Ανταμ Σμιθ, «Στη δουλειά μου με ενδιαφέρει η διάρκεια»

Ο τενόρος Ανταμ Σμιθ και η υψίφωνος Νικόλ Σεβαλιέ πρωταγωνιστούν στα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Ζακ Οφενμπαχ που παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή.

Στη λαοφιλή όπερα-οπερέτα του Οφενμπαχ «Τα παραμύθια του Χόφμαν» ένας καλλιτέχνης ερωτεύεται διαδοχικά μια μηχανική κούκλα, μια εταίρα, μια φθισική τραγουδίστρια και μια σταρ του θεάματος. Και γίνονται οι έρωτές του αφορμή για την καταβύθιση στις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής αλλά και για μια τολμηρή φιλοσοφική θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Και γίνεται η μουσική, οι φωνές των τραγουδιστών, το όχημα διά του οποίου ταξιδεύουμε σε αυτόν τον μικρό και μέγα κόσμο των προσδοκιών, των παθών, των επιθυμιών, των απογοητεύσεων, των διαψεύσεων αλλά και των ονείρων που κρύβει καθένας μέσα του. Εν προκειμένω, το ταξίδι «ενορχηστρώνει» ο διάσημος πολωνός σκηνοθέτης Κρίστοφ Βαρλικόφσκι, στήνοντας τα δικά του εκκεντρικά και προκλητικά «Παραμύθια» στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ τη μουσική διεύθυνση υπογράφει ο Λουκάς Καρυτινός. Και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των εραστών ερμηνεύουν δύο σημαντικοί λυρικοί καλλιτέχνες της νέας γενιάς, ο τενόρος Ανταμ Σμιθ (Χόφμαν) και η υψίφωνος Νικόλ Σεβαλιέ (Ολυμπία, Τζουλιέτα, Αντωνία και Στέλλα), που λίγο πριν από την πρεμιέρα μιλούν στο ΒΗΜΑgazino για τις προκλήσεις των ρόλων τους και γενικότερα του επαγγέλματός τους. Ο ανερχόμενος βρετανός τενόρος, που κάνει το ντεμπούτο του στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τα τελευταία χρόνια χαράσσει αξιοζήλευτη διεθνή καριέρα ερμηνεύοντας μεγάλους ρόλους του γαλλικού και του ιταλικού ρεπερτορίου. Ο Δον Χοσέ από την «Κάρμεν» του Μπιζέ, ο Μάριο Καβαραντόσι από την «Τόσκα» του Πουτσίνι, ο Μπόρις από την «Κάτια Καμπάνοβα» του Γιάνατσεκ, ο Ταμίνο από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ και ο Δούκας από τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι είναι μερικοί από αυτούς. Ομως ο Χόφμαν από τα «Παραμύθια του Χόφμαν» παραμένει ένας από τους πιο σημαντικούς και πιο αγαπητούς, ένας ρόλος στον οποίο έχει βρει το πεδίο για να ξετυλίξει όλα τα μουσικά και υποκριτικά προσόντα του.

 

©Νίκος Κόκκας

Ωραίος ρόλος, πράγµατι, καθώς τραγουδάει µερικές από τις οµορφότερες µελωδίες του Οφενµπαχ. Τελικά όµως είναι και συµπαθητικός τύπος αυτός ο Χόφµαν;

«Ναι, είναι! Τύπος πολύ ιδιαίτερος την ίδια στιγμή. Τον συναντάμε σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής του, κάθε φορά αλλαγμένο. Μοιάζει σαν να έχουμε τέσσερις διαφορετικούς άνδρες σε έναν. Τον βλέπουμε πολύ νέο και επιπόλαιο, στη συνέχεια άνδρα που ωριμάζει συναισθηματικά και έχει μια πιο ρομαντική διάθεση, σε μια άλλη πράξη πιο εσωστρεφή και σκοτεινό… Μοιάζει με έναν τρόπο με τον Φάουστ».

Από τις τέσσερις ερωµένες του στο έργο, την Ολυµπία, την Τζουλιέτα, την Αντωνία και τη Στέλλα, εσείς ποια προτιµάτε;

«Είμαι ένας ρομαντικός άνθρωπος, γι’ αυτό αγαπώ περισσότερο την Αντωνία, με συγκινεί πολύ η σχέση που αναπτύσσει μαζί της και το σπαραξικάρδιο τέλος της. Είναι όμως μια πρόκληση και η πράξη της Τζουλιέτας όπου ο Χόφμαν γίνεται ένα κακό αγόρι, τσαλακώνεται και έχει να αντιμετωπίσει ένα κακό κορίτσι και έναν κόσμο σκοτεινό».

