Με πληθυσμό μόλις 53.000 κατοίκων, καταμεσής της Τοσκάνης, ανάμεσα στoυς αμπελώντες από όπου παράγεται ο ερυθρός οίνος Chianti, η Σιένα είναι μια πόλη-κόσμημα. Επισκιαζόμενη πάντοτε από τη γειτονική της Φλωρεντία ως προς το μέγεθος και την πολιτική ισχύ, υπήρξε παρ’ όλα αυτά μείζον οικονομικό κέντρο στα χρόνια της Αναγέννησης, κάτι που μαρτυρούν τα άφθονα μνημεία της: ο καθεδρικός ναός με έργα των Γκιρλαντάιο, Πιντουρίκιο και Ντονατέλο, η Πιάτσα ντελ Κάμπο, το Παλάτσο Πούμπλικο, το Παλάτσο Τσίγκι – Σαρατσίνι, το φρούριο των Μεδίκων.
Ανάμεσα στα πιο προβεβλημένα αξιοθέατά της είναι και ένα αυστηρό, επιβλητικό κτίριο γοτθικού ύφους, χτισμένο τον 14ο αιώνα, το Παλάτσο Σαλιμπένι. Πλαισιωμένο από άλλα δύο μέγαρα του 15ου και του 16ου αιώνα, βλέπει στην ομώνυμη πλατεία όπου δεσπόζει το άγαλμα του Σαλούστιο Μπαντίνι, συγγραφέα το 1737 μιας πρωτοπόρου οικονομικής μελέτης με τίτλο «Discorso Economico».
Η σημασία του Παλάτσο Σαλιμπένι, ωστόσο, υπερβαίνει την αρχιτεκτονική του κληρονομιά ή την αισθητική του αξία. Διακριτικά, όπως αρμόζει στην ιστορία ενός τέτοιου ιδρύματος, χωρίς επιγραφές στην πρόσοψη ή άλλα ενδεικτικά στοιχεία, το οίκημα στεγάζει τη Monte Dei Paschi, την αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου.
Ιδρυμένη το 1472, έχοντας τη σημερινή της μορφή από το 1624, όταν ο Φερδινάνδος Β’ των Μεδίκων της παραχώρησε τα εισοδήματα των βοσκοτόπων της κοντινής περιοχής Μαρέμα (εξ ου και «Paschi – βοσκοτόπια»), μετρά αιώνες ακμάζουσας εμπορικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητας – και μια εικοσαετία απληστίας, διαφθοράς και σκανδάλων.
Πέντε αιώνες τραπεζικής ιστορίας
Η επιβίωση της Monte Dei Paschi θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικό παράδοξο. Πώς αυτός ο μικρός οίκος της Τοσκάνης διατήρησε την ανεξαρτησία του στη διάρκεια 550 και πλέον ετών, όταν σύγχρονοι και μεταγενέστεροί του κολοσσοί, όπως τα ιδρύματα των Φούγκερ, των Μεδίκων, των Ρότσιλντ, έχουν εξαφανιστεί ή αλλάξει πολλαπλές επωνυμίες και εταιρικά αντικείμενα;
Η απάντηση συνδέεται με τις απαρχές, τις τοπικές της ρίζες, την πορεία του ιταλικού κράτους. Στα μέσα του 15ου αιώνα, χάρη στην επινοητικότητα των Φραγκισκανών μοναχών, το νομικό ζήτημα της απαγόρευσης του τοκισμού από την Καθολική Εκκλησία ως τοκογλυφίας είχε παρακαμφθεί, με αποτέλεσμα ο δανεισμός να μην αποτελεί πλέον αποκλειστικά πεδίο εβραίων χρηματοδοτών, όπως συνέβαινε στη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Οι αρχές της Σιένας ίδρυσαν στις 4 Μαρτίου 1472 ένα «monte di pietà», μια μορφή ενεχυροδανειστηρίου που σκοπό είχε «να διασφαλίσει ότι οι φτωχοί, οι άποροι, οι εξαθλιωμένοι θα έβρισκαν βοήθεια για τις ανάγκες τους».
