Για κάποιους δεν ήταν παρά «ένας αναλφάβητος έλληνας χωριάτης». Για κάποιους άλλους «μια μεγαλοφυΐα στη δουλειά του». Το όνομα του Αλέξανδρου Πανταζή, μεγιστάνα των απαρχών του αμερικανικού κινηματογράφου, μπορεί να επιζεί σήμερα μόνο στη μαρκίζα του Hollywood Pantages, σπάνιας πολυτέλειας αίθουσας 2.700 θεατών που το 1954 φιλοξένησε την 26η τελετή των βραβείων Οσκαρ, τη δεκαετία όμως του 1920 αναγνωριζόταν ως ένα από τα ισχυρότερα της βιομηχανίας. Ξεκινώντας από την Ανδρο, όπου γεννήθηκε το 1864, το 1867, το 1870 ή το 1875, ο Πανταζής επρόκειτο να κατακτήσει περίβλεπτη θέση στον χώρο της έβδομης τέχνης ως ιδιοκτήτης 78 κινηματογράφων στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, όπως αφηγείται ο Τάσος Λαγός, καθηγητής Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στη βιογραφία του με τίτλο «American Zeus: The Life of Alexander Pantages, Theater Mogul» (εκδ. McFarland) που εκδόθηκε πρόσφατα. Οντας ο μεγαλύτερος αιθουσάρχης εκτός των κορυφαίων στούντιο της εποχής, προοριζόταν να συναναστραφεί πλούσιους και ισχυρούς, να προσελκύσει τον θαυμασμό και τον φθόνο, να καταδικαστεί και να αθωωθεί για ένα σκάνδαλο που συντάραξε το Χόλιγουντ και αγνοείται πια μόνο και μόνο γιατί συνέπεσε με την καταστροφική οικονομική κρίση του 1929.
Για τα παιδικά του χρόνια ο Αλέξανδρος Πανταζής δεν μιλούσε. Οι φτωχικές καταβολές της οικογενείας του στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα ώθησαν τον παντοπώλη πατέρα του να αναπτύξει κάποιες εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο όπου ταξίδευε με τον γιο του. Σύμφωνα με άλλες πηγές, που επίσης παραθέτει ο Τάσος Λαγός, ο εννιάχρονος Αλέξανδρος στάλθηκε να μαθητεύσει στον μεγαλύτερο αδελφό του, καπνοπώλη στο Κάιρο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο μικρός διέφυγε από τους οικείους του, «κολύμπησε μέχρι ένα γαλλικό ατμόπλοιο και προσελήφθη ως καμαρότος». Λίγο αργότερα θα δούλευε στην πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια διάνοιξης της Διώρυγας του Παναμά από τον γάλλο μηχανικό Φερντινάντ Λεσέψ, αρχιτέκτονα της επιτυχίας του Σουέζ. Λαντζέρης, σερβιτόρος, ταξιθέτης, ίσως διακινητής οπίου στο Σαν Φρανσίσκο, αναζητούσε μια πηγή γρήγορου χρήματος. Τη βρήκε στον «πυρετό του χρυσού» του Κλοντάικ στον Βορειοδυτικό Καναδά το 1897. Αν για τους άλλους η κοιλάδα του ποταμού Γιούκον αποδείχθηκε Ελντοράντο, για τον ίδιο χρυσοφόροι ήταν οι άνθρωποι, όχι ο τόπος. «Ανακάλυψα ότι έβγαζε κανείς περισσότερα χρήματα δίνοντας στους χρυσοθήρες αυτό που ήθελαν παρά ανταγωνιζόμενός τους στη χρυσοθηρία» έλεγε αργότερα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος