Ακόμη και αν κάποιοι είχαν τις αμφιβολίες τους μέχρι πρόσφατα, εφέτος – με τα απανωτά ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών παγκοσμίως – έχει γίνει ξεκάθαρο ότι το κλίμα έχει αλλάξει και κανείς πλέον δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα.
Οι συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ήδη εμφανείς σε πολλά μέρη του κόσμου και επηρεάζουν σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μας, από την υγεία και την οικονομία μέχρι την ασφάλεια των τροφίμων και την πρόσβαση σε καθαρό, πόσιμο νερό.
Το νερό, μια βασική πηγή ζωής, βρίσκεται στο επίκεντρο των προκλήσεων αυτών, καθώς οι αλλαγές στο κλίμα επηρεάζουν τη διαθεσιμότητά του, την ποιότητά του και τη διανομή του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η κλιματική κρίση είναι πρωτίστως μια κρίση νερού.
Νιώθουμε τις επιπτώσεις της με τις πλημμύρες που γίνονται ολοένα και πιο καταστροφικές, με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τη συρρίκνωση των παγετώνων, με τις μεγάλες πυρκαγιές και τις παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας.
Ωστόσο, το νερό μπορεί να πολεμήσει την κλιματική αλλαγή. Η βιώσιμη διαχείριση υδάτινων πόρων είναι κομβική για την οικοδόμηση της ανθεκτικότητας των κοινωνιών και των οικοσυστημάτων και για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Oλοι έχουν έναν ρόλο να επιτελέσουν – οι δράσεις σε ατομικό, οικογενειακό και ευρύτερο επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας.
Το νερό και η κλιματική αλλαγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα καθιστούν το νερό πιο σπάνιο, πιο απρόβλεπτο, πιο ρυπασμένο ή και τα τρία μαζί. Αυτές οι επιπτώσεις σε όλον τον υδρολογικό κύκλο απειλούν την αειφόρο ανάπτυξη, τη βιοποικιλότητα και την πρόσβαση των ανθρώπων σε νερό και αποχέτευση.
Οι πλημμύρες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μπορούν να μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα με αλμυρό νερό ή περιττώματα και να προκαλέσουν ζημιές στις υποδομές υδροδότησης και αποχέτευσης, όπως τα σημεία υδροδότησης, τα πηγάδια και οι μονάδες επεξεργασίας λυμάτων – το είδαμε και στη Θεσσαλία έντονα αυτό. Οι παγετώνες, οι πάγοι και τα χιονισμένα πεδία εξαφανίζονται γρήγορα.
Το λιώσιμο των πάγων τροφοδοτεί πολλά από τα μεγάλα ποτάμια συστήματα. Μια αστάθεια στην κρυόσφαιρα μπορεί να επηρεάσει τη ρύθμιση των πόρων γλυκού νερού για τεράστιους αριθμούς ανθρώπων σε πεδινές περιοχές.
Οι ξηρασίες και οι πυρκαγιές αποσταθεροποιούν τις κοινότητες και προκαλούν κοινωνικές αναταραχές και μετανάστευση σε πολλές περιοχές. Η καταστροφή της βλάστησης και των δασών επιδεινώνει τη διάβρωση του εδάφους και μειώνει την αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων, αυξάνοντας την έλλειψη νερού και την επισιτιστική ανασφάλεια.
Η αυξανόμενη ζήτηση για νερό αυξάνει την ανάγκη για ενεργοβόρες διαδικασίες άντλησης, μεταφοράς και επεξεργασίας του, και έχει συμβάλει στην υποβάθμιση των κρίσιμων υδατοεξαρτώμενων αποθηκών άνθρακα, όπως η τύρφη.
Η υδροβόρα γεωργία και κτηνοτροφία για την παραγωγή τροφίμων, ιδιαίτερα κρέατος, και για την ανάπτυξη υλικών που χρησιμοποιούνται ως βιοκαύσιμα, μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω την έλλειψη νερού. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαύλο κύκλο.
