Ο ευρωπαϊκός Νότος πάντοτε γοήτευε τους καλλιτέχνες – ειδικά τους συγγραφείς. Πολλοί αμερικανοί και βρετανοί λογοτέχνες πέρασαν διαστήματα της ζωής τους στις θερμές επικράτειες της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας καταγράφοντας τις εντυπώσεις τους και αποτυπώνοντας με λέξεις στο χαρτί τις εμπειρίες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ερνεστ Χέµινγκγουεϊ που ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1923 έπειτα από προτροπή της Γερτρούδης Στάιν, η οποία θεώρησε (και ορθώς) ότι ο νεαρός τότε άνδρας θα έβρισκε συναρπαστικές τις ταυρομαχίες. Ο Χέµινγκγουεϊ όντως λάτρεψε το φεστιβάλ του San Fermín στην Παμπλόνα, και μάλιστα του χάρισε παγκόσμια φήμη περιγράφοντάς το στο διάσημο βιβλίο του «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά».
Η εμβληματική Ανδαλουσία του ισπανικού Νότου ήταν συχνός προορισμός στις επισκέψεις του Χέµινγκγουεϊ στην Ευρώπη και αυτό είχε συνήθως να κάνει με την προαναφερθείσα βάναυση δραστηριότητα. Για παράδειγμα, είχε παρακολουθήσει πολυάριθμους αγώνες στην αρένα της Μάλαγα. Το 1959 αποφάσισε να επισκεφθεί τη χώρα για να εξιστορήσει εν συνεχεία μια πρακτική που ήταν γνωστή ως mano a mano, μια σειρά αγώνων που φέρνουν δύο μεγάλους ταυρομάχους τον έναν εναντίον του άλλου σε μια προσπάθεια να αποδείξει ο καθένας τη δική του ανωτερότητα στη μάχη. Πρόκειται για κάτι που συνέβαινε πολύ σπάνια, καθώς δεν σημειωνόταν συχνά το φαινόμενο να συνυπάρχουν την ίδια εποχή ταυρομάχοι του ίδιου διαμετρήματος. Αυτή τη σπανιότητα ήλπιζε να συλλάβει ο Χέµινγκγουεϊ, για ένα άρθρο που επρόκειτο να δημοσιευθεί στο περιοδικό «Life», κάτι που δεν έγινε τελικά ποτέ.
Ο ένας matador ήταν ο βετεράνος Λούις Μιγκέλ Ντομινγκουίν, ο πιο διάσημος ταυρομάχος στην Ισπανία μετά τον θάνατο του θρυλικού Μανολέτε και φημισμένος πλέιμποϊ, εραστής μεταξύ άλλων της Αβα Γκάρντνερ και της Ρίτα Χέιγουορθ. Αντίπαλός του ήταν ένας νεαρός αλλά χαρισματικός Ανδαλουσιανός, ο Αντόνιο Ορντόνεζ, ο οποίος είχε γεννηθεί στην πανέμορφη μεσαιωνική πόλη Ρόντα. Ο Χέµινγκγουεϊ ήταν καλός φίλος και με τους δύο άνδρες. Κατά τη διάρκεια μιας ανάπαυλας στους αγώνες, η παρέα του διάσημου συγγραφέα και του Ορντόνεζ ήρθαν να μείνουν στη συνοικία Τσουριάνα της Μάλαγα, στην έπαυλη ενός στενού φίλου.
Εκείνες οι μέρες συνέπεσαν με τα 60ά γενέθλια του Χέµινγκγουεϊ και η τότε σύζυγός του Μαίρη Γουέλς αποφάσισε να διοργανώσει ένα πάρτι. Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη. Η σαμπάνια μεταφέρθηκε από τη Γαλλία και το κινέζικο φαγητό κατέφθασε από το Λονδίνο με μεγάλο κόστος. Υπήρχαν επίσης ζωντανή ορχήστρα και πυροτεχνήματα με τα οποία φώτισε τον ουρανό ειδικός χειριστής από τη Βαλένθια. Δυστυχώς, η κατάσταση με τα βεγγαλικά εξετράπη και κατέληξε να πάρει φωτιά ένας φοίνικας, με αποτέλεσμα να κληθεί η πυροσβεστική για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Μετά τη θετική έκβαση της όλης ιστορίας, οι bomberos συμμετείχαν στους εορτασμούς, αφήνοντας τους παρευρισκομένους να οδηγήσουν το πυροσβεστικό όχημα.