Ως ρόλος, φωνητικά και υποκριτικά, είναι δύσκολος;

«Είναι ένας ρόλος που τον ξέρω, τον έχω τραγουδήσει, μου είναι οικείος. Δεν είναι εύκολος, κυρίως επειδή η μουσική του έχει πολύ ψηλή τεσιτούρα, αυτό όμως στη δική μου τη φωνή λειτουργεί. Μια άλλη δυσκολία είναι ότι ενώ ξεκινάει λυρικά, μετά γίνεται αρκετά δραματικός, χρειάζεται προσοχή και οικονομία φωνής για να φτάσεις ως το τέλος. Είναι όμως, θα επαναλάβω, ένας καλός ρόλος για φωνές σαν τη δική μου, για λυρικούς τενόρους που μπορούν όμως να τραγουδήσουν και πιο δραματικούς ρόλους, όπως π.χ. τον Καβαραντόσι στην «Τόσκα». Τον αγαπάω τον Χόφμαν, γιατί έχει ενδιαφέρον και ως χαρακτήρας και μουσικά».

©Νίκος Κόκκας

Εκτός από αυτόν, ποιοι άλλοι είναι αγαπηµένοι σας ρόλοι;

«Σίγουρα ο Ρωμαίος, από την όπερα του Γκουνό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Πολύ δυνατός ρόλος και αυτός, όπως και ο Χόφμαν, με τις λυρικές στιγμές του αλλά και με συγκλονιστικές στιγμές δραματικής έντασης. Τον άλλο αγαπημένο μου ρόλο δεν τον έχω τραγουδήσει ακόμα. Είναι ο ιππότης Ντε Γκριέ από τη «Μανόν» του Μασνέ».

Αναφέρεστε πάλι σε ρόλους του γαλλικού ρεπερτορίου, µε το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, έχετε ιδιαίτερη σχέση. Τραγουδάτε συχνά γαλλικές όπερες, µπορεί και λίγο πιο συχνά από όσο τραγουδάτε ιταλικές.

«Είμαι Αγγλος, είμαι Ευρωπαίος (ό,τι και αν αποφάσισε η χώρα μου για τη σχέση της με την Ευρώπη, εγώ νιώθω Ευρωπαίος) και ο τρόπος που τραγουδώ είναι ιταλικός. Παιδί πήγαινα πολύ συχνά στη Γαλλία. Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ τη χώρα, μιλούσε γαλλικά και δίπλα της είχα μάθει και εγώ τη γλώσσα. Οπως έμαθα να αγαπώ τη Γαλλία και το γαλλικό ρεπερτόριο».

Το ιταλικό ρεπερτόριο;

«Οπως σας είπα, ο τρόπος με τον οποίο τραγουδώ είναι ιταλικός. Τα μεγάλα είδωλά μου είναι δύο ιταλοί τενόροι, ο Φράνκο Κορέλι και ο Ντανιέλε Μπαριόνι που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Δεν θα μπορούσα να μην αγαπώ το ιταλικό ρεπερτόριο! Οποτε μου δίνεται η ευκαιρία το τραγουδώ με μεγάλη χαρά. Την ίδια όμως στιγμή έχω βαρεθεί να λέω «όχι» σε προτάσεις να τραγουδήσω τον Καλάφ από την «Τουραντότ» του Πουτσίνι και τον Κάνιο από τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο».

Γιατί;

«Γιατί θεωρώ πως αυτή τη στιγμή είναι ρόλοι αρκετά βαρείς για τη φωνή μου. Προτιμώ να περιμένω λίγο και να τους πιάσω όταν θα νιώθω πιο έτοιμος. Ξέρετε, αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει στη δουλειά μου είναι η διάρκεια, θέλω να τραγουδήσω για πολλά χρόνια. Υπάρχουν νέοι τραγουδιστές που τραγουδάνε βαρύ ρεπερτόριο πολύ γρήγορα γιατί τους το ζητούν. Οταν όμως λες τον Καβαραντόσι στα 25 σου, τι θα πεις στα 30 και τι θα πεις στα 40 σου; Εννοώ πως το βαρύτερο ρεπερτόριο μπορεί να βλάψει τη φωνή, να είναι μεγάλη παγίδα. Προσπαθώ να αποφεύγω τις παγίδες».

Ποιος σας µύησε στον κόσµο της µουσικής;

«Η μητέρα μου που πάντα αγαπούσε τη μουσική. Ξεκίνησα να μαθαίνω βιολί στα τρία μου χρόνια και συνέχισα ως τα 19. Μάλιστα σε μια παραγωγή των «Παραμυθιών του Χόφμαν» έπαιξα βιολί πάνω στη σκηνή. Αρχικά υπήρχε η σκέψη να γίνω βιολονίστας. Πάντα όμως παράλληλα τραγουδούσα. Μεγαλώνοντας βρήκα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην όπερα και στράφηκα προς τις σπουδές λυρικού τραγουδιού. Είμαστε πάντως μια οικογένεια με μεγάλη αγάπη στη μουσική. Και από τους αδελφούς μου ο ένας είναι βιολονίστας, ο άλλος τρομπετίστας, ο νεότερος κλαρινετίστας και σαξοφωνίστας».