Η γλώσσα δεν θα πρέπει να μας παραπλανά, τα δάνεια απαιτούσαν εγγυήσεις («έξι μικρά σκουλαρίκια», «δύο μανδύες ισπανικού στυλ») και έπρεπε να αποπληρωθούν στο τέλος του χρόνου με επιτόκιο 7,5%.
Δημόσια τράπεζα θα γινόταν μόλις το 1624, όταν οι Μέδικοι θα ενέτασσαν την πόλη στην επικράτειά τους, το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης, και αφού θα μεσολαβούσε την προηγούμενη χρονιά ένα τεράστιο σκάνδαλο όπου ο θησαυροφύλακας, ένας θεολόγος και διάφοροι ιππότες καταχράστηκαν το 20% των κεφαλαίων της.
Η εξυγίανση την έθεσε σε μια πλήρως επαγγελματική τροχιά, η οποία θα εξασφάλιζε την κίνηση των κεφαλαίων, ταυτόχρονα όμως θα σφυρηλατούσε ισχυρούς δεσμούς με τη γαιοκτητική αριστοκρατία της Τοσκάνης δημιουργώντας μελλοντικά ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς συχνά δανειστές και δανειζόμενοι ανήκαν στην ίδια τάξη και στις ίδιες οικογένειες.
Η στενή διασύνδεση της Monte Dei Paschi με την πόλη, εμφανής στη δράση του φιλανθρωπικού της κλάδου (Monte Pio), που υπήρξε ο πάτρονας πολλών ζωγράφων της περίφημης αναγεννησιακής Σχολής της Σιένας, δεν έπαψε ούτε μετά την ιταλική ενοποίηση (1861-1871).
Αν και οι εργασίες της επεκτάθηκαν σε όλη τη χερσόνησο, η τράπεζα εξακολουθούσε να είναι ως τα τέλη του 20ού αιώνα ο μεγαλύτερος εργοδότης στην πόλη, χρηματοδότησε την ίδρυση δύο τμημάτων στο Πανεπιστήμιο της Σιένας, συντηρούσε πλήθος κοινωνικών ιδρυμάτων και ήταν χορηγός της Montepaschi Siena, της ομάδας μπάσκετ που από το 2007 ως το 2013 συσσώρευσε επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα και δύο συμμετοχές στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας. Το συνολικό κόστος των φιλανθρωπικών έργων του ιδρύματος υπολογιζόταν σε 150 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Η μοιραία εξαγορά μέσω «Σαντορίνης»
«Στις αρχές του 21ου αιώνα η Monte Dei Paschi βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της, με περισσότερους από 4.000.000 πελάτες και σχεδόν 2.000 υποκαταστήματα παγκοσμίως» έγραφε ο Οουεν Γουόκερ στους «Financial Times» τον περασμένο Αύγουστο. Τι συνέβη τότε;
«Η αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου εισήλθε στις απαιτητικές αγορές των συμφωνιών και της οικονομικής μηχανικής». Προκειμένου να διασφαλίσει την αυτοτέλειά της στο παγκοσμιοποιημένο δίκτυο του χρήματος όφειλε να επεκταθεί – όλοι το έκαναν άλλωστε: η δεκαετία του 2000 ήταν ένα πάρτι πωλήσεων, συγχωνεύσεων και μόχλευσης.
Το ζήτημα ήταν οι όροι. Για την εξαγορά ενός αντιπάλου το 2002 η Monte Dei Paschi χρειαζόταν σαφώς μεγαλύτερη οικονομική ευελιξία από αυτή που διέθετε. Προσέφυγε στο ευρηματικό τμήμα παραγώγων της Deutsche Bank, το οποίο με τη σειρά του δημιούργησε μια ευφάνταστη δομή με το ελληνοπρεπές όνομα «Σαντορίνη».
Χάρη στη νησιωτική ταχυδακτυλουργία του γερμανικού κολοσσού η ιταλική τράπεζα βρέθηκε το 2007 στο κατώφλι του μεγαλείου. Με την απόκτηση από την ισπανική Santander της Banca Antonveneta έναντι 9 δισεκατομμυρίων ευρώ η Monte Dei Paschi γινόταν το τρίτο σε μέγεθος πιστωτικό ίδρυμα της χώρας.
