στην εποχή σου για έναν άνθρωπο με τις υψηλότερες ικανότητες σκέψης και δημιουργικής δύναμης»».
Η επιβεβαίωση αυτή τον έχρισε σούπερ σταρ και είναι περίεργο ότι η θεωρία της σχετικότητας, παρότι δυσνόητη (παραμορφωμένος χώρος, καμπύλωση των ακτίνων του φωτός, δεν υπάρχει απόλυτος χώρος και χρόνος), έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα στις τάξεις των μορφωμένων ανθρώπων, οι οποίοι μελετούσαν ενθουσιωδώς εκλαϊκευμένες περιγραφές της. Οταν ένας δημοσιογράφος τού ζήτησε να τη χωρέσει σε μία πρόταση, εκείνος απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή προσπαθώ να την κάνω να χωρέσει σε ένα βιβλίο και αυτός θέλει να τη χωρέσω σε μια πρόταση». Και να σκεφτεί κανείς ότι κέρδισε το Νομπέλ το 1921 όχι για αυτό το magnum opus του αλλά «για τις υπηρεσίες του στη θεωρητική Φυσική και ιδιαίτερα για την ανακάλυψη του νόμου του φωτοηλεκτρικού φαινόμενου», καθώς η συντηρητική Ακαδημία θεωρούσε τότε τη θεωρία της σχετικότητας ακόμη αμφιλεγόμενη.
Ο άνθρωπος
Το «πρόσωπο του αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε το «Time» το 1999, γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1879, στην Ουλμ επί Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του, Χέρμαν και Παουλίνε, ήταν Εβραίοι, αλλά εντελώς «άθρησκοι», καθώς δεν τελούσαν τις εβραϊκές τελετουργίες. Οταν ο Αϊνστάιν ήταν ενός έτους, μετακόμισαν στο Μόναχο, όπου ο αδελφός του πατέρα του είχε ανοίξει μια εταιρεία εξοπλισμού φωταερίου και ηλεκτρισμού. Το 1881 ήρθε στη ζωή και η αγαπημένη αδελφή του Μάγια. Οταν του την έδειξαν για πρώτη φορά τον έκαναν να πιστέψει ότι ήταν κάτι σαν υπέροχο παιχνίδι. «Ναι, αλλά πού είναι οι ρόδες;» ρώτησε εκείνος.
Οπως σημειώνει ο Αϊζακσον, παιδιόθεν χαρακτηριζόταν «από μια αναιδή, επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, που έκανε έναν από τους δασκάλους του να τον στείλει σπίτι του και έναν άλλον να μείνει στην Ιστορία με τη δήλωσή του ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα στη ζωή του». Εκείνος ο αυθάδης μαθητής τελικά όχι μόνο καθόρισε τον 20ό αιώνα αλλά και το μέλλον. Αυτά τα χαρακτηριστικά του πάντως δημιούργησαν έναν αστικό μύθο ανάγοντας τον Αϊνστάιν σε προστάτη των απανταχού κακών μαθητών, κάτι που πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Οπως έχει δηλώσει και ο ίδιος: «Πριν από τα 15 είχα μάθει διαφορικό και ολοκληρωτικό λογισμό». Βέβαια είχε και μία ακόμη μεγάλη αγάπη: το βιολί.
Το 1894 η οικογενειακή επιχείρηση χρεοκόπησε και οι γονείς του μετακόμισαν στη Βόρεια Ιταλία. Και ενώ αρχικά εκείνος παρέμεινε στο Μόναχο για να συνεχίσει το σχολείο, η περιφρόνησή του για το αυταρχικό σχολικό σύστημα και τη μιλιταριστική ατμόσφαιρα της Γερμανίας τον έκανε να ταξιδέψει και αυτός στην Ιταλία πληροφορώντας τον πατέρα του ότι θα μελετήσει μόνος του για να μπει στο τεχνικό κολέγιο στη Ζυρίχη καθώς και για την απόφασή του να αποποιηθεί τη γερμανική υπηκοότητα, όπως και έπραξε. Την πρώτη φορά απέτυχε να περάσει τις εξετάσεις – άλλωστε ήταν μόλις 15 ετών. Τελικά τον Οκτώβριο του 1896 εγγράφηκε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Δεν ήταν τυπικό δείγμα φοιτητή. Αυθάδης, συχνά απουσίαζε από τα μαθήματα, θεωρούσε πολλές φορές τις διαλέξεις ξεπερασμένες και μελετούσε με την παρέα του τις πιο πρόσφατες θεωρίες. Μάλιστα κόπηκε στο μάθημα «Πειράματα Φυσικής», ενώ προκάλεσε και έκρηξη στο εργαστήριο, με αποτέλεσμα να πάει στην κλινική για ράμματα.
