Κοιτούσα από περιέργεια τις προάλλες όχι τα ονόματα των ηθοποιών που είναι υποψήφιες για το βραβείο Οσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου, αλλά ποιοι ακριβώς είναι οι ρόλοι που υποδύονται και χάρη στους οποίους εξασφάλισαν την εφετινή τους υποψηφιότητα.
Μέχρι λίγα χρόνια πριν, οι γυναικείοι ρόλοι στο σινεμά ήταν στην πραγματικότητα λίγοι – ελάχιστοι. Υπήρχαν οι ρόλοι πρωταγωνιστριών σε πραγματικές ιστορίες – και υπάρχουν ακόμα: εφέτος π.χ. είναι υποψήφια για το βραβείο η Ανα ντε Αρμας που υποδύεται εξαιρετικά τη Μέριλιν Μονρόε στην κατά τα άλλα κάκιστη ταινία με τον τίτλο «Blonde». Τέτοιοι ρόλοι πάντα υπήρχαν διαθέσιμοι για πρωταγωνίστριες διότι δεν μπορούσαν να τους ερμηνεύσουν άνδρες ηθοποιοί. Αυτό το κριτήριο ήταν ανέκαθεν καθοριστικό για τους ρόλους που προορίζονταν για γυναίκες ηθοποιούς: οι άνδρες έπαιζαν τα πάντα, για αυτές υπήρχαν διαθέσιμοι οι εύκολοι ρόλοι της μαμάς, της γιαγιάς και της ερωμένης. Και αυτοί φυσικά οι ρόλοι δεν λείπουν και σήμερα: αυτή τη χρονιά π.χ. είναι υποψήφια για το Οσκαρ η Μισέλ Γουίλιαμς, που πρωταγωνιστεί στον ρόλο μιας παράξενης μαμάς στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τhe Fabelmans» – μάλιστα υποτίθεται πως ο ρόλος είναι εμπνευσμένος από την πραγματική μητέρα του μεγάλου αμερικανού σκηνοθέτη.
Φυσικά πάντα μπορούσες να δεις μια γυναίκα να υποδύεται τη δασκάλα, την κομμώτρια, τη διευθύντρια, την πλούσια ή τη φτωχή. Μερικές φορές (συνήθως όταν μια ταινία χρειαζόταν τη Μέριλ Στριπ λόγου χάριν) ο σεναριογράφος φρόντιζε ο γυναικείος ρόλος να είναι «βαρύς»: η πρωταγωνίστρια ήταν και μάνα και διευθύντρια ή θα μπορούσε να είναι και πόρνη και όμορφη και τίμια ή θα ξεχώριζε ως ερωμένη και δολοφόνος. Αλλά, σχεδόν πάντα, για δεκαετίες, κάθε γυναικείος ρόλος ήταν φορτωμένος με άπειρα κλισέ που του στερούσαν το βάθος. Από την πρώτη στιγμή που εμφανιζόταν στην οθόνη η πρωταγωνίστρια, καταλάβαινες περί τίνος πρόκειται. Μπορούσε να είναι μόνο καλή ή κακή, όμορφη ή διαβολική, χαζή ή πονηρή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μονοσήμαντη. Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είναι η γυναίκα η κανονική. Η οποία σχεδόν πάντα είναι περίπλοκη. Και για αυτό υπέροχα ξεχωριστή.
Το Χόλιγουντ αφαίρεσε την πολυπλοκότητα των γυναικείων ρόλων, πράγμα το οποίο στο αρχαίο ελληνικό δράμα είναι κανόνας. Θυμηθείτε την Αντιγόνη: η ηθική της στάση δεν έχει να κάνει με το καλό και το κακό – είναι μια επιλογή ζωής, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Θυμηθείτε την Ιφιγένεια: ποτέ το ζήτημα της θυσίας δεν αντιμετωπίστηκε με τον τρόποπου το έκανε ο μαέστρος Ευριπίδης. Θυμηθείτε τη Μήδεια: είναι αδύνατον να πεις ότι πρόκειται για ρόλο «κλισαρισμένο» – δύσκολα συναντάς στην Ιστορία της Τέχνης κάτι πιο πολυσύνθετο. Αυτοί ήταν ρόλοι όχι προορισμένοι για γυναίκες, αλλά για το ίδιο το Θέατρο – άλλωστε άνδρες ήταν οι ερμηνευτές τους τότε. Εξίσου πολύπλοκες, όχι τυχαία, ήταν και οι θεές και των αρχαίων Ελλήνων. Η Αθηνά ήταν γενναία και σοφή, αλλά και ανελέητη και σκληρή.