Ούτε ο χρόνος, ωστόσο, ούτε ο τρόπος της συμφωνίας ήταν ευνοϊκοί. Η κρίση των αμερικανικών στεγαστικών δανείων εξελισσόταν ήδη, το ποσό συνιστούσε υπεραξία εφόσον υπερέβαινε κατά 2,4 δισεκατομμύρια αυτό που η Santander είχε δώσει για να αποκτήσει την κυριότητα της Antonveneta το 2006 και η πληρωμή σε ρευστό, όχι σε μετοχές, θα έφερνε την τράπεζα αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν θα κατέρρεε με κρότο η Lehman Brothers.
Εν μία νυκτί κινήσεις που βασίζονταν στην παραδοχή μιας συνεχιζόμενης θετικής συγκυρίας, όπως το δάνειο ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από την JP Morgan για την απορρόφηση της Antonveneta, αποδείχθηκαν καταστροφικές.
Καθώς ο υπαρξιακός κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία γινόταν ορατός, οι υπεύθυνοι της Monte Dei Paschi στοιχημάτισαν στην καθαγιασμένη πρακτική της συγκάλυψης: η Deutsche Bank ως διά μαγείας τροποποίησε τη «Σαντορίνη» προκειμένου να μην εμφανίσουν ζημιές 367 εκατομμυρίων ευρώ το 2009, αλλά να τις κατανείμουν προοδευτικά σε βάθος χρόνου.
Για ακόμη περισσότερη ασφάλεια, μια άλλη συμφωνία παραγώγων με την ιαπωνική τράπεζα Nomura, η «Αλεξάνδρεια», αξιοποιήθηκε προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση.
Το σκάνδαλο, οι απειλές και η πτώση
Την «Αλεξάνδρεια» και τη «Σαντορίνη» η Monte Dei Paschi τις αποχαιρέτησε το 2012. Η αποκάλυψη ότι εξαιτίας των σκιωδών αυτών διευθετήσεων όφειλε 730 εκατομμύρια ευρώ αρκούσε για να καταβαραθρώσει την τιμή της μετοχής της και να τη βυθίσει στον κύκλο των διασώσεων.
Τόσο η Τράπεζα της Ιταλίας όσο και το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος Monte Pio ένιψαν τας χείρας τους δημοσιοποιώντας την απουσία οποιασδήποτε ενημέρωσης για τις απώλειες και τα τεχνάσματα απόκρυψής τους.
Ενώ η χώρα βρισκόταν στη δίνη της κρίσης του ευρώ, ο 51χρονος Νταβίντ Ρόσι, διευθυντής επικοινωνίας της Monte Dei Paschi, έπεφτε από το παράθυρο του γραφείου του στο Παλάτσο Σαλιμπένι.
Αρχικά θεωρήθηκε η αυτοκτονία ενός ανθρώπου που πιεζόταν από τις Αρχές και τη συνείδησή του. Αργότερα οι αμφιβολίες για τη βολική απομάκρυνση ενός προσώπου που γνώριζε πολλά έστρεψαν την αστυνομία στην αναψηλάφηση της υπόθεσης.
Ως σήμερα η οικογένεια του Ρόσι διαμαρτύρεται για την αποτυχία να εξαχθεί ικανοποιητικό πόρισμα ως προς το τι ακριβώς συνέβη. Το βέβαιο είναι ότι η τράπεζα αποσύρθηκε από τις γενναιόδωρες παροχές προς την πόλη με αποκορύφωμα τη διακοπή της χρηματοδότησης των συλλόγων ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
Σε συνδυασμό με την ύφεση, η αίσθηση ότι οι διορισμένοι από την κυβέρνηση του Μάριο Μόντι αξιωματούχοι στη Monte Dei Paschi ήταν «ξένοι» που παρενέβαιναν σε υποθέσεις της Σιένας οδήγησε σε τεταμένη ατμόσφαιρα: ένα ανώνυμο στέλεχος αφηγούνταν στους «Financial Times» πώς όταν κόπηκε η επιδότηση των ομάδων άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του και μια μέρα βρήκε μια κομμένη γουρουνοκεφαλή γεμάτη αίματα στην εξώθυρα του σπιτιού του.