Ερωτευμένος Αϊνστάιν
Στα φοιτητικά του χρόνια γνώρισε και τον παθιασμένο έρωτα της ζωής του, τη σερβικής καταγωγής Μιλέβα Μάριτς, τη μοναδική φοιτήτρια στο τμήμα του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης. Τρία χρόνια μεγαλύτερη από εκείνον, δεν ξεχώριζε για την ομορφιά της, κούτσαινε και ήταν επιρρεπής σε κρίσης φυματίωσης και κατάθλιψης. Ομως εκείνος θα έβρισκε ελκυστικό το πάθος της για τα μαθηματικά, τη μελαγχολική και μποέμικη ψυχή της και παρά τις έντονες αντιρρήσεις της οικογένειάς του ήταν προσκολλημένος σε εκείνη. Ο Αϊζακσον γράφει χαρακτηριστικά: «Με το πέρασμα του χρόνου θα γινόταν μούσα, σύντροφος, ερωμένη, σύζυγός, κακός δαίμονας και εχθρός του Αϊνστάιν και θα δημιουργούσε στη ζωή του ένα συναισθηματικό πεδίο ισχυρότερο οποιουδήποτε άλλου. Εναλλάξ θα τον προσέλκυε και θα τον απωθούσε με μια δύναμη τόσο ισχυρή, ώστε ένας απλός επιστήμονας σαν αυτόν δεν μπορούσε ποτέ να την καταλάβει».
Την ίδια εποχή, το 1900, τελείωσε το Πολυτεχνείο με βαθμολογία 4,9 με άριστα το 6, σχεδόν με τον χειρότερο βαθμό στην τάξη του, και κατάφερε να γίνει ο μόνος απόφοιτος από το συγκεκριμένο τμήμα που δεν βρήκε δουλειά παρά τις ικετευτικές επιστολές που απέστειλε προς πολλά πανεπιστήμια. Για την ακρίβεια, χρειάστηκε να περάσει διάστημα εννέα ετών από την αποφοίτηση του, καθώς και τέσσερα χρόνια από το θαυμαστό έτος του 1905 που ο ίδιος έφερε την επανάσταση στη Φυσική, προτού του προσφέρουν μια θέση αναπληρωτή καθηγητή.
Το 1901 η Μάριτς έμεινε έγκυος. Δεν είχαν παντρευτεί, ενώ η ίδια δεν είχε καταφέρει να αποφοιτήσει από το Πολυτεχνείο. Το 1902 έφερε στη ζωή ένα κορίτσι, τη Λίζερλ. Κατά πάσα πιθανότητα δόθηκε για υιοθεσία και μπορεί να πέθανε από οστρακιά το 1903. Ο Αϊνστάιν δεν μίλησε ποτέ δημόσια για αυτό το παιδί, ούτε αναγνώρισε την ύπαρξή του. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτήν σε καμία αλληλογραφία, με εξαίρεση κάποια γράμματα τα οποία ήταν κρυμμένα μέχρι το 1986.
Τελικά ο Αϊνστάιν μετά κόπων και βασάνων κατάφερε να εξασφαλίσει μία θέση εξεταστή στο Ελβετικό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών με έδρα τη Βέρνη. Εκεί πέρασε την πιο δημιουργική επταετία της ζωής του και έγραψε τις περίφημες εργασίες του που άλλαξαν προσανατολισμό στη Φυσική. Το 1903, σε μια λιτή πολιτική τελετή παντρεύτηκε τη Μάριτς και έναν χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο πρώτος γιος τους, ο Χανς Αλμπερτ Αϊνστάιν. Το 1910 ήρθε στον κόσμο και ο δεύτερος, ο Εντουαρντ, ένα παιδί με καλλιτεχνικές τάσεις που τελικά υπέκυψε στους δαίμονες της σχιζοφρένειας λίγο μετά την ηλικία των 20, παραμένοντας έγκλειστος σε κλινική στην Ελβετία σχεδόν για την υπόλοιπη ζωή του.