Ο Χέµινγκγουεϊ ταξίδεψε σε όλη την Ανδαλουσία κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά αυτό το ταξίδι έμελλε να είναι το τελευταίο του στην περιοχή. Η ψυχική και σωματική υγεία του συγγραφέα θα χειροτέρευε ραγδαία τους επόμενους μήνες, θα γινόταν παρανοϊκός και θα έκανε διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας με αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές. Τελικά αυτοπυροβολήθηκε στις 2 Ιουλίου 1961, λιγότερο από έναν χρόνο μετά το μνημειώδες αυτό πάρτι γενεθλίων.
Θρίαμβοι και τραγωδίες στην Κυανή Ακτή
Κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στις νότιες ακτές της Γαλλίας, ορισμένοι αγγλοσάξονες συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ντ. Χ. Λόρενς και ο Αλντους Χάξλεϊ, αναζήτησαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα την έμπνευση κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Μεσογείου και κοντά στην καταγάλανη θάλασσα. Τον Οκτώβριο του 1928 ο Λόρενς (γνωστός ήδη για το «Γιοι και εραστές») νοίκιασε με τη σύζυγό του Φρίντα ένα παλιό πέτρινο φρούριο στο σχεδόν έρημο νησί Port Cros, απέναντι από την πόλη Ιέρ. Διαπιστώνοντας ότι το κλίμα της περιοχής τού έκανε καλό, ο Λόρενς επέστρεψε στο Μπαντόλ της Προβηγκίας τον επόμενο χειμώνα, επιλέγοντας αρχικά για τη διαμονή του το ξενοδοχείο Beau Rivage. Βρισκόταν ακόμη τότε σε αναζήτηση εκδότη για το αμφιλεγόμενο μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι».
Το ζεύγος αποφάσισε να νοικιάσει τη βίλα Beau Soleil. Αδυνατισμένος και εξουθενωμένος από τη φυματίωση που όσο κι αν την αγνοούσε αυτή βασάνιζε το σώμα μου, σύντομα συνειδητοποίησε ότι το υγρό θαλασσινό αεράκι είχε επιδεινώσει την υγεία του. Ηταν πολύ αδύναμος και ο γιατρός του τού συνέστησε να μεταφερθεί σε μεγαλύτερο υψόμετρο, στους δασώδεις λόφους του Βανς. Επειτα από μια σύντομη παραμονή σε ένα τοπικό σανατόριο με το όνομα Ad Astra, ο Λόρενς πέθανε στη Villa Rochermond κοντά στο Βανς, στις 2 Μαρτίου 1930. Ο στενός φίλος του Αλντους Χάξλεϊ ήταν παρών στο τέλος του.
Μετά την κηδεία του, το ζεύγος Χάξλεϊ πήγε στο Μπαντόλ και έμεινε, όπως είχαν κάνει οι φίλοι του, στο Beau Rivage της Κυανής Ακτής. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός και αγόρασαν ένα σπίτι στο Sanary-sur-Mer, ένα μικροσκοπικό ψαροχώρι κοντά στην Τουλόν, το οποίο ονομάζεται Villa Huley. «Εδώ όλα είναι εξόχως υπέροχα. Ηλιος, τριαντάφυλλα, φρούτα, ζεστασιά. Κάνουμε μπάνιο και ξεκουραζόμαστε» έγραψε ο Χάξλεϊ στην κουνιάδα του. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε εκεί για τα επόμενα επτά χρόνια. Ζώντας απλά αλλά καλά – η σύζυγός του Μαρία έκανε βόλτες με
μια κόκκινη Bugatti – ο Χάξλεϊ έγραψε εκεί το προφητικό αριστούργημά του με τίτλο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος».
