Τρία χρόνια χρειάστηκαν στον Παναγιώτη Τέτση για να ολοκληρώσει το μνημειακό σύνολο της «Λαϊκής Αγοράς» (1979-1982).
Η Λαϊκή Αγορά αντιπροσωπεύει μια σύνοψη, ένα summum των πλαστικών του αναζητήσεων. Ολη του η ζωή το επιβεβαιώνει: ο Τέτσης ήταν ένας ζωγράφος των αισθήσεων. Πώς θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από την πανδαισία των αισθήσεων που του πρόσφερε απλόχερα κάθε Παρασκευή η λαϊκή αγορά του Κολωνακίου στην οδό Ξενοκράτους, δυο βήματα από το εργαστήριό του; Πλήθη, ποικιλόμορφα και πολύχρωμα, κινούνται ή στέκονται, σχηματίζοντας συναρπαστικά συντάγματα. Μια ατέλειωτη ποικιλία από νεκρές φύσεις με καρπούς, λαχανικά και φρούτα. Η πολύχρωμη γεωμετρία από τέντες, καφάσια, φορτηγά, καροτσάκια. Κι όλα αυτά σε έναν χρόνο ηρακλείτειο, σαν σε ποταμό ρέοντα. Ακόμη και το φως που κυλάει μεταλλάσσοντας τα χρώματα, μοιάζει να συνεργεί σε αυτό το παιχνίδι ροής. Ροή του χρόνου, της κίνησης, του φωτός, το γίγνεσθαι της ζωής, της καθημερινότητας. Ροή τέλος της γραφής, της εκτέλεσης, που γίνεται πιο χειρονομιακή, χωρίς να παύει να είναι δομική.
Η «Λαϊκή Αγορά» με τις διαστάσεις της – που την κατατάσσουν ανάμεσα στις μεγαλύτερες ζωγραφικές συνθέσεις του 20ού αιώνα – αλλά κυρίως με την εκτέλεσή της, υψώνει έναν δοξαστικό ύμνο στο άπειρα ταπεινό, στο άπειρα κοινό και οικείο. Είναι η μνημείωση του καθημερινού.
Ο Βερονέζε, ένας ζωγράφος που θαύμαζε ο Τέτσης, χρησιμοποίησε το πρόσχημα του θρησκευτικού θέματος για να ξεδιπλώσει μπροστά στα μάτια του θεατή ανάλογες ζωγραφικές ευωχίες («Ο γάμος στην Κανά», «Το δείπνο στο σπίτι του Λευί»). Αν ο Βερονέζε κατηγορήθηκε από την Ιερά Εξέταση γιατί «βεβήλωσε» ένα ιερό θέμα, ο Τέτσης θα είχε να λογοδοτήσει γιατί ένα θέμα «βέβηλο» μνημείωσε και καθημερινό.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.