Ολοι όσοι λοιπόν διαμορφώνουν τις πολιτικές για το κλίμα πρέπει να θέσουν το νερό στο επίκεντρο των σχεδίων δράσης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η βιώσιμη διαχείριση των υδάτων βοηθά την κοινωνία να προσαρμοστεί στην κλιματική αλλαγή, χτίζοντας ανθεκτικότητα, προστατεύοντας την υγεία και σώζοντας ζωές.
Επίσης, μετριάζει την ίδια την κλιματική αλλαγή, προστατεύοντας τα οικοσυστήματα και μειώνοντας τις εκπομπές άνθρακα από τη μεταφορά και την επεξεργασία νερού και το δίκτυο αποχέτευσης.
Κάποιες λύσεις περιλαμβάνουν την αποθήκευση άνθρακα, την προστασία φυσικών φραγμάτων, την αποτελεσματική συγκομιδή βρόχινου νερού, την προώθηση μιας γεωργίας που είναι φιλική προς το κλίμα και την επαναχρησιμοποίηση υδάτων και αξιοποίηση υπόγειων υδάτων. Οι ατομικές και οικογενειακές δράσεις είναι ζωτικής σημασίας εδώ.
Μπορούμε, για παράδειγμα, να καλλιεργήσουμε τα δικά μας φρούτα και λαχανικά ή να αγοράσουμε τοπικά παραγόμενα προϊόντα, καθώς τα προϊόντα συχνά μεταφέρονται στα παντοπωλεία από μακριά με φορτηγά, τα οποία προσθέτουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Μπορούμε επίσης να περπατήσουμε ή να κάνουμε ποδήλατο αντί να οδηγούμε αυτοκίνητο. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι βιομηχανίες που εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να κάνουν τη μετάβαση σε ανανεώσιμες, καθαρότερες πηγές ενέργειας για να επηρεάσουν θετικά την πορεία προς ένα μέλλον πιο φιλικό στον πλανήτη Γη.
Γιατί μόνο μέσα από την καινοτομία, τη συνεργασία και τη βιώσιμη διαχείριση των υδάτων μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει καθαρό νερό για τις μελλοντικές γενιές.
Η ελληνική περίπτωση και το παράδειγμα των χωρών του Κόλπου
Η χώρα μας, με το ποικιλόμορφο τοπίο της και το πλούσιο υδάτινό της δίκτυο, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθεί, ενώ η συχνότητα και η ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες και οι ξηρασίες, έχουν αυξηθεί. Οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο είναι οι νησιωτικές, ιδιαίτερα τα νησιά του Αιγαίου, όπου η πρόσβαση σε καθαρό νερό ήταν ανέκαθεν περιορισμένη.
Ειδικά στις Κυκλάδες, η έλλειψη υδάτινων πόρων είναι έντονη. Οι ανάγκες για νερό αυξάνονται κατακόρυφα λόγω του τουρισμού, ειδικά τους θερινούς μήνες, ενώ οι τοπικές πηγές νερού δεν επαρκούν.
Ταυτόχρονα, οι αυξημένες θερμοκρασίες και η μειωμένη βροχόπτωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα επιδεινώνουν την κατάσταση. Η αλατότητα των εδαφών και των υπόγειων υδάτων αυξάνεται, κάνοντας το διαθέσιμο νερό μη πόσιμο και επηρεάζοντας την αγροτική παραγωγή.
Από τη μία πλευρά, έχουμε την εκρηκτική αύξηση της τουριστικής κίνησης, την οποία ακολουθεί η άνοδος της οικιακής κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στην ανομβρία.
Oπως διαβάζουμε σε διάφορα ρεπορτάζ, τα μικρά νησιά του Αιγαίου έχουν ξεκινήσει εφέτος την τουριστική σεζόν με τις λιμνοδεξαμενές τους άδειες, με τις γεωτρήσεις να «βγάζουν» υφάλμυρο νερό και τη σχέση εξάρτησης από τις αφαλατώσεις να γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή. Πρώτο «θύμα» αυτής της δύσκολης συνθήκης είναι η όποια γεωργική παραγωγή έχει απομείνει, καθώς καλείται να υπακούσει στις επιταγές τού «πρώτα νερό για τους ανθρώπους».