Το 2014 και ξανά το 2016, στο μεταξύ, η τράπεζα απέτυχε στα stress tests τροφοδοτώντας ψιθύρους για την υγεία της ιταλικής οικονομίας και κατ’ επέκταση εκείνη της ευρωζώνης. Απαυδισμένο από τον λαβύρινθο των προβλημάτων, το υπουργείο Οικονομικών πήρε τελικά την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2017 να καταβάλει 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ για το 70% της επιχείρησης.
Πολύ ιστορική για να κλείσει
Εκτοτε, ο Τζιουζέπε Μουσάρι και ο Αντόνιο Βίνι, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κατά την επίμαχη περίοδο, έχουν καταδικαστεί για τον ρόλο τους στην υπόθεση, δύο άλλα στελέχη που υπηρέτησαν στις ίδιες θέσεις, οι Φαμπρίτσιο Βιόλα και Αλεσάντρο Προφούμο, έχουν επίσης καταδικαστεί και κατόπιν αθωωθεί σε δεύτερο βαθμό, πρόστιμα έχουν πληρωθεί, τα πάθη έχουν κατασιγάσει.
Ενας τεχνοκράτης με εμπειρία 40 ετών στην τραπεζική, ο Λουίτζι Λοβάλιο, έχει αναλάβει από το 2022 να διεκπεραιώσει την επιστροφή της Monte Dei Paschi στον ιδιωτικό τομέα.
Προσυπογράφει, μιλώντας στους «Financial Times», μια θεωρία «too big to fail» α λα ιταλικά: «Είναι σαφές ότι η τράπεζα δεν πρέπει να χρεοκοπήσει ύστερα από 550 χρόνια» – με άλλα λόγια, είναι πολύ ιστορική για να κλείσει.
Η άνοδος των επιτοκίων την τελευταία διετία τής επέτρεψε να παρουσιάσει κέρδη 2 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023, καθιστώντας την ξανά ελκυστική για τους επενδυτές. Οι ιταλικές UniCredit, Banco BPM και BPER Banca, η γαλλική Crédit Agricole εμφανίζονται ως μνηστήρες.
Το περιθώριο για τον γάμο είναι ως το τέλος του έτους, οπότε λήγει η παράταση της αντίστοιχης προθεσμίας που το κράτος έδωσε όταν εκείνη του 2021 πέρασε άκαρπη. Ομως ακόμη και αν σωθεί, η Monte Dei Paschi θα πάψει να είναι αυτή που ήταν: η ταύτιση με τη Σιένα, εμβληματική στη χορηγία των στολών που φορούν κάθε χρόνο οι συμμετέχοντες στο Πάλιο, τον παραδοσιακό αγώνα με άλογα στο κέντρο της πόλης, ανήκει στο παρελθόν.
Ακόμη και ο Ενρίκο Λέτα, πρώην πρωθυπουργός του Δημοκρατικού Κόμματος και βουλευτής της αριστερής Σιένας το 2021, έλεγε στους «New York Times» εκείνη τη χρονιά, με αφορμή την εγκατάσταση ενός ερευνητικού κέντρου της GlaxoSmithKline, ότι η πόλη πρέπει να στραφεί αλλού:
«Η Σιένα ήθελε να είναι η πρωτεύουσα της οικονομίας. Μπορεί να γίνει όμως η πρωτεύουσα των βιοεπιστημών». Ελλοχεύει επίσης ο κίνδυνος με την επιζητούμενη εξαγορά η επωνυμία να εξαλειφθεί.
Σε αυτή την περίπτωση ο τίτλος της αρχαιότερης τράπεζας του κόσμου θα περάσει στην Berenberg Bank του Αμβούργου με έτος ίδρυσης το 1590. Και η Monte Dei Paschi θα περάσει στο πάνθεον των πάλαι ποτέ κραταιών.