Η ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών που συγκλόνισε τις καρδιές όλων μας και γέμισε με πόνο και οδύνη τον λαό μας, πραγματικά όπως τόνισε ευθύβολα ο Σεπτός Προκαθήμενος της καθ’ Ελλάδα Αγιωτάτης Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος Β’, μετέφερε το κλίμα της Μ. Παρασκευής πολύ ενωρίτερα.

Στεκόμαστε με πολλή αγάπη μπροστά στα θύματα του δυστυχήματος και αγκαλιάζουμε τις οικογένειές τους με όλη μας την καρδιά. Το τραγικό αυτό γεγονός δηλώνει με τρόπο φρικτό ότι ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου είναι ο θάνατος και απάντηση στον θάνατο δίνει μόνο η Ανάσταση!

Το Κύριο θέμα, η κύρια πτυχή της Αναστάσεως, της εορτής του Πάσχα, είναι η ελευθερία. Είναι η διάβαση, το πέρασμα από τη δουλεία στην ελευθερία, στην ελπιδοφόρα και εσχατολογική προοπτική της. Η Ανάσταση – διά του Σταυρού – έδωσε στον άνθρωπο μία καινούργια, την αληθινή και απεριόριστη σημασία του – τού ξαναχάρισε την αιωνιότητά του – και δώρισε μια καινούργια, κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας, ενατένιση του κόσμου, της ελπίδας και του μέλλοντός του. Μ’ αυτή την προοπτική πρέπει να δούμε την ελευθερία της Αναστάσεως που νοείται, και είναι, πάνω και πέρα από την αυθαιρεσία, η οποία καταντά απεριόριστος δεσποτισμός, από τις ατομικές ελευθερίες, οι οποίες καταντούν στον εγωκεντρισμό και στην αντικοινωνικότητα, από τη μονομερή ή εξωτερική πολιτική ελευθερία, η οποία καταντά σύστημα εξουσίας ή τυραννία.

Ο άνθρωπος της χριστιανικής εποχής, που αρχίζει με την Ανάσταση, η οποία αποκαθιστά την πληρότητα του νοήματος του κόσμου, της ιστορίας και του ανθρώπου, αποκτά μία ευρύτερη και σημαντικότερη έννοια της ελευθερίας, όταν η Ανάσταση είναι η ίδια η ζωή, ώστε ο άνθρωπος να μη φοβάται πια μπροστά στο απεριόριστο περιεχόμενο της ζωής. Ακριβώς η Ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς είναι εκείνη που ανοίγει μπροστά στον άνθρωπο τις προοπτικές, τον εισάγει στην κατεξοχήν ελευθερία που είναι το «μεγάλο μυστήριο στη καρδιά του όντος», η καταξίωση του ανθρώπου, η ποιότητα της ζωής.

Δεν μπορούμε να είμαστε άνθρωποι – χριστιανοί – χωρίς την υπέρβαση του εαυτού μας και του ατομισμού μας, την υπέρβαση των ορίων των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μας, εκείνων που συνήθως αποκαλούμε λογικά, θετικά, ασφαλή, σχετικά, αυτονόητα και αυτόνομα. Η Ανάσταση μάς μαθαίνει τις υπερβάσεις – τα ξεσπάσματα αυτών των κλειστών οριζοντίων επιπέδων – της κυκλικής στατικής αντιλήψεως της ζωής και συγχρόνως μάς ανοίγει στις προσωπικές, δηλαδή στις πραγματικές και άπειρες δυνατότητες του ανθρώπου, εκείνου βέβαια που με το Βάπτισμα στον θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού έχει ενωθεί με Αυτόν και την Εκκλησία του.