Πώς είναι η ζωή ενός λυρικού τραγουδιστή σήµερα;

«Δύσκολη (γελάει)! Τίποτε δεν είναι εύκολο. Αυτό είναι το μότο μου. Οταν είσαι λυρικός τραγουδιστής που προσπαθεί να κάνει διεθνή καριέρα, είναι αρκετά σύνθετα τα πράγματα. Τώρα εγώ είμαι στην Αθήνα, η γυναίκα μου, η αμερικανίδα σοπράνο Κορίν Γουίντερς, είναι στη Ρώμη, μετά θα πάει στη Βαλένθια, αλλά από την Αθήνα δεν υπάρχουν απευθείας πτήσεις προς Βαλένθια ώστε να πεταχτώ για λίγο να τη δω… Πρέπει να είσαι πολύ οργανωμένος για να λειτουργήσουν όλα σωστά. Από την πανδημία και μετά τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, γιατί έγιναν πιο δύσκολες οι μεταφορές. Πολλές αεροπορικές εταιρείες μείωσαν τους προορισμούς τους, τα εισιτήρια ακρίβυναν…».

Πού βρίσκεται η µόνιµη κατοικία σας;

«Αν εννοείτε πού έχουμε τα ρούχα μας, στην Ουάσιγκτον DC. Αλλά σπανίως είμαστε εκεί. Νομίζω πως θα καταλήξουμε στη Ρώμη. Είναι μια πόλη στην οποία περνάμε πολύ χρόνο, την αγαπάμε, έχουμε αρχίσει να τη νιώθουμε σαν δεύτερη πατρίδα μας».

Για να επιστρέψουµε στο λυρικό τραγούδι, έχετε συγκεκριµένη και ισχυρή άποψη για αυτό που κάνετε στη σκηνή;

«Ως καλλιτέχνης πρέπει να έχεις άποψη για το τι θέλεις να πεις. Αν δεν έχεις κάτι να πεις, γιατί να βγεις στη σκηνή;».

Και αν αυτό που θέλεις να πεις διαφέρει από εκείνο που θέλει να πει ο σκηνοθέτης της εκάστοτε παράστασης;

«Αν δεν συμφωνώ, είμαι πρόθυμος να συζητήσω. Είμαι πρόθυμος να δοκιμάζω. Εχω όμως και τον δικό μου τρόπο να προσεγγίζω τα πράγματα. Απολαμβάνω τις στιγμές που κάνω μουσική μαζί με τον μαέστρο, μαζί με τον σκηνοθέτη. Τις στιγμές της σύμπνοιας. Οταν συμβαίνει αυτό, είναι υπέροχο. Και εδώ, στην Αθήνα, έχουμε έναν υπέροχο μαέστρο, τον Λουκά Καρυτινό. Είναι πολύ καλός μουσικός και εξαιρετικά υποστηρικτικός με τους τραγουδιστές!».

Εσείς πώς εργάζεστε κάθε φορά που έχετε µπροστά σας έναν νέο ρόλο;

«Είμαι μουσικός, ξεκινώ πάντα από τη μουσική. Με ενδιαφέρει να καταλάβω τι λέει η μουσική. Επειτα έρχονται τα λόγια. Μαθαίνω τον ρόλο, τον μελετώ με τον προγυμναστή μου και έπειτα με τον μαέστρο και με τον σκηνοθέτη, όταν πια φτάσουμε στο στάδιο της σκηνικής πρόβας».

Πώς διαχειρίζεστε το άγχος της παράστασης;

«Μαθαίνεις σιγά-σιγά. Με την εμπειρία καταφέρνεις να το διαχειρίζεσαι ώστε να μη σε εμποδίζει να κάνεις το καλύτερο που μπορείς. Εγώ στην παράσταση τα δίνω όλα! Eχω φοβερή ενέργεια ως άνθρωπος και μου αρέσει να τη διοχετεύω στη σκηνή. Και είναι πράγματι κουραστική η δουλειά μου, καθώς πάντα καλούμαι να δίνω το περισσότερο που μπορώ, αλλά την ίδια στιγμή είναι μεγάλη απόλαυση».

Τι άλλο απολαµβάνετε εκτός σκηνής;

«Μου αρέσει πολύ το κρασί (γελάει). Κατά τα άλλα, κάνω μια μάλλον μετρημένη ζωή. Τρέχω πολύ, ασκούμαι πολύ, προσέχω την υγεία μου, ξεκουράζομαι όσο περισσότερο μπορώ τη νύχτα πριν από μια παράσταση. Eχω όμως πάντα όλη αυτή την ενέργεια που βράζει και που πρέπει κάτι να την κάνω, πρέπει κάπου να την «κάψω». Πού αλλού αν όχι επάνω στη σκηνή;».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.