Μετά το θαυμαστό έτος 1905 το άστρο του Αϊνστάιν ανέτειλε, με τον ίδιο να κλονίζει πεποιθήσεις και βεβαιότητες αιώνων. Η μετέπειτα ακαδημαϊκή πορεία του ήταν μια θριαμβευτική αναγνώριση των επιτευγμάτων του: αρχικά Ζυρίχη και Πράγα, για να παραμείνει σχεδόν 20 χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προτού εγκαταλείψει τη χιτλερική Γερμανία το 1933, κλείνοντας την καριέρα του στην Αμερική, στο ονομαστό Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον.
Ο γάμος του με τη Μάριτς κλονίστηκε. Ο Αϊνστάιν ερωτεύτηκε την εξαδέλφη του Ελζα, μια γυναίκα διαφορετική από την εξωτική διανοούμενη Μάριτς, μια γυναίκα που μπορούσε να προσφέρει οικογενειακή θαλπωρή και φροντίδα. Με την πρώτη σύζυγό του μπήκαν σε μια διένεξη που κράτησε χρόνια. Τελικά η Μάριτς, ιδιαίτερα πικραμένη, άλλωστε η ίδια από τα πρώτα χρόνια είχε λειτουργήσει ως δοκιμαστικό ακροατήριο για τις ιδέες του και τον βοήθησε να ελέγξει τα μαθηματικά στις εργασίες του – σύμφωνα με κάποιους μελετητές η ίδια μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και ισότιμη συνεργάτιδα -, πείστηκε να του δώσει διαζύγιο όταν εκείνος της υποσχέθηκε ότι όταν θα κέρδιζε το βραβείο Νομπέλ θα της παραχωρούσε τα χρήματα. Ετσι και έγινε. Τελικώς, τον Ιούνιο του 1919 ο Αϊνστάιν μετά το διαζύγιο παντρεύτηκε την Ελζα. Δεν στάθηκε πιστός ούτε σε εκείνη. Αν και απέφευγε την εμπλοκή των δεσμεύσεων, μερικές φορές παρασυρόταν από παθιασμένες έλξεις, με την Ελζα να κάνει τα στραβά μάτια, απολαμβάνοντας τη θέση της συζύγου του πιο διάσημου επιστήμονα του κόσμου. Γιατί πέρα από ιδιοφυΐα ο ίδιος υπήρξε ένας αντισυμβατικός σούπερ σταρ που έκανε τα πλήθη να παραληρούν, που ήξερε να δίνει προβοκατόρικες απαντήσεις στους δημοσιογράφους και που εμφανίστηκε φορώντας επίσημο ένδυμα μαζί με την Ελζα στην πρεμιέρα της ταινίας «Τα φώτα της πόλης» δίπλα στο Τσάρλι Τσάπλιν, με τον ηθοποιό να κάνει το αξέχαστο σχόλιο: «Εμένα με ζητωκραυγάζουν επειδή με καταλαβαίνουν όλοι, κι εσάς επειδή δεν σας καταλαβαίνει κανείς».
Το τέλος
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αναζητώντας μια πληρέστερη εξήγηση του Σύμπαντος – μια ενοποιημένη θεωρία πεδίου που θα συνέδεε τον ηλεκτρισμό, τον μαγνητισμό, τη βαρύτητα και την κβαντομηχανική, την οποία πάντα επέκρινε ως ελλιπή. Η προσπάθειά του τελείωσε το 1955 με τον θάνατό του. Μερικά χρόνια νωρίτερα μια διερευνητική εγχείρηση αποκάλυψε ένα ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής που οι γιατροί αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να χειρουργήσουν. Τον Απρίλιο του 1955 κατέρρευσε. Μια ιατρική ομάδα τού σύστησε έναν χειρουργό που ίσως μπορούσε να επιδιορθώσει την αορτή. Αρνήθηκε. «Είναι κακόγουστο να παρατείνεις τεχνητά τη ζωή». «Εκανα αυτά που μου αναλογούσαν, είναι ώρα να φύγω. Και θα φύγω με αξιοπρέπεια».
Στις 18 Απριλίου του 1955, έπειτα από ολιγοήμερη νοσηλεία, μια νοσοκόμα τον άκουσε να λέει μερικές λέξεις στα γερμανικά. Δεν μπόρεσε να τις καταλάβει. Το ανεύρυσμα είχε σπάσει και ο Αϊνστάιν άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 76 ετών. Δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχαν 12 σελίδες πυκνογραμμένων εξισώσεων. Ηταν η τελευταία του προσπάθεια αποκρυπτογραφήσει το Σύμπαν.