Η Ανάσταση ανοίγει ρωγμές σε όλα τα όριά μας και στους κύκλους μας, στις εικόνες και στους μύθους μας, στους ανθρώπινους ορισμούς και περιορισμούς, και γίνεται η οδός της επιστροφής και η είσοδός μας στον μεταμορφωμένο κόσμο του Θεού, όπου κοινωνούμε τη θεανθρώπινη πληρότητα και θεωρούμε θεανθρώπινα όλη την πραγματικότητα. Η Ανάσταση (το Πάσχα) εκφράζεται με τις έννοιες «υπέρβαση» και «διάβαση». Σαν υπέρβαση σημαίνει πως αφού ο κόσμος βρίσκεται κάτω από την αμαρτία, το ψεύδος και την αδικία, είναι καταδικασμένος στην καταστροφή. Ο Θεός, όμως, φείδεται εκείνων που είναι σφραγισμένοι με το αίμα του Χριστού. Σαν διάβαση, έχει την έννοια της απελευθερώσεως από τα δεσμά του φόβου, του θανάτου, του ψεύδους, της αμαρτίας και του κακού. Η Ανάσταση του Χριστού σημαίνει έτσι την αληθινή ελευθερία.

Η αγιότητα του ανθρώπου, η αυτοσυνειδησία και αυθεντικότητά του, συνδέει την ενάρετη πράξη με την αγαθή συνείδηση. Και ο Θεός εκείνο που ζητά από τους ανθρώπους δεν είναι απλώς ο ακτιβισμός, το άγχος των πράξεων, αλλά η αληθινή ελευθερία μας που αποκορυφώνεται στη διόρθωση της ψυχής μας, στον αγιασμό του σώματός μας, και που ανακεφαλαιώνεται στην καθαρότητα της καρδιάς μας (Ισαάκ ο Σύρος). Ολα αυτά σημαίνουν πως ο άνθρωπος είναι πιο γενικός από τη ζωή κι από τις πράξεις του, είναι σαν να έχει προβλεφτεί για περισσότερα ενδεχόμενα από αυτά που μπορεί να γνωρίσει και πως καμμιά ιστορική πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν έσχατος σκοπός.

Αλλά την προσοχή μας οφείλουμε να συγκεντρώσουμε στο γεγονός πως η Ανάσταση είναι πάνω απ’ όλα ρωγμή στο έσχατο και κατεξοχήν όριό μας, απάντηση στο μεγαλύτερο πρόβλημα και τη μεγαλύτερη τραγωδία μας, που είναι ο θάνατος. Πρόκειται για την παρά φύσιν πραγματικότητα που επεισάγεται με την ανθρώπινη θέληση, και την παράχρηση της ανθρώπινης ελευθερίας στον κόσμο για ν’ αποτελέσει στο εξής την πιο φρικτή και την πιο σκοτεινή δουλεία του πλάσματος και των κτισμάτων. Πρόκειται για τον χωρισμό από τον Θεό, την άρνηση της Θείας φιλίας και κοινωνίας, στην οποία τελειώνεται η ελευθερία μας, και την έκπτωση του ανθρώπου στην ετερονομία και την κατάσταση της φρίκης, στη δουλεία της φθοράς και της θνητότητας στην οποία καταντά η αυθάδης αλλοτρίωσή μας από τον Θεό. Η Ανάσταση είναι ακριβώς η υπέρβαση αυτής της παράλογης εκπτώσεως, είναι δηλαδή κοίταγμα κατάματα του θανάτου. Χωρίς τον θάνατο του θανάτου, το χριστιανικό Ευαγγέλιο θα παρέμενε στον χώρο των ανθρωπίνων ιδεολογιών ή των κούφιων ελπίδων και δεν θα μπορούσαμε να μιλούσαμε για νόημα της ανθρώπινης ζωής ή για ανθρώπινη ελευθερία. Χωρίς τον θάνατο του θανάτου, αυτού του πρώτου και έσχατου εχθρού του ανθρώπου, όλος ο χριστιανισμός είναι ουσιαστικά ακατανόητος και η ανθρώπινη ύπαρξη παραμένει ένας απόλυτος παραλογισμός, γιατί ο θάνατος συνιστά απόρριψη αυτής της υπάρξεως στην πληρότητα της ζωής και της ελευθερίας της, του νοήματος και της προοπτικής της.