To 1924 ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και η σύζυγός του Ζέλντα πήραν το τρένο από το Παρίσι για την πόλη Ιέρ, γνωρίζοντας ότι η αμερικανίδα συγγραφέας Ιντίλ Γουόρτον είχε ένα σπίτι εκεί. Βρίσκοντας το μέρος θλιβερό και βαρετό, έβαλαν έναν μεσίτη να τους βρει αλλού στέγη και η απογοήτευσή τους μετατράπηκε σε χαρά όταν επισκέφθηκαν τη Villa Marie, μια γοητευτική ιδιοκτησία σε μια πευκόφυτη πλαγιά του Σαν Ραφαέλ. Στη Γαλλική Ριβιέρα ο ήδη διάσημος συγγραφέας δούλεψε πάνω στο επόμενο μυθιστόρημά του, τον αριστουργηματικό «Μεγάλο Γκάτσμπι», όμως μια συζυγική κρίση τού απέσπασε την προσοχή. Η Ζέλντα έπαθε εμμονή με έναν πιλότο του γαλλικού Ναυτικού, τον Εντουάρ Ζοζάν. Περνούσε όλα τα απογεύματα κολυμπώντας και όλα τα βράδια χορεύοντας μαζί του.
Στη Γαλλική Ριβιέρα ο Φράνσις Φορντ Φιτζέραλντ δούλεψε πάνω στο επόμενο μυθιστόρημά του, τον αριστουργηματικό «Μεγάλο Γκάτσμπι», όμως μια οικογενειακή κρίση τού απέσπασε την προσοχή, αφού η σύζυγός του Ζέλντα έπαθε εμμονή με έναν πιλότο του γαλλικού Ναυτικού.
Υστερα από ενάμιση μήνα ξεμυαλίσματος, ζήτησε διαζύγιο από τον Φράνσις Σκοτ. Ο Φιτζέραλντ προσπάθησε να ζητήσει εξηγήσεις από τον Ζοζάν και κλείδωσε τη Ζέλντα στο σπίτι τους μέχρι να το κάνει. Πριν προλάβει να συμβεί οποιαδήποτε αντιπαράθεση, ο γοητευτικός αξιωματικός – που δεν είχε σκοπό να παντρευτεί τη Ζέλντα – τράπηκε σε φυγή και οι Φιτζέραλντ δεν τον είδαν ποτέ ξανά. Αμέσως μετά, η Ζέλντα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Το ζευγάρι δεν μίλησε ποτέ για το περιστατικό, αλλά το επεισόδιο οδήγησε σε μόνιμη ρήξη στον γάμο τους. Ο Ζοζάν απαξίωσε αργότερα ολόκληρη την ιστορία και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε συμβεί καμία απιστία, ούτε υπήρξε ειδύλλιο: «Και οι δύο είχαν ανάγκη για δράμα, το έφτιαξαν και ίσως ήταν θύματα της δικής τους άστατης και λίγο ανθυγιεινής φαντασίας». Υστερα από αυτό, οι Φιτζέραλντ μετακόμισαν στη Ρώμη.
Ενα ταξίδι στη Νότια Ιταλία, και συγκεκριμένα στην ακτή του Αμάλφι, ήταν αυτό που ενέπνευσε την αμερικανίδα συγγραφέα Πατρίσια Χάισμιθ να γράψει το μυθιστόρημα «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», επινοώντας μάλιστα ένα χωριό που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, το Μοντζιμπέλο. Πολύ επιδραστικά αποδείχθηκαν και τα ταξίδια του σπουδαίου αµερικανού συγγραφέα Τρούµαν Καπότε στη Νότια Ευρώπη. Στη δεκαετία του ’50 ο νεαρός (και πολύ φιλόδοξος) τότε λογοτέχνης πέρασε µέρος της ζωής του στην Ισκια, στο Πορτοφίνο, στην Ταορµίνα στη Σικελία αλλά και στο θέρετρο Παλαµός της Ισπανίας.
Οι λογοτέχνες που αγάπησαν την Ελλάδα
Ο Βρετανός Λόρενς Ντάρελ, συγγραφέας του φημισμένου «Αλεξανδρινού κουαρτέτου», συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με την Κέρκυρα όπου μετακόμισε το 1935. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο μεγαλύτερος ταξιδιωτικός συγγραφέας της εποχής μας, συνέδεσε τη ζωή του με την Ελλάδα. Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από την ηλικία των 18 ετών, το 1933, όταν ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Εφτασε εκεί την Πρωτοχρονιά του 1935 και στη συνέχεια έμεινε στον Αθω και ταξίδεψε στην Ηπειρο, στη Μακεδονία και στη Στερεά Ελλάδα.
Μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στην Αγγλία, κατατάχθηκε στην Ιρλανδική Φρουρά και στη συνέχεια, επειδή γνώριζε ελληνικά, τοποθετήθηκε ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου βρέθηκε στην Κρήτη. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε δύο χρόνια στα βουνά οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Ηγήθηκε της ομάδας που απήγαγε τον γερμανό διοικητή, τον στρατηγό Κράιπε. Εζησε στην Καρδαμύλη 40 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2011, και έγραψε για την Ελλάδα δύο βιβλία, τη «Μάνη» το 1958 και τη «Ρούμελη» το 1966. Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην πρώτη φορά που αντίκρισε την Καρδαμύλη: «Επειτα από µία ώρα είδαµε την Καρδαµύλη, ένα πυργωτό χωριουδάκι, στην άκρη της θάλασσας, πίσω από έναν ωκεανό από λιόδεντρα. Μερικοί πύργοι, ένας τρούλος κι ένα καµπαναριό υψώνονταν πάνω από τις στέγες. Ακριβώς πάνωθέ τους ένα υπέροχο πλάτωµα, χωµένο µες στα κυπαρίσσια, έφτανε µέχρι τα µισά του δρόµου και ανέβαινε σε µια ερειπωµένη και χορταριασµένη ακρόπολη. Και πάνω απ’ όλα ορθωνόταν ο επιβλητικός όγκος του γυµνού Ταΰγετου. Η Καρδαµύλη ήτανε διαφορετική απ’ όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισµένα µε χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, µε τους µεσαιωνικούς πυργίσκους, έµοιαζαν µε µικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε µια όµορφη εκκλησιά. Τα βουνά έπεφταν απότοµα µέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάµεσα στ’ ασπρισµένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, µεγάλα όλο ψίθυρους καλάµια, τρία µέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν µε την πιο απαλή πνοή του ανέµου. Ανάµεσα στα δέντρα ήταν δεµένα δίχτυα. Σε πολλά κατώφλια βρισκόντουσαν πιθάρια για λάδι, µεγάλα σαν κι εκείνα που βρεθήκανε, µε τις ανασκαφές, στο παλάτι του Μίνωα».
Ο Τζον Φόουλς έγινε το 1951 καθηγητής αγγλικής γλώσσας στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Στο νησί γνώρισε τη μελλοντική του γυναίκα Ελίζαμπεθ Κρίστι. Τις εμπειρίες και τα βιώματα από τις Σπέτσες τα χρησιμοποίησε στη συγγραφή του βιβλίου «Ο Μάγος». Την ίδια περίοδο έγραψε και κάποια ποιήματα, που δημοσίευσε αργότερα. Το 1953 απολύθηκε από το σχολείο, μαζί με άλλους καθηγητές, γιατί επιχείρησαν να πραγματοποιήσουν αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία, και επέστρεψε στην Αγγλία. Τρία χρόνια έμεινε στην Ελλάδα ο αμερικανός συγγραφέας Ντον Ντελίλο, φτάνοντας στην Αθήνα το 1979 με υποτροφία Γκουγκενχάιμ.
Ο ίδιος έχει αναφερθεί σε συνεντεύξεις του στο ταξίδι αυτό και στις συνέπειες που είχε πάνω στο έργο του, καταγράφει μάλιστα και πολλές σχετικές εμπειρίες του στο μυθιστόρημα «Τα ονόματα». Με βάση την Ελλάδα ταξίδεψε όχι μόνο στην ελληνική ενδοχώρα και στα νησιά αλλά και στη Μέση Ανατολή. Πιο πρόσφατα τη χώρα μας αγάπησε και τη χρησιμοποίησε ως πηγή έμπνευσης για ορισμένα από τα πολύ επιτυχημένα βιβλία της η Βρετανίδα Βικτόρια Χίσλοπ.