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, απαιτούνται ολοκληρωμένες και βιώσιμες λύσεις. Η τεχνολογία αφαλάτωσης μπορεί, για παράδειγμα, να προσφέρει κάποια ανακούφιση για τα νησιά του Αιγαίου, αν και απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας.
Η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική, μπορεί να μειώσει το ενεργειακό κόστος και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της όλης διαδικασίας. Η ανάπτυξη ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης υδάτων, που θα περιλαμβάνουν την αποθήκευση βρόχινου νερού, τη βελτίωση των δικτύων διανομής και τη μείωση των απωλειών, είναι κρίσιμης σημασίας.
Η ευαισθητοποίηση και η προώθηση της εξοικονόμησης νερού στους κατοίκους και τους επισκέπτες είναι επίσης απαραίτητη. Η αναδιάρθρωση της γεωργίας με την εισαγωγή άνυδρων καλλιεργειών που αντέχουν στην ξηρασία και η υιοθέτηση νέων μεθόδων ποτίσματος, όπως η στάγδην άρδευση, μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας χρήσης του νερού. Με αυτόν τον τρόπο οι αγρότες στα νησιά δεν θα χρειάζεται να εισάγουν πανάκριβα λιπάσματα από το εξωτερικό.
Η συνεργασία με άλλες χώρες και η αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας και τεχνολογίας είναι επίσης σημαντική. Η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, επενδύει σε καινοτόμες λύσεις όπως η χρήση ηλιακής ενέργειας για την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού και η δημιουργία μεγάλων υποδομών αποθήκευσης νερού.
Πολλά έχουμε να μάθουμε σίγουρα από τις χώρες της Αραβικής Χερσονήσου, διότι αυτά τα κράτη αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις λόγω της έλλειψης νερού και λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Η αφαλάτωση είναι η κύρια λύση, αλλά προκαλεί περιβαλλοντικά και γεωπολιτικά προβλήματα. Οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) – Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – βασίζονται έντονα στην αφαλάτωση για την κάλυψη των αναγκών τους σε πόσιμο νερό. Ενδεικτικά, η αφαλάτωση παρέχει το 42% του πόσιμου νερού στα ΗΑΕ, το 70% στη Σαουδική Αραβία, το 86% στο Ομάν και το 90% στο Κουβέιτ.
Ωστόσο, η διαδικασία αφαλάτωσης παράγει άλμη, ένα υγρό υπόλειμμα που αυξάνει την αλατότητα των υδάτων, επηρεάζοντας την ισορροπία στη θαλάσσια ζωή. Επιπλέον, οι γεωπολιτικές αλλαγές και οι απειλές σε φυσικές και ψηφιακές υποδομές μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία των εύθραυστων μονάδων αφαλάτωσης, καθιστώντας αναγκαία την ανάπτυξη ολιστικών και βιώσιμων στρατηγικών διαχείρισης υδάτων.
Για να μειωθούν οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του νερού, είναι απαραίτητο να επικεντρωθούμε σε τέσσερις βασικούς τομείς. Πρώτον, στη μείωση της ζήτησης νερού, μέσω πολιτικών και εκστρατειών ευαισθητοποίησης, προώθησης αποτελεσματικών μεθόδων άρδευσης και επιδιόρθωσης των δικτύων διανομής.
Δεύτερον, στην αύξηση και διαφοροποίηση της προσφοράς νερού – μέσω της επαναχρησιμοποίησης των επεξεργασμένων αποβλήτων και της συλλογής βρόχινου νερού. Τρίτον, σε επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη – για την απανθρακοποίηση της αφαλάτωσης και τη μείωση του περιβαλλοντικού κόστους της άλμης.
Τέλος, στην ολοκληρωμένη και βιώσιμη διαχείριση υδάτων: Ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών και προώθηση της αποδοχής και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών.
Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η ορθολογιστική διαχείριση των υδάτινων πόρων θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των νησιών μας αλλά και του πλανήτη.
To πρόβλημα του νερού είναι πρόβλημα ζωής και μείζον υπαρξιακό ζήτημα για την ανθρωπότητα, εξ ου και οι λύσεις που θα χρειαστεί να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν θα πρέπει να είναι πρωτοποριακές, καινοτόμες και τολμηρές.