Η Αφροδίτη ήταν κουκλάρα, αλλά αλίμονο αν έμπλεκες μαζί της. Η Ηρα ήταν η πιο παράξενη από όλες: μια αιώνια σύζυγος που δεχόταν τις απιστίες του Δία, αλλά δεν συγχωρούσε όσες υπέκυπταν στη γοητεία του. Οι πρωταγωνίστριες των τραγωδών μας είχαν πολύ από το DNA που κουβαλούσαν οι θεές. Εκατοντάδες χρόνια αργότερα, το Χόλιγουντ σχηματοποίησε τη γυναίκα στο σινεμά του: την έκανε σχεδόν καρτούν. Οι ντίβες ήταν τόσο όμορφες που έμοιαζαν ψεύτικες – οι πιο πολλές έπαιζαν μια χαριτωμένη, ναζιάρικη και υπερσεξουαλική έκδοση του εαυτού τους, είτε πρωταγωνιστούσαν σε δράμα είτε σε θρίλερ είτε σε κωμωδία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μια γυναίκα έπαιζε στην κινηματογραφική ζωή της έναν και μόνο ρόλο, φτιαγμένο στα μέτρα της. Από τη Σάρον Στόουν και τη Ρίτα Χέιγουορθ, μέχρι την Τζούλια Ρόμπερτς και τη Μεγκ Ράιαν, οι πιο ακριβοπληρωμένες σταρ είχαν τη δυνατότητα να παίξουν έναν, το πολύ δύο, ρόλους: τις διάλεγαν για αυτό που έμοιαζαν ότι είναι.
Οι Ευρωπαίοι μάλλον αντέγραψαν αυτή την κακή πρακτική. Ακόμα και στην Ελλάδα, ο καλύτερος ρόλος της Αλίκης Βουγιουκλάκη ήταν η ίδια η Βουγιουκλάκη, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τη Ζωή Λάσκαρη ή για την Ελενα Ναθαναήλ. Και το «κλισάρισμα» δεν αφορούσε μόνο αποκλειστικά τις κούκλες: ίδια ακριβώς ήταν και η αντιμετώπιση της Τασσώς Καββαδία, της Σαπφούς Νοταρά, της Γεωργίας Βασιλειάδου. Ολες έπαιζαν δεδομένους ρόλους, σαν άλλοι για αυτές να μην υπήρχαν. Δεν ίσχυε φυσικά το ίδιο για τους άνδρες – τουλάχιστον δεν ίσχυε για όλους τους άνδρες. Και αυτοί πολλές φορές ήταν φυλακισμένοι στα κλισέ, αλλά πάντα έβρισκαν πρόθυμους σεναριογράφους και σκηνοθέτες που τους βοηθούσαν να δραπετεύσουν. Ο Μπράντο υπήρξε και Στάνλεϊ Κοβάλσκι και Νονός. Ο Πατσίνο έπαιζε και παίζει τα πάντα. Ο Ντε Νίρο ήταν και κωμικός και τραγικός – ακόμα και απλοί ρόλοι του είχαν συχνά ένα δεύτερο, απροσδόκητο υπόβαθρο: θυμηθείτε τον Ταξιτζή, για παράδειγμα. Εναν ανάλογο ρόλο σε γυναίκα δεν θα τον έγραφε κανείς ποτέ.
Ολα μοιάζουν να άλλαξαν πλέον και δείτε τους ρόλους που έχουν ερμηνεύσει εφέτος μερικές από τις υποψήφιες. Η Κέιτ Μπλάνσετ στο «Tár» είναι μια διευθύντρια ορχήστρας που πρέπει να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς της δαίμονες – και έχει πολλούς. Η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ γιατί υπάρχει περιθώριο για ερμηνεία. Η Mισέλ Γιο στο «Τα πάντα όλα», κάνει ό,τι λέει και ο τίτλος της ταινίας: τα πάντα όλα. Εκεί που νομίζεις ότι είναι απλά μια καλή μαμά και μια νευρωτική σύζυγος, ανακαλύπτεις ότι είναι μπλεγμένη σε μια ιστορία χωρίς αρχή και με τέλος που απαιτεί από την ίδια ένα πλήθος από διαφοροποιήσεις. Δέρνει κιόλας, με τρόπο που σε υποχρεώνει να φοβάσαι μη βρεθείς μπροστά της. Ακόμα και η Αντρια Ράιζμπορο στο «Οσα φέρνει η ζωή», που θεωρητικά έχει έναν ρόλο από αυτούς που μάθαμε να λέμε «γυναικείους», ξεφεύγει από τα εντελώς συνηθισμένα, καθώς είναι αλκοολική, αυτοκαταστροφική, σχεδόν ακατανόητη στιγμές-στιγμές. Πριν από δέκα χρόνια οι ρόλοι αυτοί θα ανήκαν σε άνδρες: και θα ήταν πιθανότατα και οι τρεις τυχεροί ερμηνευτές τους υποψήφιοι για βραβεία.
Ο κόσμος αλλάζει. Το σινεμά, με καθυστέρηση, το καταλαβαίνει. Δεν παρακολουθούμε καμία γυναικεία επίθεση στο σινεμά, όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Απλώς το σινεμά προσαρμόζεται στα δεδομένα τού σήμερα. Και ανακαλύπτει τη γυναίκα. Και την αληθινή γοητεία της.