Κάθε αμερικανική προεδρική εκλογή είθισται να λογίζεται ως «η κρισιμότερη της τελευταίας εικοσαετίας». Πρόκειται για τον ήπια κινδυνολογικό τρόπο με τον οποίο πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης μιας δημοκρατίας 328 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία εδώ και 50 χρόνια δεν εγγίζει καν το 60%, επιχειρούν να κινητοποιήσουν τους πολίτες – όχι όλους, φυσικά, αυτούς που πρόσκεινται στην παράταξη της αρεσκείας τους. Ωστόσο, η εκλογή της 3ης Νοεμβρίου 2020 ίσως και να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό. Από ένα θορυβώδες και φαντασμαγορικό θέαμα με συγκεντρώσεις, διαφημίσεις, τηλεμαχίες, σκάνδαλα όπου η ουσία των πραγμάτων κατά κανόνα υποχωρούσε προς όφελος των λεκτικών πυροτεχνημάτων, την τελευταία δεκαετία, στο φως του τραύματος της οικονομικής κρίσης και της αύξησης των ανισοτήτων έχει καταστεί σύγκρουση οξύτατης πόλωσης. Η παρουσία της φύσει προκλητικής περσόνας του Ντόναλντ Τραμπ, στρατηγική ταιριαστή με την προσωπικότητα του οποίου υπήρξε από το 2016 να τινάξει στον αέρα τον δημόσιο διάλογο υιοθετώντας εναλλάξ προσβλητικές και εξτρεμιστικές θέσεις, επέτεινε μια τάση ορατή ήδη από τα χρόνια του Μπαράκ Ομπάμα. Στη λήξη μιας, κατά γενική ομολογία, αποτυχημένης προεδρίας, η οποία απομάκρυνε τις ΗΠΑ από την Ευρώπη, είδε τον θεσμικό ρατσισμό να επανέρχεται στο προσκήνιο και μέτρησε έως τώρα 220.000 θύματα του κορωνοϊού, το ερώτημα είναι αν ο γηραιός υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν μπορεί να νικήσει τον γηραιό υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών και να αποκαταστήσει έστω το ύφος της εξουσίας.

Τι μπορεί να αναμένει κανείς το βράδυ των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου; Κατ’ αρχάς μια εφικτή πλειοψηφία των Δημοκρατικών στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Σήμερα ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων καταλαμβάνοντας 232 από τις 435 έδρες και η αίσθηση είναι ότι θα αυξήσουν τις δυνάμεις τους. Στη Γερουσία υπολείπονται των Ρεπουμπλικανών με 47 έδρες έναντι 53, η τάση ωστόσο μοιάζει να είναι υπέρ μιας οριακής δικής τους επικράτησης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι σε περίπτωση εκ νέου επικράτησης του σημερινού προέδρου θα ακολουθούσαν άσχημα σκηνικά μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Πόσο πιθανό είναι αυτό; Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπικές τάσεις, όχι και τόσο. Ο ιστότοπος RealClearPolitics, ο οποίος ενσωματώνει καθημερινά το σύνολο των μετρήσεων, δίνει τον Τζο Μπάιντεν να προηγείται με 51,3% έναντι 42,4% του αντιπάλου του. Ωστόσο, όπως έγινε κατανοητό με σαφήνεια το 2016, σημασία έχει η κατανομή των ποσοστών ανά περιοχή, εφόσον η εκλογή του αμερικανού προέδρου δεν γίνεται διά της λαϊκής ψήφου, αλλά έμμεσα από τους 538 εκλέκτορες που αντιπροσωπεύουν την κατίσχυση των υποψηφίων σε πολιτειακό επίπεδο. Στις προηγούμενες εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ υπολειπόταν της Χίλαρι Κλίντον κατά 2,8 εκατομμύρια ψήφους, κέρδισε όμως τις περιφέρειες που χρειαζόταν ώστε να υπερβεί τον αριθμό των 270 εκλεκτόρων. Εφέτος εξακολουθεί να υστερεί σε ψηφοφόρους, φαίνεται όμως να χάνει και Πολιτείες που θα ήταν εκ των ων ουκ άνευ για να επαναλάβει την επιτυχία του. Σύμφωνα με τον δικτυακό τόπο FiveThirtyEight του στατιστικολόγου Νέιτ Σίλβερ, από τις Πολιτείες που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να κρίνουν την εκλογή (κατά σειρά, Πενσιλβάνια, Φλόριδα, Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Βόρεια Καρολίνα) ο νυν πρόεδρος δεν προβλέπεται να πλειοψηφήσει σε καμία.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω