«Πώς θα το βρούμε άραγε σήμερα; Είμαι περίεργος να δω πώς το άφησαν οι χθεσινοί επισκέπτες» σχεδόν μονολογεί ο Ανδρέας Αγγελιδάκης λίγο προτού ξεκινήσει η ξενάγησή μας στο έργο του με τίτλο «Center for the Critical Appreciation of Antiquity» (Κέντρο για την Κριτική Εκτίμηση της Αρχαιότητας) που φιλοξενούνταν μέχρι τις 30 Οκτωβρίου στο Espace Niemeyer στο Παρίσι, έναν χώρο σε ένα από τα πιο εμβληματικά οικοδομήματα του βραζιλιάνου αρχιτέκτονα Οσκαρ Νιμάγερ (1907-2012).
Ο έλληνας καλλιτέχνης για την πρώτη του ατομική έκθεση στην Πόλη του Φωτός είχε δημιουργήσει μια εγκατάσταση, τη μεγαλύτερή του μέχρι στιγμής, την οποία ο κάθε επισκέπτης καλούνταν να κάνει δική του. Μπορούσε να μετακινήσει ό,τι ήθελε, να καθίσει επάνω στα «έπιπλα», να εξερευνήσει αυτά που έβλεπε στον χώρο, να παρακολουθήσει το βίντεο που προβαλλόταν, να διαλογιστεί ή να μην κάνει απολύτως τίποτε και απλώς να ακούει τη διασκευή από τον Κλάους Νόμι του κλασικού 80s τραγουδιού της Ντόνα Σάμερ «I Feel Love», το οποίο έπαιζε σε λούπα, σχεδόν σαν mantra.
«Αυτό που έκανα», μας εξηγεί, «είναι μια επανεκσκαφή του παρελθόντος για να γίνει αναδιοργανώσιμο. Εχω φτιάξει μαλακά έπιπλα τα οποία μπορούμε να τακτοποιήσουμε ξανά, σε άλλη σειρά. Να δούμε ιστορίες από το παρελθόν, οι οποίες λέγονταν με έναν τρόπο, αλλά που ίσως να ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές. Αυτό είναι το κομμάτι της κριτικής εκτίμησης που αναφέρεται στον τίτλο. Και η κριτική μας έχει να κάνει με το πού πραγματικά βρισκόμαστε εμείς μέσα στον κόσμο, με συμπεριφορές συνείδησης με τις οποίες πειραματίστηκα. Το γεγονός ότι άφησα τους επισκέπτες να παρέμβουν στην εγκατάσταση είναι ένα είδος πειράματος της συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι αρχικά φοβούνται να πειράξουν κάτι και μετά συνειδητοποιούν ότι μπορούν και συμπεριφέρονται όπως δεν θα έκαναν ποτέ σε ένα μουσείο. Είναι, λοιπόν, μια καθηλωτική εγκατάσταση όπου υπάρχουν πολλά πράγματα να ανακαλύψει κανείς, αλλά μπορεί και απλώς να χαλαρώσει και να μην ανακαλύψει τίποτα».
Ολο αυτό το πείραμα, φυσικά, ξεκίνησε από τον ίδιο του τον εαυτό. Τον επαναπροσδιορισμό όλων όσα είχε μάθει από την παιδική του ηλικία, την αναζήτηση του εσωτερικού του κόσμου, μέχρι και τις αναζητήσεις του στο Διαδίκτυο και στο Google. Οπως είπε και στην εισαγωγή του κατά την παρουσίαση του έργου ο Ντενί Περνέ, ο art curator της Audemars Piguet, του ελβετικού οίκου κατασκευής πολυτελών ρολογιών που έκανε την ανάθεση στον Αγγελιδάκη στο πλαίσιο της Paris+ Par Art Basel που πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα: «Είναι ένα έργο που μας καλεί να δούμε διαφορετικά τον εαυτό μας και την αντίληψή μας για τον κόσμο και την Ελλάδα. Και για τον Ανδρέα, ως έναν καλλιτέχνη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και τώρα εργάζεται στην Αθήνα, είναι ένας τρόπος να αναλογιστεί τη δική του ζωή σε σχέση με τη χώρα και την κουλτούρα του. Η εγκατάσταση παίρνει τη μορφή ενός χώρου ανασκαφής, επίσης ενός εργοταξίου και ενός night club».