Από τον θάνατο δεν μας σώζει η σκέψη και η φιλοσοφία, με την απροσδιόριστη αναφορά της στη λεγόμενη αθανασία της ψυχής ή την κατασκευή ιδεολογιών και θεωριών. Ο άνθρωπος διάλεξε τον θάνατο, αλλά η πλάνη και η τραγωδία του είναι το πως δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από τη θλίψη αυτής της εκλογής. Με την Ανάσταση του Χριστού «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν…» (Τροπάριο από τον κανόνα του Πάσχα). Αντί άλλης ανεξαρτησίας και ελευθερίας, ο Χριστός έφερε στους ανθρώπους το προνόμιο της σωτηρίας, το Ευαγγέλιο της αιώνιας ζωής και της Αναστάσεως. Εφερε την απελευθέρωση από την αμαρτία και τον θάνατο και εγκαινίασε την κοινωνία της αγάπης και την αιώνια ζωή (π. Γ. Φλωρόφσκυ). Γιατί η αμαρτία και ο θάνατος είναι η άρνηση και η ατίμωση της ελευθερίας, που έπαψε να είναι πορεία προς τον Θεό και κοινωνία με Αυτόν. Αν διά της αμαρτίας εκλέγουμε τον θάνατο, τούτο σημαίνει αποτυχία της ελευθερίας, απώλεια της αθανασίας που συνιστά την ουσία της ζωής.

Η Ανάσταση του Χριστού, πρόδρομος της αναστάσεως του ανθρώπου, αποκάλυψε πως το κέντρο της ζωής και της δημιουργίας δεν είναι ο θάνατος – κέντρο μόνο της κολάσεως και του Αδη – αλλά η αιώνια ζωή, η απεριόριστη δυνατότητα της άφθαρτης ζωής, που συνιστά το νόημα της δημιουργημένης πραγματικότητας στην αρχέγονη και αποκατεστημένη πληρότητά της. Με την Ανάσταση, που είναι η άνοιξη και η αρχή μιας νέας δημιουργίας (Ευσέβιος Καισαρείας), «ἦλθεν ἡ τῆς ζωῆς βασιλεία καί κατελύθη τοῦ θανάτου τό κράτος. Καί γέγονεν ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἡμῶν μεταστοιχείωσις» (Γρηγόριος ο Νύσσης). Μ’ αυτή την κοσμογονική έννοιά της, η Ανάσταση μας ανοίγει στην αληθινή προοπτική του ανθρώπου και της ζωής του, στις πραγματικές δυνατότητες της ζωής της πίστεως, μας απελευθερώνει από τη φυλακή των ανθρώπινων περιορισμών, των μηδενισμών και της απογνώσεως, στην οποία βρίσκονται βυθισμένοι εκείνοι που περπατούν «ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ».

Μόνο με τον τρόπο της ελευθερίας της Αναστάσεως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ορθόδοξη παράδοση για τη «μνήμη» ή την αδιάλειπτη «μελέτη» του θανάτου. Γιατί πρόκειται όχι για κάποιο ψυχολογικό πάθος, αλλά για δυναμικό τρόπο ζωής, που θραύει τα όρια της χρονικής περατότητας του ανθρώπου και ανοίγεται στη νήψη και την εγρήγορση της ελευθερίας και της ευθύνης για την πραγματοποίηση του αυθεντικού προορισμού του. Η παράδοξη αυτή εμπειρία μαρτυρεί τη βαθμιαία απόσπαση και απελευθέρωση του ανθρώπου από τη ματαιότητα και τη φθορά της επαναστατημένης και αυτονομημένης φύσεως και τη μετάθεση της καρδιάς στα ουσιώδη και στα αιώνια (Χρ. Γιανναράς). Σημαίνει την είσοδο και παραμονή του ανθρώπου στον εσχατολογικό καινό κόσμο της Αναστάσεως του Χριστού, όπου γευόμαστε και συγχρόνως οριζόμαστε από τη βεβαιότητα της τελικής ελευθερίας, δηλαδή της οριστικής νίκης πάνω στον θάνατο. Γιατί η ανάσταση του ανθρώπου, η ανάσταση και η δόξα των σωμάτων, χωρίς την οποία είναι ακατανόητος ο Χριστιανισμός, είναι η τελική οριστική ελευθερία του ανθρώπου. Τελικά, μόνο η αιώνια ζωή, που εγκαινίασε η Ανάσταση του Χριστού και κοινωνούμε στην Εκκλησία του, είναι η πατρίδα της αληθινής ελευθερίας (Ισαάκ ο Σύρος).