Πριν από δύο χρόνια ο δήµαρχος Αθηναίων Γιώργος Καµίνης είχε αποσύρει κάποια γλυπτά από τους δρόµους για να τα γλιτώσει από τους βανδαλισµούς. Είχε ζητήσει και τη λήψη µέτρων: «Υπάρχει ή όχι σχέδιο της Αστυνοµίας για την καλπάζουσα παραβατικότητα;» αναρωτιόταν. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, βρίσκεται γύρω µας, όπου κοιτάξουµε: Η παραβατικότητα δεν απασχολεί τους κυβερνώντες. Δεν θα φτάσω στο ακραίο σηµείο να θεωρήσω, όπως έχω ακούσει να λένε, πως τους βολεύει, γι’ αυτό την υποθάλπουν, είµαι όµως βέβαιος πως η αντιµετώπισή της δεν περιλαµβάνεται στην ατζέντα τους. Γίνεται εµφανές και από την ανοχή µε την οποία αντιµετωπίζουν το ηλεκτρονικό εισιτήριο: Οι µπάρες στη Βικτώρια και αλλού παραµένουν ανοιχτές. Πρώτη φορά βλέπω κράτος να διευκολύνει τόσο τους παραβάτες. Το αυτό παρατηρώ στους δρόµους όπου, δίπλα στις οµάδες αστυνοµικών που πίνουν καφέ και χαζεύουν στα κινητά τους, µηχανάκια και ποδήλατα τρέχουν αντίθετα στο ρεύµα, αυτοκίνητα παραβιάζουν τους σηµατοδότες. Η σωστή κυκλοφοριακή αγωγή δεν ήταν ποτέ το φόρτε µας, τελευταίως όµως το παρακάναµε. Πήραµε είδηση πως δεν ασχολείται κανένας και εκδηλώνουµε τον χειρότερο εαυτό µας. Στους δρόµους ασύδοτοι οδηγοί, στα ασυντήρητα πεζοδρόµια η κόπρος του Αυγεία. Γινόµαστε όλοι καθηµερινά αυτόπτες µάρτυρες της παρακµής. Μιας παρακµής επιδεινούµενης και τόσο δραµατικής που δεν δικαιολογεί την αδράνειά µας.
Συμφωνώ, δεν πρέπει να κόβονται οι συντάξεις και οι μισθοί, δεν πρέπει να παίρνουν τα σπίτια των ανθρώπων που χρωστάνε, δεν πρέπει να υπερφορολογούμαστε. Ομως, δεν μπορεί μοναδική πηγή αγωνίας να είναι το πορτοφόλι μας, υπάρχει και μια πόλη (μιλάω για την Αθήνα, αλλά γνωρίζω πως και αλλού αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα) για την οποία πρέπει επίσης να νοιαστούμε, να διαμαρτυρηθούμε, να αντιδράσουμε. Υπάρχει και μια κοινωνία που πρέπει να την κοιτάξουμε και να τη φροντίσουμε ώστε να λειτουργεί σωστά. Από τους δρόμους γύρω από την Ομόνοια που σου δίνουν την εντύπωση πως ζεις στο Ισλαμαμπάντ και τα γεμάτα γκραφίτι ιστορικά σπίτια της Πλάκας ως την «Αθηναϊκή Ριβιέρα» που σε αρκετά σημεία της παραπέμπει σε χωματερή, σε εκβολή βόθρου στη θάλασσα, η Αθήνα πεθαίνει. Παρασύροντάς μας, εμάς που είχαμε γνωρίσει μια καλύτερη πόλη, σε μια κοινωνική Κόλαση που όμοιά της δεν έχουμε ξαναζήσει. Και τα βάθρα των αγαλμάτων που αποσύραμε για να μην τα σπάνε παραμένουν κενά. Και τα παλιά σπίτια τα καλύπτουμε με υφάσματα και τα αφήνουμε να «ξεψυχήσουν» κρυμμένα από τα μάτια μας. Σκεπάζουμε, εγκαταλείπουμε και βανδαλίζουμε οτιδήποτε ωραίο. Τελειώνουμε την πόλη μας και τελειώνουμε μαζί της, καταδικασμένοι να ζήσουμε στο μίζερο περιβάλλον που δημιουργούμε.
ΥΓ.: Οταν μιλάω για Ισλαμαμπάντ, δεν αναφέρομαι στη σύνθεση του πληθυσμού, αλλά στην πηχτή αίσθηση εξαθλίωσης, αποτέλεσμα των πολιτικών που δεν εφαρμόστηκαν τόσο στο θέμα της υποδοχής όσο και στο ζήτημα της σωστής ενσωμάτωσης μεταναστών και προσφύγων.