Ο στυλίτης μοναχός
Στο επίκεντρο του όλου έργου τοποθετείται ο αρχαιοελληνικός κίονας, ο οποίος σύμφωνα με τον καλλιτέχνη είναι το απόλυτο σύμβολο, σχεδόν το logo, της χώρας μας: «Χρησιμοποιείται παντού, από τα κυβερνητικά κτίρια μέχρι τα σουβλατζίδικα του Μονάχου. Καλύπτει πραγματικά όλη την πολιτιστική γκάμα. Είναι το μόνο «λογότυπο» που λέει αμέσως «Ελλάδα»». Εχοντας και την ιδιότητα του αρχιτέκτονα – αυτό ήταν το αντικείμενο των σπουδών του -, άρχισε να τον ενδιαφέρει πολύ ο κίονας και αφετηρία των αναζητήσεών του ήταν ο ναός του Δία. Στην έρευνά του ανακάλυψε μια ιστορία για μια μικρή «κατασκευή» που υπήρχε στην κορυφή το ναού και γκρεμίστηκε. Λέγεται ότι εκεί ζούσε επί 20 χρόνια και διαλογιζόταν ένας στυλίτης μοναχός – από το 1810. Κάτι που δεν βόλευε το μετέπειτα αφήγημα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους και γι’ αυτό γκρεμίστηκε η καλύβα και σβήστηκε η ιστορία.
«Με ιντρίγκαρε», μας λέει ο καλλιτέχνης, «το γεγονός ότι έπρεπε να το αφαιρέσουν αυτό από την ιστορία. Μετά άρχισα να σκέπτομαι αν θα μπορούσε κανείς να κάνει διαλογισμό για 20 χρόνια και συνειδητοποίησα ότι κατά τη διάρκεια της COVID-19 έκανα ακριβώς αυτό. Είχα μια εφαρμογή διαλογισμού, μια εφαρμογή χαλάρωσης, και προσπαθούσα να παραμείνω πνευματικά υγιής. Ετσι, κατά κάποιον τρόπο μού ήρθε η ιδέα ότι όλοι γίναμε απομονωμένοι μοναχοί αναζητώντας διαφυγή ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια των lockdowns».
Η ψηφιακή ταυτότητά μας
Ενα από τα πιο επιβλητικά σημεία της εγκατάστασης είναι η τεράστια οθόνη όπου προβάλλεται το βίντεο του καλλιτέχνη. Εκεί βλέπει κανείς όλα όσα ψάχνει στο Διαδίκτυο, τις επιλογές του και όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να βρούμε τον εαυτό μας: «Ο αλγόριθμος σου λέει ποιος είσαι. Αν ψάχνεις συνεχώς βίντεο με γατάκια, θα σου βγάζει αυτά ως επιλογές. Δούλεψα πολύ με διαδικτυακές κοινότητες. Ακόμη και το γεγονός ότι τα έπιπλα που έφτιαξα για την εγκατάσταση είναι μαλακά παραπέμπει λίγο και στο software, αλλά και στα videogames που έπαιζα, όπως το «Minecraft». Δημιούργησα αντικείμενα σχεδόν ψηφιακά, ελαφριά και εύκολα στη μετακίνηση. Σαν να μπορούσα να τα μετακινώ με ένα κλικ. Ηθελα να θολώσω τα όρια μεταξύ ψηφιακού και φυσικού».
Φεύγοντας σκεφτόμουν το πώς αφήσαμε εμείς τον χώρο για τους επόμενους επισκέπτες. Τι θα περάσει από το μυαλό τους για τον ψηλό θρόνο με τα σκαλιά που φτιάξαμε για να μπορέσουμε να ανεβούμε και να δούμε την εγκατάσταση από ψηλά. Για το μικρό σαλόνι που δημιουργήσαμε αφού μαζέψαμε όλα τα «καθίσματα» σε έναν κύκλο για να συζητήσουμε μεταξύ μας αυτά που είδαμε. Και πιο πολύ για τα πολλά, αναπαυτικά αυτοσχέδια κρεβάτια όπου ξαπλώσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε πριν από την εξόρμησή μας στο Παρίσι. Ελπίζω να τους άρεσε η δική μας «Αθήνα».